Στην οδό Προκοπίου Κατζαντώνη στο Νέο Κόσμο κατά τις 16:30 το απόγευμα της Τρίτης, μία γυναίκα προχωρά με τον γιο και την κόρη της. Μερικές δεκάδες μέτρα πίσω τους, ένας άντρας επιστρέφει στο σπίτι από τη δουλειά του για να φάει μαζί με την 35χρονη γυναίκα του και να δει την μικρούλα του που είναι 4,5 χρόνων.
Ο άντρας θα χρειαστεί να φτάσει στο σπίτι του λίγα λεπτά και λογικά σε αυτόν το ήσυχο δρόμο, δεν θα περίμενε να δει πλήθος κόσμου συγκεντρωμένο, αστυνομικούς και ασθενοφόρα, γείτονες στα μπαλκόνια τους με σκυθρωπά πρόσωπα.
Δύο λεπτά πριν αντικρίσει τον κόσμο να κοιτά προς την βεράντα στον 5ο όροφο, την ησυχία του δρόμου σκίζει μία πνιχτή κραυγή ενός κοριτσιού. Την έλεγαν Εφη και φώναζε τον πατέρα της. Δεν ήταν μία απλή φωνή φόβου αυτή. Το κοριτσάκι είχε καταλάβει τι θα συνέβαινε και ότι αυτό που θα συμμετείχε στα επόμενα λίγα δευτερόλεπτα δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιχνίδι με τη μαμά της.
Το κατάλαβε και η γυναίκα, μάνα και αυτή, που προχωρούσε πέντε ορόφους από κάτω. Και έστρεψε το κεφάλι της ψηλά και η καρδιά της άρχισε να χτυπά. Στέκεται στη μέση του δρόμου και βλέπει το κοριτσάκι να κρέμεται έξω από τα κάγκελα της βεράντας, πιασμένο από τα χέρια της μητέρας του.
Το κοριτσάκι κλαίει και φωνάζει με την πνιχτή φωνή τον πατέρα της, που όμως δεν έχει φτάσει στο σπίτι αλλά και που να βρισκόταν έξω από την πόρτα δεν θα μπορούσε να μπει γιατί η γυναίκα του την είχε κλειδώσει, ξέροντας πως όπου να ναι θα ερχόταν.
Η γυναίκα μιλάει στη μητέρα που έχει βγάλει το παιδί στο περβάζι και της φωνάζει να σταματήσει, να σηκώσει το κορίτσι και να το βάλει πάλι μέσα. Γυρνά στο γιο της και τον ρωτάει να της επιβεβαιώσει αν πράγματι το κορίτσι κρέμεται στο κενό και εκείνος της λέει ναι μαμά.
Και εκείνη ξαναφωνάζει με δύναμη στην 35χρονη γυναίκα να σταματήσει ό,τι κάνει, να έρθει πάνω να την βοηθήσει να της συμπαρασταθεί και φωνάζει με δύναμη για να καλύψει τον τρόμο στη φωνή της μικρής Εφης.
Ωσπου η τραγική μάνα για να την ξεφορτωθεί της φωνάζει ότι δεν βλέπει καλά και πως το παιδί είναι μέσα στο μπαλκόνι. Και τότε βγαίνουν γείτονες στα διπλανά και αντικριστά μπαλκόνια και της φωνάζουν να σταματήσει αλλά εκείνη έχει αποφασίσει να τελειώσει ό,τι σχεδίασε.
Κόσμος αρχίζει να μαζεύεται με κομμένα ανάσα από κάτω, καταλαβαίνουν τι θα γίνει αλλά ο πατέρας δεν το ξέρει, ανεβαίνει την ανηφόρα αλλά ακόμα δεν έχει προβάλει η πολυκατοικία μπροστά στα μάτια του.
Καθώς το τηλέφωνο χτυπά στην Αστυνομία και τα περιπολικά με αναμμένες σειρήνες τρέχουν στον ήσυχο δρόμο του Νέου Κόσμου, οι δυο μανάδες κάνουν ταυτόχρονα μία κίνηση.
Εκείνη στον 5ο σπρώχνει το παιδί στο κενό και εκείνη πέντε ορόφους πιο κάτω απλώνει τα χέρια για να κλείσει τα μάτια των παιδιών της να μη δουν αυτήν την τρομακτική απώλεια ζωής που ίσως να τα στοίχειωνε για πάντα.
Τους έκλεισε τα μάτια αλλά ο θόρυβος του άψυχου κορμιού στην άσφαλτο, ήταν ανατριχιαστικός. Φωνές τρόμου ηχούν στον δρόμο, ουρλιαχτά από περιπολικά και αστυνομικές μοτοσικλέτες. Κεφάλια στραμμένα ψηλά, αίματα έχουν χυθεί στο δρόμο και το μικρό κορίτσι μεταξύ ζωής και θανάτου, σχεδόν στην αγκαλιά του θανάτου.
Τα ματάκια του παιδιού ορθάνοιχτα, έχουν μετακινηθεί από τη θέση τους, έχουν βγει προς τα έξω. Λέγεται μυδρίαση αυτό το φαινόμενο, συνήθως υποδηλώνει τον εγκεφαλικό θάνατο, καμία αντίδραση σε οποιοδήποτε ερέθισμα.
Ήταν ένα δέντρο πάνω στο οποίο βυθίστηκε το σώμα του κοριτσιού πριν χτυπήσει κάτω. Η καρδιά του είχε σταματήσει, δεν είχε σφυγμός, καμία αντίδραση σε ερέθισμα, καμία αντίδραση όταν ένας ακόμη ανατριχιαστικός ήχος παγώνει το βλέμμα και το αίμα όλων. Δίπλα στην μικρούλα χτυπά το σώμα της μητέρας. Εκείνη σκοτώνεται ακαριαία.
Πέρασε το τελευταίο ανέμελο λεπτό της διαδρομής και ο πατέρας, φθάνει κοντά στο σπίτι, βλέπει τον κόσμο, βλέπει τους διασώστες, τους αστυνομικούς και ένας γείτονας που μένει στην ίδια πολυκατοικία ορμά και τον αγκαλιάζει και ο πατέρας που κατάλαβε τι είχε συμβεί, ανοίγει δρόμο, προσπαθεί να αγκαλιάσει τα κορμιά της γυναίκας και της μικρής, αλλά οι διασώστες παίρνουν το παιδί και ο γείτονας προσπαθεί να απομακρύνει τον πατέρα, που πριν λίγα δευτερόλεπτα είχε μία γυναίκα και μία κορούλα που φώναζε το όνομά του πάντα όταν φοβόταν.
Κάποιος είπε λίγο πιο μετά ότι ο πατέρας είχε φθάσει νωρίτερα. Είχε μπει στην πολυκατοικία και είχε ακούσει τη φωνή απόγνωσης της μικρής. Εφθασε στο διαμέρισμα και η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Δεν μπόρεσε να την σπάσει και προσπάθησε να πηδήξει από τη βεράντα του διπλανού διαμερίσματος.
Το μικρό κορίτσι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Παίδων. Κάθε μέτρο που διένυε το ασθενοφόρο, ξεμάκραινε από τη ζωή. Δεν ξέρει να πει κανείς αν πονούσε τη μία δραματική ώρα που οι γιατροί επιχείρησαν να ξεπεράσουν τις δυνάμεις τους για να το επαναφέρουν. Τα μάτια του έδειχναν ότι είχε φύγει αλλά όχι ποια ήταν η τελευταία εικόνα που είχε κρατήσει από αυτόν τον κόσμο. Δηλωθείσα ώρα θανάτου 17: 40