Η θεατρική παράσταση «Folie à deux (Δυαδική τρέλα)» της Ζωρζίνας Τζουμάκα ανεβαίνει κάθε Σάββατο και Κυριακή έως τις 24 Μαρτίου στο Θέατρο Σφενδόνη (Μακρή 4, Μακρυγιάννη, Αθήνα, τηλ. 215-5158.968, είσοδος 8-12 ευρώ).
Είναι ένα έργο που βασίζεται στην αληθινή ιστορία των αδελφών Παπέν. Η Κριστίν και η Λεά Παπέν, ύστερα από επτά συναπτά έτη στην υπηρεσία της οικογένειας Λανσελέν, κατακρεούργησαν τις κυρίες του σπιτιού. Η έρευνα για την ιστορία των αδελφών ξεκίνησε από την κοινή ανάγκη των ηθοποιών Δήμητρας Σπανούλη και Σαμπρίνας Μπροντέσκου να τις δικαιολογήσουν, αναζητώντας την αιτία πίσω από την εγκληματική πράξη. Το όραμά τους για τη δημιουργία μιας θεατρικής παράστασης βασισμένης στα πρόσωπα του διασημότερου εγκλήματος στη Γαλλία μοιράστηκε η χορογράφος και αρχιτέκτονας Πηνελόπη Μωρούτ, η οποία επιμελείται τη σκηνοθεσία και την κίνηση.
Η παράσταση ακροβατεί στα όρια του πραγματικού και φανταστικού χρόνου, στη λεπτή ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού και συμβολισμού. Τα σώματα των ηθοποιών καλούνται να απομακρυνθούν από προκαθορισμένες, αναγνωρίσιμες φόρμες. Να αναζητήσουν και να επικαλεστούν νέους τρόπους να σωματοποιήσουν γεγονότα και αναμνήσεις, συναισθήματα και ευσεβείς πόθους. Η κίνηση και ο λόγος αποκτούν ισάξια βαρύτητα σε αυτή την προσπάθεια απεικόνισης αντίρροπων στοιχείων: ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μηχανικό, το οικείο και το παραμορφωμένο, οι χαρακτήρες των αδελφών Παπέν ξεδιπλώνονται επί σκηνής. Με κινήσεις συγκεκριμένες και λεπτομερείς, ο χώρος γίνεται ο καμβάς πάνω στον οποίο παίρνει μορφή η σχέση της Κριστίν και της Λεά.
Η παράσταση συνιστά ένα συνονθύλευμα υλικών εμπνευσμένων από το χορό και το θέατρο, την αρχιτεκτονική και τον κινηματογράφο. Άλλοτε αντίθετα, άλλοτε συμπληρωματικά, όμως πάντα άρρηκτα συνδεδεμένα, τα σώματα των ηθοποιών σμιλεύουν το χώρο, δημιουργώντας εικόνες και διαδρομές, οι οποίες ενοποιούν όλα τα στοιχεία αυτής της παράστασης – τα σώματα, το χώρο, το σκηνικό – σε ένα ποιητικό ψυχογράφημα.
Ο θεατής, ως μάρτυρας αυτής της σωματικής και ψυχολογικής κορύφωσης, καλείται και αυτός να στραφεί περισσότερο στην αιτία παρά στο αιτιατό, αναζητώντας τον έμμεσο αυτουργό αυτής της αποτρόπαιης δολοφονίας της 2ης Φεβρουαρίου 1933.
Η σκηνοθέτρια Πηνελόπη Μωρούτ μιλάει στα «Νέα» για την ιδέα πίσω από την παράσταση, τις αντίρροπες δυνάμεις των προσώπων και το συνδυασμό των εκφραστικών μέσων επί σκηνής.
- Τι σας ιντρίγκαρε στην ιστορία των αδερφών Παπέν κι αποφασίσατε να την μεταφέρετε στη σκηνή;
Το έναυσμα δόθηκε από τις ηθοποιούς Σαμπρίνα Μπροντέσκου και Δήμητρα Σπανούλη. Εκείνες ξεκίνησαν να ερευνούν την ιστορία των αδερφών Παπέν και η ανάγκη τους να ειπωθεί η ιστορία των τελευταίων επί σκηνής τις οδήγησε να πάρουν την τολμηρή απόφαση να δημιουργήσουν την ομάδα Gardenal Collective και να κάνουν την δική τους παραγωγή. Όταν μοιράστηκαν μαζί μου την έρευνά τους και μου ζήτησαν να συνεργαστούμε, ενθουσιάστηκα. Ξεκίνησα κι εγώ τη δική μου μελέτη γύρω από τη ζωή της Κριστίν και της Λεά Παπέν, καθώς ήθελα να ξεκινήσω τη δημιουργική διαδικασία θέτοντας με τη σειρά μου τις δικές μου ερωτήσεις και προσδιορίζοντας τη θέση μου μέσα στη βιαιότητα αυτού του γεγονότος. Η ιστορία αυτή πάνω στην οποία βασίστηκαν και «Οι Δούλες» του Ζαν Ζενέ είναι συγκλονιστική, με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης για όποιον καταφέρει να παραμερήσει έστω και για λίγο τους ηθικούς του φραγμούς, ώστε να αναζητήσει το αίτιο πίσω από το τρομερό έγκλημα που διέπραξαν η Κριστίν και η Λεά Παπέν το Φεβρουάριο του 1933. Είναι μια ιστορία η οποία αναθεωρεί τα όρια της ανθρώπινης φύσης και υπογραμμίζει τη σημασία, όχι μόνο των γονιδίων, αλλά και των συνθηκών στην αποκρυστάλλωση του χαρακτήρα.
- Στην παράσταση δίνετε τελικά απάντηση στο ερώτημα για τα κίνητρα της δολοφονίας;
Στην παράσταση αυτή, ο θεατής εκτίθεται έμμεσα στις λεπτομέρειες και τη βιαιότητα του εγκλήματος και πιο άμεσα στις αναμνήσεις της παιδικής τους ηλικίας και στην ατέρμονη, απαράλλαχτη ρουτίνα τους. Η Κριστίν και η Λεά Παπέν δεν μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον αγάπης και θαλπωρής, δεν έμαθαν τί σημαίνει μητρική αγάπη και φροντίδα. Μετά από χρόνια σε διαφορετικά ορφανοτροφεία, δουλεύοντας υπό σκληρές, αυστηρές συνθήκες σε διάφορα σπίτια, βρέθηκαν στην οικεία των Λανσελέν. Επί επτά συναπτά έτη, έζησαν σε μια ατέρμονη ρουτίνα χωρίς κανένα περιθώριο λάθους. Δυο γυναίκες – μηχανές, χωρίς επιθυμίες και αισθήματα. Αποστραγγίζοντας τες από κάθε ανθρώπινο χαρακτηριστικό, απομακρύνθηκαν και από κάθε ηθικό φραγμό. Καθώς προσέδωσαν η μία στην άλλη πολλαπλούς ρόλους – της μάνας που δεν έζησαν, της αδερφής που για καιρό τους έλειπε, του άντρα που επιθυμούσαν – στο φόβο του αποχωρισμού τους, ενστικτωδώς, αντέδρασαν. Όχι ως άνθρωποι, αλλά σαν ζώα, σαν ελαττωματικές πια μηχανές που αποπρογραμματίστηκαν. Θέλω να πιστεύω ότι οι εικόνες μέσα από τις οποίες συντίθεται το σύμπαν της παράστασης «Folie à Deux» κάνουν τα κίνητρα της δολοφονίας αναγνωρίσιμα. Ο θεατής είναι αυτός που θα δώσει την απάντηση στην εγκυρότητα των κινήτρων αυτών.
- Πώς συνδυάζεται ο χορός, το θέατρο, ο κινηματογράφος και η αρχιτεκτονική επί σκηνής;
Κατά τη γνώμη μου, η σκηνή δεν συνιστά μόνο ένα προκαθορισμένο γεωμετρικό σχήμα επί του οποίου μία μορφή τέχνης τη φορά μπορεί να ζωντανέψει ενώπιον των θεατών. Ο χορός, το θέατρο, ο κινηματογράφος, η αρχιτεκτονική έχουν κοινό παρονομαστή το ανθρώπινο σώμα, το οποίο καλείται να διαδράσει και να συνυπάρξει με άλλα σώματα, τόσο των ηθοποιών όσο και των θεατών. Έτσι, λοιπόν, ο λόγος προκύπτει από την ανάγκη του σώματος να μιλήσει, ο χώρος επί σκηνής ορίζεται επειδή τα σώματα έχουν ανάγκη να κινηθούν και να τον προσδιορίσουν. Μέσα σε αυτή τη σύνθεση κίνησης και λόγου στο χώρο και το χρόνο, ο θεατής κάνει την ειδοποιό διαφορά. Το βλέμμα του θεατή και η στρέψη αυτού προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις και εικαστικές εικόνες είναι αυτό που κάνει επιτακτική τη χρήση και άλλων εργαλείων, πέρα από την κίνηση και το λόγο. Ο έλεγχος της εικόνας, η συνειδητή επιλογή του τί κρύβεται, τί φαίνεται, τί υπογραμμίζεται και τί επισκιάζεται είναι στοιχεία τα οποία εξυπηρετούνται κατά κόρον από τον κινηματογράφο και την αρχιτεκτονική, μετατρέποντας τους ηθοποιούς, τα σκηνικά, τα φώτα, την καθορισμένη γεωμετρία και προοπτική του χώρου, αναπόσπαστα κομμάτια του συνολικού δημιουργήματος. Η σκηνή είναι η αφορμή, είναι ο άδειος καμβάς πάνω στον οποίο «ποιείται» τέχνη. Μέσω της «ποίησης», όπως την αντιλαμβανόταν ο Αριστοτέλης, της δημιουργίας, της μορφοπλαστικής ικανότητας του ανθρώπου, τα όρια μεταξύ των τεχνών αίρονται. Όχι για να καταργηθούν. Το αντίθετο. Αίρονται ώστε να αναγνωριστεί η ύπαρξή τους, και ως εκ τούτου να σημασιοδοτηθούν τα σημεία συνάντησής τους.
- Πώς τα σώματα των ηθοποιών σωματοποιούν συναισθήματα, βιώματα, αναμνήσεις και πόθους;
Η Κριστίν και η Λεά Παπέν, εγκλωβισμένες στα «πρέπει» και τα «θέλω» άλλων, της κατά τ’ άλλα απούσας μητέρας τους, των καλογρεών, των αφεντικών, της κοινωνίας, μεγάλωσαν σαν «καλοκουρδισμένα αυτόματα για τις δουλειές του σπιτιού». Η αυστηρή, καθημερινή ρουτίνα τους παρέμενε ίδια, ενώ οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν. Οι ίδιες, από την άλλη, στο μεταίχμιο του συνειδητού και του ασυνείδητου, επηρεάζονταν όλο και περισσότερο από τη σχεδόν άψυχη ιδιότητα της προγραμματισμένης, αλάνθαστης μηχανής που απαιτούσαν τα αφεντικά τους. Έτσι, λοιπόν, η παράσταση «Folie à Deux» δεν εκτυλίσσεται σε πραγματικό, γραμμικό χρόνο, ενώ η πιθανή έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης των αδερφών συνέβαλε στη σύνθεση των πορτραίτων τους. Ο θεατής καλείται να αναγνωρίσει περισσότερο τις στιγμές που στιγμάτισαν την ψυχοσύνθεση των δύο αδερφών, τη σκληρή επαναλαμβανόμενη καθημερινότητά τους, παρά να τοποθετήσει τις δράσεις τους χρονικά και σε σχέση με την ημέρα του εγκλήματος. Παράλληλα, οι ηθοποιοί, ενσωματώνοντας μια έντονα μηχανική φόρμα τόσο στην κίνηση όσο και στο λόγο, κλήθηκαν να βιώσουν τη χρόνια καταπίεση που δέχονταν οι αδερφές Παπέν, εγκλωβίζοντας το σώμα τους σε συγκεκριμένο κινητικό υλικό, άλλοτε συνοδεύοντάς το με έναν εξίσου μηχανικό λόγο και άλλοτε αντιπαραθέτοντας την ανθρώπινη πλευρά τους, ώστε να οδηγηθούν τελικά προς την έξαρση και την εξωτερίκευση της ανάγκης τους να «σπάσουν» το καλούπι.
- Οι αντίρροπες τελικά δυνάμεις των προσώπων, καταλήγουν να αλληλοεξοντωθούν;
Η πραγματικότητα των αδερφών Παπέν ήταν αυτή του κομφορμισμού, της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Aπόλυτα αλληλοεξαρτώμενες, η μεγαλύτερή τους φοβία ήταν μήπως χάσουν η μία την άλλη, και κατ’ επέκταση ένα μέρος του ίδιου τους του εαυτού. Όσο αντιφατικοί κι αν ήταν οι ρόλοι που αναγνώριζαν η μια στο πρόσωπο της άλλης – ο εξουσιαστικός της μητέρας, ο ερωτικός του άντρα, ο συναισθηματικός της αδερφής, ο άτεγκτος της υπηρέτριας – μεταξύ τους υπήρχε αποδοχή και κατανόηση. Οι πιθανές διαφορές τους αμβλύνονταν, οι αντίρροπες δυνάμεις τους αλληλοεξουδετερώνονταν και όντας σχεδόν ένα πρόσωπο, ακροβατούσαν ανάμεσα στην ατελή ανθρώπινη φύση τους και την απαιτούμενη αψεγάδιαστη επίδοσή τους. Στο τέλος, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Κριστίν και η Λεά Παπέν ενστερνίστηκαν, με ένα πολύ παράδοξο τρόπο, την ανθρώπινη φύση τους και επέτρεψαν στους εαυτούς τους να σφάλουν.