Αφιερωμένο στον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ είναι το doodle της Google.
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Johann Sebastian Bach, Άϊζεναχ, 21/31 Μαρτίου 1685 – Λειψία, 28 Ιουλίου 1750) ήταν Γερμανόςσυνθέτης, διευθυντής ορχήστρας, μουσικοπαιδαγωγός και εκτελεστής (οργανίστας, κλειδοκυμβαλίστας,[β] βιολιστής και βιολονίστας) της περιόδου Μπαρόκ.
Υπήρξε αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος συνθέτης αυτής της περιόδου, καθώς και ένας από τους σπουδαιότερους στην ιστορία της έντεχνης Δυτικής μουσικής. Τα περισσότερα από 1000 έργα του που έχουν διασωθεί ως τις μέρες μας, ενσωματώνουν όλα τα χαρακτηριστικά του στυλ Μπαρόκ, το οποίο και απογειώνουν στην τελειότητα. Παρόλο που δεν εισάγει κάποια νέα μουσική φόρμα, εμπλουτίζει το γερμανικό μουσικό στυλ της εποχής με μια δυνατή και εντυπωσιακή αντιστικτική τεχνική, έναν φαινομενικά αβίαστο έλεγχο της αρμονικής και μοτιβικής οργάνωσης, και την προσαρμογή ρυθμών και ύφους από άλλες χώρες, ιδιαίτερα από την Ιταλία και τη Γαλλία. Η μουσική του χαρακτηρίζεται από τεχνική αρτιότητα, αρτιστικό υπόβαθρο και, κυρίως, υψηλή πνευματικότητα.
Τα έργα του καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα τόσο της οργανικής (έργα για τσέμπαλο, εκκλησιαστικό όργανο, κοντσέρτα), όσο και της φωνητικής μουσικής (ορατόρια, λειτουργίες, πάθη, καντάτες, κ.α.). Ως χαρακτηριστικά έργα του Μπαχ μπορούν να αναφερθούν: η Τοκάτα και Φούγκα σε Ρε Ελάσσονα, η Λειτουργία σε σι ελάσσονα, τα Κατά Ματθαίον Πάθη, τα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα, το Καλοσυγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο και η Τέχνη της Φούγκας.
Παρόλο που είναι αδύνατον να γίνει εμπεριστατωμένη μελέτη ή και κριτική για το έργο ενός συνθέτη της εμβέλειας του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, μπορούν σε γενικές γραμμές να γίνουν κατανοητά κάποια στοιχεία της μουσικής, του τρόπου γραφής και του σκεπτικού του, ιδιαίτερα σε συνάρτηση με τις συνθέσεις άλλων διάσημων δημιουργών της εποχής του. Πέρα όμως από τα τεχνικά ή αρτιστικά δεδομένα, για τον Μπαχ, ο απώτερος στόχος και λόγος (αντίστοιχος με τον θεολογικό όρο) ύπαρξης της μουσικής του είναι η δόξα του Θεού και η ανάταση του πνεύματος. Στην αρχή του έργου, έγραφε συνήθως τις λέξεις Iesu iuva, δηλαδή «με τη βοήθεια του Ιησού», ενώ στο τέλος έκλεινε με τη φράση Soli Deo Gloria («μόνο στη δόξα του Θεού»). Επομένως, είναι προφανές ότι οι, σχηματισμένες βαθιά μέσα του, θεολογικές απόψεις του Μπαχ, επηρέασαν δραματικά και καθολικά τη μουσική του.
Tο μουσικό ύφος του Μπαχ προέκυψε από την εξαιρετική του ευχέρεια στο αντιστικτικό εφεύρημα και τον μοτιβικό έλεγχο, την αίσθηση του αυτοσχεδιασμού στο πληκτρολόγιο, και την έκθεσή του στη μουσική της Νότιας και Βόρειας Γερμανίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας. Η πρόσβασή του στους μουσικούς, τις παρτιτούρες και τα όργανα της εποχής, όταν ήταν παιδί και έφηβος, σε συνδυασμό με το αναδυόμενο ταλέντο του για τη σύνθεση πυκνοδομημένης μουσικής, φαίνεται να τον έθεσαν σε πορεία ανάπτυξης ενός εκλεκτικού, ενεργητικού ύφους όπου οι ξένες επιρροές ενσταλάζονται στην προϋπάρχουσα γερμανική μουσική γλώσσα. Αν και οι πρακτικές ποικίλλουν σημαντικά μεταξύ των διαφόρων σχολών της ευρωπαϊκής μουσικής, ο Μπαχ θεωρήθηκε στην εποχή του ως το ένα από τα δύο απώτατα άκρα του φάσματος, καταγράφοντας με εξαιρετική λεπτομέρεια τις περισσότερες ή και όλες τις μελωδικές του γραμμές -ιδιαίτερα στα γρήγορα μέρη- αφήνοντας έτσι μικρές ερμηνευτικές παρεμβάσεις στους εκτελεστές. Αυτό, βοηθούσε στο να «ελέγχει» τις πυκνές αντιστικτικές δομές, που τόσο αγαπούσε, και οι οποίες επιτρέπουν μικρότερη παρέκκλιση από την «αυθόρμητη» παραλλαγή των μουσικών γραμμών. Χαρακτηριστικό της μουσικής του Μπαχ, γενικά, είναι η καθολικότητά του στο στυλ και τις επιρροές. Χρησιμοποιεί όχι μόνο μοντέλα διαφόρων συνθετών για τις δικές του συνθέσεις, αλλά συχνά τα επεκτείνει και προσπαθεί να τα κάνει πιο «προχωρημένα». Επιπλέον, συνδυάζει τη γαλλική, την ιταλική και τη γερμανική πρακτική σε μία παγκόσμια μουσική γλώσσα, καθώς οι επιρροές του δεν είναι μόνο γεωγραφικές αλλά και ιστορικές.
Το πρώτο και άμεσα εμφανές στοιχείο στον Μπαχ είναι η τεράστια παραγωγικότητά του. Αν και έχει χαθεί -πιθανότατα πολύ- μεγάλο μέρος των συνθέσεων του, αυτό που έχει διασωθεί δείχνει ότι, το συνολικό του έργο ήταν μεγαλύτερο από εκείνο κάθε άλλου συνθέτη που έζησε πριν ή μετά από αυτόν. Επιπλέον, δημιούργησε μουσική σε όλες σχεδόν τις γνωστές φόρμες της εποχής, εκτός από την όπερα και το μπαλέτο (ωστόσο, τα φωνητικά του έργα, όπως τα Κατά Ματθαίον Πάθη, έχουν στοιχεία μπαρόκ-όπερας με τις da capo άριες). [129]
Στην εποχή του Μπαχ, η έννοια της «μελωδίας» ήταν διαφορετική από εκείνη των αρχών της Κλασικής περιόδου. Μέχρι τότε, μια σύνθεση αποτελούσαν συνήθως η μελωδία, η γραμμή μπάσων και η αρμονία. Για τον Μπαχ, ωστόσο, η διάκριση μεταξύ μελωδίας, αρμονίας και γραμμής μπάσων ήταν λεπτή. Ενώ κατά την κλασσική εποχή και αργότερα η μελωδία ήταν στο επίκεντρο του αρμονικού σκεπτικού, στην εποχή του μπαρόκ το επίκεντρο είναι το μπάσο. Η κατασκευή μιας καλής γραμμής μπάσων ήταν κεντρικής σημασίας και, στην πραγματικότητα, το πρώτο βήμα στη σύνθεση ενός κομματιού μουσικής. Δεδομένων των κανόνων αρμονίας εκείνης της εποχής, αυτό δεν ήταν εύκολο. Η χρήση των προσαγωγέων και των συγχορδιών β΄ αναστροφής ήταν πολύ περιορισμένη, ενώ η δομή της κορυφαίας φωνής, την οποία σήμερα θεωρούμε ως μελωδία, εξαρτιόταν άμεσα και έντονα από αυτά που συνέβαιναν στα μπάσα. Για τους λόγους αυτούς, οι περισσότεροι συνθέτες προτιμούσαν μιαν αρκετά ήπια γραμμή μπάσων που αποτελούσε τη βάση για το κομμάτι, αλλά επισκιαζόταν από οτιδήποτε άλλο συνέβαινε στο πεντάγραμμο. Ο Μπαχ, ωστόσο, ήταν επαρκώς προικισμένος στο να μεταμορφώνει τις γραμμές του μπάσου σε ενδιαφέρουσες μελωδίες από μόνες τους και δεν είχε κανένα πρόβλημα να τις συνδυάζει με τις μελωδίες των πάνω φωνών. Οι μελωδίες του τείνουν να είναι πυκνές και μελετημένες πολύ προσεκτικά. Η ικανότητά του να δημιουργεί μιαν ενθυμίσιμη μελωδική γραμμή κάτω από πολύ αυστηρούς περιορισμούς, όπως σε έναν κανόνα ή κάποιον αντιστικτικό αντικατοπτρισμό, αποτελεί φαινόμενο στην ιστορία της μουσικής. Και αυτό, χωρίς να αποφεύγει τα τολμηρά «πηδήματα», τα μελίσματα ή τα ελκυστικά χρωματικά διαστήματα.
Διερευνά την αρμονία πολύ πιο «εσωτερικά» από άλλους συνθέτες της εποχής. Σε σύγκριση λ.χ. με τον Χέντελ ή τον Βιβάλντι, η μουσική του Μπαχ μπορεί να περιέχει, εξαιρετικά ασυνήθιστες για την εποχή του, τζαζ (sic) συγχορδίες και απρόσμενα διάφωνα διαστήματα που μεταπηδούν σε πολλές διαφορετικές αρμονικές περιοχές. Η αρμονία του Μπαχ χαρακτηρίζεται από την τάση να χρησιμοποιεί σύντομες, υπαινίσσουσες αναφορές σε μιαν άλλη τονικότητα, οι οποίες διαρκούν μόνο για λίγα κτυπήματα του μέτρου, το πολύ, για να προσθέσει χρώμα στις υφές του. Για τους πρώτους σημαντικούς πολυφωνιστές όπως τον Παλεστρίνα, η αρμονία ήταν απλώς ένα «παράπλευρο προϊόν» της αντίστιξης. Ωστόσο, για τον Μπαχ, η αρμονία είναι τόσο περίπλοκα συνυφασμένη και σε αλληλοεξάρτηση με την μελωδία και την αντίστιξη, που είναι εξαιρετικά δύσκολο -ακόμη και για τον μυημένο ακροατή- να αντιληφθεί από πού ξεκινάει το ένα και από πού το άλλο (πάντως, εάν υπάρχει αμφιβολία, η αρμονία είναι σαφώς διατυπωμένη στη γραμμή των μπάσων για τα περισσότερα από τα έργα του).
Η αγάπη του για τη φούγκα και τα τεχνικά της εργαλεία, όπως το στρέτο, η μεγέθυνση, η σμίκρυνση και ο αντικατοπτρισμός (για τους συγκεκριμένους όρους, βλ. φούγκα), εμφανίζονται με μεγάλη σαφήνεια στη Μουσική Προσφορά. Ειδικά, στο Ricercare 6 διαφαίνεται ένα ακόμη χαρακτηριστικό της μουσικής του Μπαχ που τον κάνει τόσο μοναδικό, δηλαδή η τέλεια ισορροπία μεταξύ φαινομενικά αντικρουόμενων και αντίθετων στοιχείων, όπως η πολυφωνία, οι κάθετες συγχορδίες και η συμμετρία. Επιπλέον, η ικανότητά του σε αυτό το κομμάτι να συνδυάζει συναίσθημα και πνευματικότητα είναι ιδιαίτερα αισθητή. Αυτή η παρόρμηση να εκδηλωθούν δομές είναι εμφανής καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής του: οι περίφημες Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ περιλαμβάνουν μια σειρά από κανόνες σε αυξανόμενα διαστήματα και Η Τέχνη της Φούγκας μπορεί να θεωρηθεί ως η επιτομή των τεχνικών της φούγκας. Την ίδια στιγμή, όμως ο Μπαχ, σε αντίθεση με τους κατοπινούς συνθέτες, άφησε την ενορχήστρωση μεγάλων έργων, όπως την Τέχνη της Φούγκας και τη Μουσική Προσφορά, ανοιχτή. Είναι πιθανόν ότι, η λεπτομερής σημειογραφία του ήταν λιγότερο απόλυτα απαιτητή για τον ερμηνευτή, και περισσότερο η ανταπόκριση σε μια κουλτούρα του 17ου αιώνα κατά την οποία, το όριο ανάμεσα σε αυτό που ο καλλιτέχνης θα μπορούσε να εμπλουτίσει και σε αυτό που ο συνθέτης απαιτούσε να είναι αυθεντικό, ήταν υπό συζήτηση.
Ίσως, όμως, το σπουδαιότερο δομικό στοιχείο της μουσικής του Μπαχ είναι ότι, τείνει να εξαντλεί όλες τις διαθέσιμες δυνατότητες μέσα στο κομμάτι. Για παράδειγμα, η Φούγκα σε Ρε Μείζονα από το Καλώς Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο ΙΙ και το Kyrie, ο Gott Vater από το Ewigkeit Clavierübung III δείχνουν ότι χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα τονικά ύψη της κλίμακας για την αρχή του θέματος, τον χρόνο και τα διαστήματα, καθώς και τη δομή του θέματος. Εάν δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη δυνατότητα, τροποποιεί το θέμα έτσι, ώστε να υποδηλώνεται είσοδος σε αυτό. Ως απόλυτος κτίστης, αντλεί από μια σύντομη ιδέα, από την οποία κατασκευάζονται τα πάντα. Ο Μπαχ χρησιμοποιεί τις μουσικές του ιδέες τόσο οικονομικά, που φαίνεται ότι κατά καιρούς δεν υπάρχουν άλλα μοτίβα εκτός από το θέμα και το αντίθεμα.
Ο χαρακτηρισμός των έργων του Μπαχ ως, «απόλυτη μουσική», ίσως, αντανακλάται καλύτερα στις συνθέσεις του για διάφορα όργανα. Σε αυτά, η μουσική ενυπάρχει ως κατασκευαστική ιδέα από μόνη της και, κατά συνέπεια το ίδιο κομμάτι μπορεί να λειτουργήσει εξίσου αποτελεσματικά σε ένα πιάνο, σε μια κιθάρα, αλλά και ως χορωδιακό έργο ή μέσα σε μια ορχήστρα. Το γεγονός ότι κανένας άλλος συνθέτης της εποχής, με τη -συζητήσιμη- εξαίρεση του Χέντελ, δεν πλησίασε καν τα επιτεύγματα του Μπαχ, υποδηλώνει ξεκάθαρα ότι, η εφαρμογή των μηχανιστικών τεχνικών δεν υπήρξε «αυτόματη», αλλά ολοκληρωτικά ελεγχόμενη από κάτι άλλο, πιθανόν την καλλιτεχνική επιλογή και το γούστο. Ο Μπαχ είναι η μεγάλη απόδειξη ότι, το γούστο, ένα απόλυτα σεβαστό διακριτικό χαρακτηριστικό του πνεύματος του 18ου αιώνα, αποτελεί εντελώς προσωπικό συνδυασμό πηγαίου ταλέντου, φαντασίας, ψυχολογικής διάθεσης, κρίσης, επεξεργασίας και πείρας. Δεν διδάσκεται ούτε μαθαίνεται.
Από όλους τους συνθέτες, ο Μπαχ είναι ίσως ο μόνος που μπορεί να ονομαστεί «μουσικός επιστήμονας». Η σημασία, η επιρροή και το μεγαλείο του συγκρίνονται συχνά με εκείνες του, σχεδόν σύγχρονού του, Νεύτονα. Όπως οι γενικοί νόμοι βαρύτητας του Νεύτωνα, η συγκερασμένη τονικότητα του Μπαχ είναι καθολικό προϊόν της λογικής. Ο Μπαχ, όπως ένας επιστήμονας, εργάζεται με τη μικρότερη μουσική ιδέα και με αυτόν τον τρόπο κτίζει ένα κομμάτι μουσικής. Η κοσμοθεωρία του Μπαχ εξακολουθεί μεν να επηρεάζεται από την κλασική αρχή του trivium (παραδοσιακή προσέγγιση), αλλά εξετάζει και τις νεότερες τάσεις και τρόπους διαμόρφωσης ιδεών.
Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ θεωρείται από πολλούς ως ο μεγαλύτερος συνθέτης στην ιστορία της δυτικής μουσικής. Οι καινοτομίες του μαζί με το νέο σκεπτικό για τις διαστάσεις που μπορεί να πάρει μια μουσική σύνθεση, λειτούργησαν πιλοτικά για όλες τις γενιές που ακολούθησαν. Θεωρείται από τις κορυφαίες ιδιοφυίες του δυτικού πολιτισμού, ακόμα και από εκείνους που δεν ασχολούνται συνήθως με τη μουσική. Ο αρχιμουσικός Τζον Έλιοτ Γκάρντινερ (John Eliot Gardiner), ένας απαράμιλλος διευθυντής μουσικής του Μπαχ και συγγραφέας της βιογραφίας «Music In The Castle of Heaven», περιέγραψε το άκουσμα της μουσικής του Μπαχ σαν το κολύμπι με αναπνευστήρα: «Το να μπαίνει κανείς στη μουσική του Μπαχ έχει αυτή την αίσθηση της διαφορετικότητας: είναι ένας άλλος κόσμος που μπαίνουμε ως καλλιτέχνες ή ακροατές. Βάζεις τη μάσκα σου και καταδύεσαι σε έναν ψυχεδελικό κόσμο μυριάδων χρωμάτων».