Η δήλωση του γραμματέα του ΣΥΡΙΖΑ Πάνου Σκουρλέτη ότι υπάρχει ενδεχόμενο ακροδεξιοί να αμαυρώσουν τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου δεν θα πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε τις ευθύνες του κυβερνώντος κόμματος για την εμφάνιση τέτοιων σχεδίων. Και να σκεφτούμε πώς μια χώρα οδηγείται σε τέτοιες καταστάσεις ώστε μια εθνική επέτειος να χρειάζεται πάνω από 2.500 αστυνομικούς για να εορταστεί.
Υποθέτουμε ότι ο Πάνος Σκουρλέτης έχει κάποια πληροφόρηση όταν υποστηρίζει ότι «θα υπάρξουν οργανωμένοι ακροδεξιοί θύλακες οι οποίοι θα προσπαθήσουν, για άλλη μια φορά, να δημιουργήσουν μια ψεύτικη εικόνα» και ότι για αυτό καλεί την «τη Νέα Δημοκρατία εκ των προτέρων να αποστασιοποιηθεί και να καλέσει τις δυνάμεις της να αποστασιοποιηθούν από εκείνους οι οποίοι σκέφτονται να προβούν σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Να τις καταγγείλει και να περιφρουρήσει τον εθνικό εορτασμό».
Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηρίξει κανείς ότι ορθά προειδοποιεί και καλεί σε συστράτευση και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Σε μια κρίσιμη συγκυρία για τα εθνικά θέματα, το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η χώρα είναι να μετατραπεί μια εθνική επέτειος σε πασαρέλα ακραίων απόψεων και νοσταλγών αντιδημοκρατικών εποχών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ας μην ξεχνάει τις ευθύνες του
Μόνο που η διάθεση αυτή των ακροδεξιών ομάδων να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στον εορτασμό της παλιγγενεσίας δεν έρχεται από το πουθενά. Έχει να κάνει και με τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα χειρίστηκε συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα.
Καταρχάς, είχαμε τον ιδιαίτερα προβληματικό τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε τη Συμφωνία των Πρεσπών. Δεν αναφερόμαστε στην ουσία της Συμφωνίας, που άλλωστε πλέον εφαρμόζεται και παράγει τετελεσμένα.
Αναφερόμαστε σε μια μεθόδευση που περιλάμβανε πρακτικές «μυστικής διπλωματίας» που είχαν ως αποτέλεσμα να μην υπάρξει καμία προετοιμασία ή ενημέρωση μιας κοινής γνώμης που καλώς ή καλώς ήταν περισσότερο προσκολλημένη σε ένα προηγούμενο «εθνικό αφήγημα», όπως το είχαν αναπαράγει προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά ακόμη και το εκπαιδευτικό σύστημα για δεκαετίες.
Αυτή η απόσταση ανάμεσα στο μέχρι τώρα «αφήγημα» και την κυβερνητική επιλογή, στο έδαφος μάλιστα έντονων αισθημάτων απώλειας λαϊκής κυριαρχίας σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας ως αποτέλεσμα των μνημονίων (ας μην ξεχνάμε ότι παραμένουμε μια χώρα που χρειάζεται έγκριση για να ορίσει το ύψος του ΦΠΑ), διαμόρφωνε έδαφος ώστε ακροδεξιές και εθνικιστικές απόψεις να παίξουν με αυτό το «προδομένο εθνικό φιλότιμο».
Όμως, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα, εάν σκεφτούμε ότι όλα δείχνουν ότι σε μεγάλο βαθμό αυτό ήταν και αποτέλεσμα συνειδητού πολιτικού χειρισμού από τη μεριά του ΣΥΡΙΖΑ.
Έχει γίνει πια σαφές ότι ο αρχικός σχεδιασμός του ΣΥΡΙΖΑ –και ο λόγος για τον οποίο δεν επέλεξε μια τακτική «εθνικής συνεννόησης»– ήταν να φέρει τη ΝΔ σε δύσκολη θέση εφόσον η ηγεσία της δεν θα επιθυμούσε τη σύγκρουση με τη σαφή αμερικανική και ευρωπαϊκή θέση υπέρ της συμφωνίας και άρα θα υπήρχε έδαφος για διασπαστικές κινήσεις ή για εμφάνιση νέων δεξιών σχημάτων που θα επένδυαν στον εθνικισμό και την αντίθεση στη Συμφωνία των Πρεσπών.
Το σχέδιο αυτό δεν περπάτησε ως προς την πλευρά της άρνησης της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ να λειτουργήσουν ως στηρίγματα της κυβέρνησης, όμως η πολιτική «πάσα» προς την ακροδεξιά να βρει ένα ζήτημα γύρω από το οποίο να δοκιμάσει να διευρύνει την επιρροή της παρέμεινε. Και αυτή είναι μια ευθύνη που δεν την έχει αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Το φλερτάρισμα με «υπερπατριωτικές» απόψεις
Όμως, υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο που ο Πάνος Σκουρλέτης παραβλέπει. Η επανεμφάνιση εθνικιστικών ρευμάτων αλλά και η νομιμοποίηση της ακροδεξιάς μέσω αυτών, έχει σχέση με ορισμένες αντιλήψεις περί πολιτικής πρακτικής που αναπτύχθηκαν τα προηγούμενα χρόνια.
Στην περίοδο των Μνημονίων αναπτύχθηκε ένα μεγάλο φάσμα πολιτικών αντιδράσεων από μια κοινωνία που βρέθηκε σε κατάσταση σοκ.
Ένα μέρος της κοινωνίας προσπάθησε να το αναγνώσει με όρους που αφορούσαν πολιτικές στρατηγικές, κοινωνικά συμφέροντα και οικονομικές δυναμικές και στο εθνικό και στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Όμως, για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας τα εργαλεία πρόσληψης αυτής της πραγματικότητας ήταν αυτά της «εθνικής προδοσίας» και της επίθεσης στην Ελλάδα από «ξένους» που την «επιβουλεύονται». Με αυτό τον τρόπο, το πραγματικό δεδομένο της απώλειας λαϊκής κυριαρχίας μετασχηματιζόταν στο έδαφος μιας κλασικής εθνικιστικής αφήγησης που βρήκε πρόσφορο έδαφος στην «Πάνω Πλατεία».
Ο ΣΥΡΙΖΑ τότε δεν δοκίμασε ούτε να συγκρουστεί με αυτές τις απόψεις, ούτε να τις μετασχηματίσει σε μια πιο προοδευτική και δημοκρατική κατεύθυνση.
Αντίθετα, θεώρησε ότι ήταν ένα «κύμα» που θα μπορούσε να το εκμεταλλευτεί πολιτικά και εκλογικά και γι’ αυτό ουσιαστικά το σιγόνταρε. Άλλωστε, λίγο αργότερα επέλεξε να συγκυβερνήσει με ένα εθνικιστικό κόμμα όπως οι ΑΝΕΛ
Τότε ήταν που θεωρήθηκε ότι οι παρελάσεις ήταν ιδανικό πεδίο για αντισυγκεντρώσεις και αντιπαρελάσεις ενάντια στα μνημόνια, άλλοτε με ένα πιο πολιτικό περιεχόμενο, άλλοτε με ένα ιδιότυπο εθνικιστικό κιτς.
Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ βγαίνει και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το υπαρκτό ενδεχόμενο στις παρελάσεις να δούμε κάθε λογής έκτροπα και σπεύδει να πάει μέτρα ασφαλείας από αυτά που κάποτε κατήγγελλε ως «αυταρχική καταστολή». Όμως, το κλίμα αυτό έχει αφετηρίες σε πολιτικές πρακτικές που κάποτε και ο ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυσε ή νομιμοποίησε.
Γι’ αυτό και το κυβερνών κόμμα θα πρέπει κάποτε να αναλάβει και την πολιτική ευθύνη για το πώς κάποτε σιγόνταρε αυτό το κλίμα αλλά και να κάνει την αυτοκριτική του για τον καιροσκοπισμό με τον οποίο αντιμετώπισε διάφορες εθνικιστικές και ακροδεξιές πρακτικές κατά την «μεγάλη πορεία» του προς την κυβερνητική εξουσία.