To αριστουργηματικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Άνθος του γιαλού» αναβιώνει στο Black Box του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης στις 28,29 και 30 Μαρτίου μέσα από μία μουσικοθεατρική προσέγγιση.
Ένα σύγχρονο ντουέτο από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, η Γωγώ Ξαγαρά στην άρπα και Ήβη Παπαθανασίου στο τσέλο, συμπράττουν με τη Φωτεινή Παπαδόδημα στην ερμηνεία και το τραγούδι και με τον Γιώργο Παλαμιώτη στο ηλεκτρικό μπάσο και τη δημιουργία ηχητικών τοπίων.
Όλοι τους ακολουθούν τον ρυθμό του Παπαδιαμαντικού λόγου, υφαίνοντας γύρω του ένα μουσικό καμβά πάνω σε πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις.
Το «Άνθος του γιαλού» είναι ένα μικρό διαμάντι, ένα μαγευτικό ηχογράφημα λέξεων που το συνθέτουν οι παφλασμοί κάτω από τα κουπιά των «ελαφροίσκιωτων» ταξιδευτών, οι ανάσες τους, τα νυχτοπούλια που σκίζουν τον αέρα, η ρυθμική επωδός «ακόμη λίγό και το φτάσαμε», και ο χτύπος της καρδιάς τους που νοερά συντροφεύει τον αναγνώστη.
Η Φωτεινή Παπαδόδημα μιλάει λοιπόν στα «Νέα» για την παράσταση, την μουσική της και τον Παπαδιαμάντη.
1. Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;
Η ιδέα για τη δημιουργία του μουσικού αυτού αναλογίου προέκυψε μετά την ολοκλήρωση μιας άλλης μουσικής παράστασης που έκανα πέρυσι στην Εναλλακτική σκηνή της Λυρικής, τον Ξεπεσμένο Δερβίση, άλλο ένα αριστουργηματικό διήγημα του Α. Παπαδιαμάντη.
Μετά την επιτυχία του Ξεπεσμένου Δερβίση σκέφτηκα να συνεχίσω αυτή τη μουσική προσέγγιση του λόγου του Παπαδιαμάντη. Το Άνθος του γιαλού είναι ένα από τα πιο αγαπημένα διηγήματα του. Σημαντικό ρόλο επίσης έπαιξε η γνωριμία μου με την Γωγώ Ξαγαρά ( άρπα) και την Ήβη Παπαθανασίου ( τσέλο).
2. Πώς μπορεί ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη να γίνει μουσική και θέατρο;
Η παράσταση που κάνουμε είναι ένα μουσικό αναλόγιο, που ξεφεύγει από τα όρια της ανάγνωσης και κινείται στα πλαίσια του μουσικού θεάτρου. Ενός είδους όπου η μουσική οδηγεί τον λόγο και όχι το αντίθετο.
Ο ίδιος ο λόγος του Παπαδιαμάντη είναι ιδιαίτερα μουσικός και αυτό βοηθάει στο να φανταστεί κανείς τη μουσική που γεννούν οι εικόνες του.
Κάθε φράση , κάθε παράγραφος είναι σαν ένα μουσικό θέμα που αναπτύσεται με παραλλαγές, αυτοσχεδιασμούς, επιταχύνσεις, παύσεις. Η μουσικότητα αυτή θυμίζει την αντίστοιχη του Ομηρικού λόγου.
3. Τι προκλήσεις αντιμετωπίσατε στο στήσιμο της παράστασης;
Ήταν μία μεγάλη πρόκληση για μας το να συνδυάσουμε λόγο και μουσική ενώ ταυτόχρονα παίζουμε μουσική. Πιστεύω ακόμη ότι για τους μουσικούς που δεν έχουνε μεγάλη πείρα από τον θεατρικό λόγο είναι μία εμπειρία πολύ διαφορετική από την συμμετοχή τους ως απλοί μουσικοί που συνοδεύουν τον λόγο όπως γίνεται συνήθως στις παραστάσεις με ζωντανή μουσική.
Ακόμη το ότι επέλεξα να συνοδεύεται η παράσταση από προβολή των εξαιρετικών ζωγραφιών του Γ. Κόρδη, δεν ήταν καθόλου δεδομένο ότι θα λειτουργήσει.
Λατρεύω την ζωγραφική του Κόρδη και μάλιστα από την εικονογράφηση που είχε κάνει στην παλιά έκδοση “ Τα διηγήματα της αγάπης” του Α. Παπαδιαμάντη( εκδόσεις Αρμός) , είχα ταυτίσει μέσα μου τον Παπαδιαμαντικό λόγο με τις ζωγραφιές του.
Παρ’ όλα αυτά δεν ήξερα καθόλου αν θα μπορούσε να συνδυαστεί λειτουργικά με το κείμενο. Προς μεγάλη μου χαρά οι ζωγραφιές έγοναν αναπόσπαστο κομμάτι της αφήγησης.
4. Ο λόγος του Παπαδιαμάντη είναι αρχαϊζων με πολλά ιδιώματα. Πώς τον επεξεργαστήκατε ώστε να μην χάσει τα χαρακτηριστικά του αλλά και να ενταχθεί στην σύγχρονη παράστασή σας;
Ο λόγος του Παπαδιαμάντη ακούγεται ατόφιος και δεν έχουμε παραλείψει ούτε μία φράση του διηγήματος. Η παράσταση μας είναι σύγχρονη γιατί αυτό για το οποίο μιλάει ο Παπαδιαμάντης είναι διαχρονικό. Δεν έχουμε κάτα κανέναν άλλον τρόπο να κάνουμε μία μοντέρνα εκδοχή του Παπαδιαμάντη και δεν ξέρω άλλωστε και τι θα σήμαινε ακριβώς αυτό…Ο λόγος του θα είναι πάντα επίκαιρος γιατί διαπραγματεύεται τα πιο ουσιώδη θέματα της ανθρώπινης συνείδησης : το παιδικό τράυμα, την απώλεια της αθωότητας, την αόρατη ζωή που μας περιβάλει.
Ο Παπαδιαμαντικός λόγος δεν μοιάζει με κανέναν άλλον της εποχής του. Κι αυτό γιατί συλλαμβάνει τα νοήματα των λέξεων προσεγγίζοντας τα κατευθείαν από την καρδιά , όπως θα έκανε ένας μουσικός με τη γραφή ενός μουσικός θεματος.
5. Οι δύο κόσμοι που αναδεικνύονται, του φανταστικού και του ρεαλιστικού, πώς ξεπηδούν μέσα από τη μουσική και το θέατρο;
Η παράσταση ξεκινάει με την ανάγνωση μιας επιστολής του νέου Αλέξανδρου προς τον πατέρα του ( από την συλλογή των γραμμάτων που μετέφρασε ο Οκτάβιος Μερλιέ). Σ’ αυτό το γράμμα του περιγράφει τα οικονομικά του ρποβλήματα , την απίστευτη δυσκολία που είχε να επιβιώσει στην Αθήνα αλλά και την ντροπή που ένιωθε γι’ αυτό και για το γεγονός ότι επιβάρυνε τον παπά Αδαμάντιο στη Σκιάθο, που κι αυτός δεν είχε ευκολία να τον στηρίξει. Στο πίσω μέρος αυτής της επιστολής ο Αλέξανδρος έχει γράψει ένα ιδιαίτερα συγκινητικό ποίημα στη μητέρα του, το οποίο αργότερα επεξεργάστηκε και συμπεριλήφθηκε στη Φόνισσα.
Σ’ αυτό το πρώτο μέρος ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα μέσα στην οποία δημιούργησε αυτός ο μοναδικός χαρισματικός συγγραφέας.
Αυτή η πραγματικότητα έρχεται σε αντίθεση με το Άνθος του γιαλού που ακολουθεί και το οποίο εξελίσεται σε μία ονειρική διάσταση, τόσο που να μην είμαστε σίγουροι για το που αρχίζει η πργματικότητα και που τελειώνει το όνειρο. Νομίζω ότι αυτός ο τρόπος αντικατοπτρίζει και και όλη τη ζωή του Παπαδιαμάντη.
6. Γιατί επιλέξατε να βασιστείτε σε όργανα όπως το τσέλο και η άρπα που βγάζουν ιδιαίτερους ήχους και όχι σε άλλα πιο “παραδοσιακά”;
Ο απόηχος της παραδοσιακής και της βυζαντινής μουσικής υπάρχει πολύ έντονος σε όλη την παράσταση μέσα από τις μελωδίες και τα θέματα των φωνών. Η άρπα, το τσέλο και το ιδιαίτερο μπάσο του Γιώργου Παλαμιώτη δημιουργούν τοπία στο όριο του ορίζοντα, στο όριο των διαστάσεων, τοπία που στην δική μου μουσική φαντασία γεννούν οι επιδράσεις δυτικών ακουσμάτων όπως του Debussy, του Poulenc κ.α. που μελέτησα και πολύ αγάπησα μικρή παίζοντας πιάνο.
7. Το τελικό αποτέλεσμα πώς θα το χαρακτηρίζατε; Είναι ένας παλιός Παπαδιαμάντης με σύγχρονη οπτική;
Τα σπουδαία κείμενα δεν σηκώνουν προσεγγίσεις “με άποψη” εκ των προτέρων. Έτσι δεν μπορώ εγώ και δεν έχω καν τη διάθεση, εκ των προτέρων, να επιβάλλω ένα στυλ “σύγχρονο” ‘η οτιδήποτε άλλο πάνω στο συγκλονιστικό αυτό κείμενο. Πως θα μπορούσα άλλωστε?…Προσπάθησα να το υπηρετήσω όσο καλύτερα μπορούσα και να ακούσω τις σιωπές του.
Αν η ερώτηση αφορά στο τζαζ κουαρτέτο με το οποίο είχαμε προσεγγίσει τον Ξεπεσμένο Δερβίση στην ΕΛΣ, εκεί ο όρος τζαζ αφορούσε κυρίως το αυτοσχεδιαστικό κομμάτι των συνθέσεων, γιατί ο τζαζ αυτοσχεδιασμός έχει συγκεκριμένη μεθοδολογία και μορφή. Και πάλι όμως ως χαρακτηρισμός δεν ήταν κάτι που είχε προαποφασιστεί από εμένα ως άποψη δήθεν “επαναστατική”…σχετικά με τον Παπαδιαμαντικό λόγο, αλοίμονο, καθόλου! Απλά προέκυψε καθώς συνεργάστηκα με μουσικούς που προέρχονταν από τον συγκεκριμένο αυτό μουσικό χώρο κι έπρεπε κι εγώ να προσαρμόσω τις ιδέες μου σ’ αυτό το καλούπι. Το Άνθος του γιαλού είναι πολύ διαφορετικό. Πάντοτε λειτουργούμε με τα υλικά που έχουμε στη διάθεση μας