Έχει περάσει μία εβδομάδα από τις παρελάσεις της οργής, πολλά ξεχάστηκαν, αλλά και πολλά έμειναν για να γίνουν τροφή για σκέψη. Το κυριότερο είναι ότι μετά από τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ και παρότι σε αυτό το διάστημα η κυβέρνηση πέρασε, ψήφισε και εφάρμοσε ουκ ολίγα μέτρα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι έπληξαν σημαντικά κοινωνικά κομμάτια, οι πιο μεγάλες και επίμονες διαμαρτυρίες γίνονται με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Δηλαδή, η κυβέρνηση δεν υπέστη τέτοιο κύμα διαμαρτυριών για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο (πέραν των κινητοποιήσεων που έγιναν το 2016 κατά τη διαδικασία συζήτησης και ψήφισης του σχετικού νομοσχεδίου), ούτε για τις μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις που ολοκλήρωσε ή μεθόδευση (με την εξαίρεση των κινητοποιήσεων για την ιδιωτικοποίηση μονάδων της ΔΕΗ και ορισμένων, όχι όλων, περιφερειακών αεροδρομίων), ούτε καν για το ίδιο το γεγονός ότι όπως και να το δει κανείς το 2015 πρόδωσε τη λαϊκή ετυμηγορία όταν σε αντίθεση με τη λαϊκή εντολή προχώρησε στη διαπραγμάτευση και κύρωση του τρίτου μνημονίου.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να υπήρξαν αντιδράσεις ή ακόμη και κινητοποιήσεις, όμως δεν υπήρξε μια τόσο επίμονη στοχοποίηση των πολιτικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Με βάση τον τρόπο που είναι διαμορφωμένα τα «πολιτικά ήθη» της χώρας, το να συνεχίζονται οι διαμαρτυρίες και δη με τέτοιο τρόπο, ακόμη και όταν θεσμικά τα μέτρα που είναι στο στόχαστρο έχουν καταστεί μη αντιστρέψιμα, είναι ένα σπάνιο φαινόμενο.
Μόνο στην περίοδο 2011-2012 είχαμε δει ανάλογη «στοχοποίηση» των βουλευτών που ψήφιζαν τα μνημόνια, αλλά υποτίθεται ότι τότε ήμασταν στην κορύφωση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης και οι «Πλατείες των Αγανακτισμένων» σηματοδοτούσαν μία από τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Ενδείξεις μιας βαθύτερης δυσαρέσκειας
Τώρα, όμως, υποτίθεται ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά, το κοινωνικό κλίμα είναι κάπως πιο σταθερό και το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών παρότι συναντά δυσκολίες τα καταφέρνει κάπως καλύτερα σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν μαζικές αντιδράσεις και όλα είναι απλώς το αποτέλεσμα της δράσης οργανωμένων ακροδεξιών ομάδων και κυρίως της Χρυσής Αυγής, που προσπαθεί με αυτό τον τρόπο να «διαμορφώσει κλίμα».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ένα μέρος των κινητοποιήσεων και των διαμαρτυριών μπορεί να αποδοθεί όντως στη δράση ακροδεξιών θυλάκων και στελεχών της Χρυσής Αυγής. Όμως, δεν διαμαρτυρήθηκαν σε διάφορες πόλεις μόνο αυτοί. Υπήρξαν και άνθρωποι που δεν θα αυτοπροσδιορίζονταν ως «ακροδεξιοί».
Ας μην ξεχνάμε ότι τις περισσότερες φορές «εμφανή» κινητοποίηση κάνουν μόνο μειοψηφίες. Άρα ο όγκος από μόνος του δεν λέει πολλά. Αυτό που είναι πιο σαφές είναι όντως ένα κλίμα διαμαρτυρίας κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών είχε απήχηση σε ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας, παρότι η αξιωματική αντιπολίτευση που έχει τη θέση ότι πλέον δεν μπορεί να ακυρωθεί η συμφωνία δεν είχε στηρίξει κάποιου είδους διαμαρτυρίες.
Ακόμη πιο εντυπωσιακό σε συμβολικό επίπεδο ήταν αυτό που έγινε με το τραγούδι «Μακεδονία ξακουστή». Ενώ παραδοσιακά δεν ακουγόταν και τόσο συχνά, ιδίως κατά την παρέλαση της 25ης Μαρτίου και παρότι ουδέποτε απαγορεύτηκε ή αφαιρέθηκε από τον κατάλογο των εμβατηρίων των ενόπλων δυνάμεων, εντούτοις ο όλος θόρυβος που δημιουργήθηκε είχε ως αποτέλεσμα να θεωρηθεί είτε υποχρεωτικό ακρόαμα στο φετινό εορτασμό είτε να θεωρηθεί και πράξη αντιστασιακή.
Οι παρατηρητικοί μάλιστα θα μπορούσαν να διαπιστώσουν ότι ακούστηκε στις 25 Μαρτίου περισσότερες φορές από ό,τι στα ίδια τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό.
Γιατί αποκτά τέτοια φόρτιση το συγκεκριμένο θέμα;
Γιατί υπάρχει αυτή η ιδιότυπη αναδίπλωση στο συγκεκριμένο θέμα;
Εάν το καλοσκεφτούμε όποιες και εάν είναι οι αντικειμενικές πλευρές του ζητήματος δεν είναι μια «ανοιχτή πληγή». Δεν είμαστε στο 1992 και δεν διαφαίνεται κίνδυνος γενικότερης αποσταθεροποίησης των Βαλκανίων, έστω και εάν υπάρχουν εστίες μελλοντικής έντασης. Η γειτονική χώρα έκανε αρκετές παραχωρήσεις που εάν τις δούμε ψύχραιμα καλύπτουν διάφορες «κόκκινες γραμμές» διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων, έστω και εάν θα μπορούσε κάποιος να δείξει πιθανά ανοιχτά ζητήματα (π.χ. αυτά που αφορούν «γλώσσα» και δυνάμει «μειονότητα»).
Οι σημερινές γενιές απέχουν πολύ από τα χρόνια του Εμφυλίου ή τις φορτίσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Η ελληνική κοινωνία απέχει από το να βρίσκεται σε συνθήκη «πατριωτικής έξαρσης» γενικά, ούτε είχαμε ανάλογες αντιδράσεις το 2015 όταν η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα όντως αποδέχτηκε την παράταση της συνθήκης μειωμένης κυριαρχίας που συνεπάγονται.
Επομένως γιατί συμβαίνουν τώρα όλα αυτά;
Ο λόγος πρέπει να αναζητηθεί σε δύο κρίσιμες διαστάσεις που έχουν οι πολιτικές πρακτικές και δη αυτές που εκφράζουν δυσαρέσκεια ή διαμαρτυρία.
Η μια αφορά τον τρόπο που η πολιτική λειτουργεί συχνά «μετωνυμικά». Δηλαδή, αναδεικνύονται ζητήματα στη δημόσια σφαίρα που δεν σημασιοδοτούνται με βάση την κυριολεκτική σημασία ή το πραγματικό πεδίο αναφοράς, αλλά συμπυκνώνουν τάσεις που αφορούν άλλες πλευρές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι σαφές ότι στην ελληνική κοινωνία και σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος υπάρχει μια συσσωρευμένη δυσαρέσκεια. Αυτή αφορά τόσο την κοινωνική συνθήκη που απέχει από το να είναι καλή όσο και την αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, «άλλοι» αποφασίζουν, η χώρα είναι σε συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας. Σε αυτό το πλαίσιο, το «Μακεδονικό» λειτουργεί ως ένα «αντηχείο» για να εκφραστεί όλο αυτό το ευρύτερο κλίμα.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και το παράδοξο που βλέπουμε στις δημοσκοπήσεις όπου τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής (στα οποία συγκαταλέγεται και το Μακεδονικό) είναι χαμηλά στην ιεράρχηση με τους πολίτες να θεωρούν πολύ πιο σημαντικό πρόβλημα την κατάσταση της οικονομίας ή την ανεργία που παραμένει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Αυτό σημαίνει ότι στις διαμαρτυρίες εκφράζεται μια δυσαρέσκεια που στον πυρήνα της μικρή σχέση έχει με το συγκεκριμένο.
Η δεύτερη διάσταση αφορά αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «επιτελεστικότητα» της πολιτικής. Ένα θέμα όπως το Μακεδονικό μπορεί πολύ πιο εύκολα να «επιτελεστεί» στη δημόσια σφαίρα, αρκεί π.χ. να ακουστεί ένα σύνθημα ότι «προδώσατε τη Μακεδονία» ή να τραγουδηθεί το «απαγορευμένο τραγούδι», ακόμη και εάν δεν είναι απαγορευμένο.
Αυτό δίνει μια ψευδαίσθηση «άμεσης απάντησης» χωρίς π.χ. τον κόπο ή τη δέσμευση (αλλά και το κόστος) που θα απαιτούσε π.χ. η συμμετοχή σε μια απεργία.
Όταν μια «αριστερή διακυβέρνηση» αποδιαρθρώνει τη σκέψη των ανθρώπων
Παρότι και ο μετωνυμικός χαρακτήρας των πολιτικών διακυβευμάτων και η επιτελεστικότητα αποτελούν πάγια στοιχεία της πολιτικής, είναι προφανές ότι είναι πολύ προβληματικό το να εκφράζεται η κοινωνική δυσαρέσκεια με τρόπο χειραγωγήσιμο από ακροδεξιές απόψεις και συνολικά να βρίσκει χώρο η ακροδεξιά για να παρουσιαστεί ως «πατριωτική» δύναμη (την ίδια ώρα που φτάνει στο τέλος μία δίκη όπου έχουν καταγραφεί σαφή στοιχεία για το χαρακτήρα εγκληματικής οργάνωσης που έχει η Χρυσή Αυγή).
Είναι επίσης προβληματικό να μην μπορούν ευρύτερα κομμάτια να εκφράσουν με σαφήνεια και τους λόγους της δυσαρέσκειας και τα αιτήματα που θα την αντέστρεφαν.
Δείχνει αυτή η κατάσταση τα διαλυτικά αποτελέσματα που είχε η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη συνθηκολόγηση του 2015, στον τρόπο που η κοινωνία προσλαμβάνει και αναλύει την πραγματικότητα.
Εκεί που θα περίμενε κανείς μια αριστερή διακυβέρνηση να έχει ένα «μορφωτικό» αποτέλεσμα στην κοινωνία, να τη βοηθάει να σκέπτεται πιο ορθολογικά, έχουμε το ακριβώς αντίθετο.
Ένα μείγμα απογοήτευσης, οργής και εξατομικευμένου αγώνα για επιβίωση εντός μιας κοινωνίας μειωμένων προσδοκιών αναζητά απλώς «συμβολικά» σημεία για να εκφράσει μια δυσαρέσκεια που δεν παίρνει σχήμα και για να πει ένα «ως εδώ και μη παρέκει» αλλά σε σχέση με ένα θέμα που μπορεί να επηρεάζει το πολιτικό κλίμα αλλά σε κανένα βαθμό δεν αποτελεί πλέον επίδικο.