Την άμεση ανάγκη για αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας.
Όπως υπογραμμίζει ο κ. Στουρνάρας «βασικό πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών εξακολουθεί να είναι το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) στους ισολογισμούς τους, το οποίο δεν επιτρέπει την ενίσχυση της πιστοδοτικής τους ικανότητας. Οι τράπεζες αξιοποιούν τις δυνατότητες που τους παρέχει το βελτιωμένο θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, μέσω του οποίου έχουν αρθεί σημαντικά θεσμικά και διοικητικά εμπόδια που αποτελούσαν τροχοπέδη στην προσπάθειά τους να μειώσουν το υπέρογκο ύψος των ΜΕΔ».
Οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς, όπως φαίνεται από τη μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ σε 81,8 δισ. ευρώ στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018 (ή 45,4% του συνόλου των δανείων), από 107,2 δισ. ευρώ που ήταν στην κορύφωσή τους τον Μάρτιο του 2016. Εντούτοις, αναφέρει η ΤτΕ, το απόθεμα αυτό παραμένει σε εξαιρετικώς υψηλά επίπεδα.
Οι τράπεζες υπέβαλαν στο τέλος Μαρτίου του 2019 στην ΕΚΤ και στην Τράπεζα της Ελλάδος αναθεωρημένους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, ενσωματώνοντας τις πρόσφατες αλλαγές στη στρατηγική τους μετά το Σεπτέμβριο του 2018, αλλά και τυχόν διαφορετικές παραδοχές για το μακροοικονομικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με την προηγούμενη υποβολή στο τέλος Σεπτεμβρίου 2018, στόχευση των τραπεζών ήταν η διαμόρφωση των ΜΕΔ στο τέλος του 2021 στα 34,1 δισ. ευρώ, ενώ ο δείκτης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 21,2% του συνόλου των δανείων. Με τη νέα υποβολή οι τράπεζες στοχεύουν σε ακόμη μεγαλύτερη μείωση του λόγου των ΜΕΔ, λίγο κάτω από το 20%. Παρά τη σημαντική αποκλιμάκωσή του, το ποσοστό αυτό παραμένει περίπου εξαπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ-28, συνεπώς πρέπει να επιταχυνθεί η μείωσή του.
Επεσήμανε ότι υπάρχει σε εξέλιξη η διαδικασία προώθησης των σχεδίων της TτΕ και του ΤΧΣ για την υποβοήθηση της αντιμετώπισης του προβλήματος των κόκκινων δανείων, ενώ για το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας δήλωσε ότι «αποτελεί το πρώτο βήμα προς την πλήρη αναμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου για την ολιστική αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας φυσικών προσώπων. Η εφαρμογή της νέας ρύθμισης, η οποία περιέχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις επιλεξιμότητας και δικλίδες ασφαλείας, αποσκοπεί στην προστασία των πλέον ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, στην αποφυγή δημιουργίας ηθικού κινδύνου έναντι των συνεπών οφειλετών και στην ελεγχόμενη επίπτωση στα κεφάλαια των τραπεζών».