Την ανησυχία της για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας διατυπώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην ετήσια έκθεση για την ελληνική οικονομία που δόθηκε στη δημοσιότητα την 1η Απριλίου.
Η βασική θέση της έκθεσης είναι ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να αναπτύξει ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για λόγους που έχουν να κάνουν τόσο με τις τάσεις της διεθνούς οικονομίας όσο και τις αντιφάσεις των πολιτικών που εφαρμόζονται στο εσωτερικό της χώρας.
Ως προς το διεθνές περιβάλλον, η έκθεση εκτιμά ότι «η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού αναμένεται να επιβραδύνει το ρυθμό ανόδου των ελληνικών εξαγωγών».
Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν μπορεί να στηριχτεί με τον τρόπο που ανέμεναν προηγούμενες εκτιμήσεις σε μια σταθερή άνοδο των εξαγωγών, αλλά και του τουρισμού, που επηρεάζεται με ανάλογο τρόπο με τις διεθνείς εξελίξεις της παγκόσμιας οικονομίας.
Ωστόσο, το δυσμενές διεθνές περιβάλλον συνδυάζεται, σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης και με προβλήματα στο εσωτερικό της χώρας. Ως προς αυτά, η έκθεση εντοπίζει καταρχάς την «αυξημένη αβεβαιότητα για την πορεία των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος και οι περιορισμοί από την πλευρά της χρηματοδότησης επηρεάζουν αρνητικά τις επενδύσεις».
Ταυτόχρονα, επισημαίνει και τις αρνητικές επιπτώσεις από μία βασική παρενέργεια των μνημονιακών πολιτικών η υπερφορολόγηση. Υπογραμμίζει έτσι τον ιδιότυπο φαύλο κύκλο που δημιουργείται: «η υψηλή φορολόγηση τα τελευταία χρόνια, αν και ανέκοψε την ανοδική πορεία του δημόσιου χρέους, συγκρατεί την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, περιορίζει τη βελτίωση της καταναλωτικής και επενδυτικής εμπιστοσύνης και δημιουργεί φορολογική κόπωση, με συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών».
Οι επιφυλάξεις της Τράπεζας της Ελλάδος
Σε αυτό το φόντο, η έκθεση εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία δεν πρόκειται να έχει τους ρυθμούς ανάπτυξης τους οποίους αναφέρει η κυβέρνηση στον προϋπολογισμό του 2019 (2,5%) αλλά αρκετά χαμηλότερους. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 1,9% το 2019.
Ταυτόχρονα, η έκθεση επισημαίνει διάφορους κινδύνους που έρχονται από εξωτερικές και εσωτερικές αβεβαιότητες. Ως προς το εξωτερικό, η έκθεση επισημαίνει τον «υψηλό βαθμό ευαισθησίας σε πιθανές αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές» που συνδυάζεται στην ελληνική περίπτωση από την «αβεβαιότητα σχετικά με τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής.»
Παράλληλα, η έκθεση επισημαίνει τους «δομικούς» ανασταλτικούς παράγοντες ως προς την εσωτερική αναπτυξιακή δυναμική: «Τα χαμηλά επίπεδα των επενδύσεων, η ανεπαρκής εγχώρια αποταμίευση, το υψηλό ―αν και μειούμενο― απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η μεγάλη απώλεια υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου κατά τα χρόνια της ύφεσης, καθώς και οι διαγραφόμενες χαμηλές προσδοκίες για την πορεία του δυνητικού προϊόντος μεσομακροπρόθεσμα λόγω των ισχνών δημογραφικών εξελίξεων και της βραδείας ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, είναι παράγοντες που δρουν ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική.»
Ως προς την προσπάθεια της κυβέρνησης να δείξει «κοινωνικό πρόσωπο» η κυβέρνηση, η έκθεση επισημαίνει τα προβλήματα που μπορούν να υπάρξουν από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Σύμφωνα με την έκθεση «η αύξηση του κατώτατου μισθού που νομοθετήθηκε τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, παρότι εκτιμάται ότι θα αποφέρει βραχυχρόνια οφέλη όσον αφορά την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και κατ’ επέκταση της ιδιωτικής κατανάλωσης, μεσοπρόθεσμα αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την απασχόληση, κυρίως των νέων, καθώς και την ανταγωνιστικότητα της χώρας σε όρους σχετικού μοναδιαίου κόστους εργασίας».
Από εκεί και πέρα η έκθεση επισημαίνει ιδιαίτερα τον κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού τόσο από την προσπάθεια τυχόν αυξημένων «παροχών» είτε από τις δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά. Όπως λέει χαρακτηριστικά η έκθεση «χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς ο δημοσιονομικός κίνδυνος που ελλοχεύει για το 2019 από ενδεχόμενες πιέσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική επέκταση εν όψει του εκλογικού κύκλου».
Έχει σημασία ότι η έκθεση δεν αναφέρεται μόνο στο στην αυξημένη δαπάνη αλλά και στη διακύβευση της ίδιας της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης: «ο κίνδυνος δημοσιονομικού εκτροχιασμού μεσοπρόθεσμα επιτείνεται, με αποτέλεσμα την αύξηση της αβεβαιότητας σχετικά με την εφαρμογή των νομοθετημένων μέτρων της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης».
Και αυτό γιατί κατά τους συντάκτες της έκθεσης «η πρόσθετη δαπάνη δρα επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγεί στην αναθεώρηση προς τα άνω της συνταξιοδοτικής δαπάνης και τροφοδοτεί αβεβαιότητα για τη δημοσιονομική πολιτική και την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.»
Ως προς το θέμα των «κόκκινων δανείων», η έκθεση επισημαίνει την ανάγκη να δρομολογηθούν «συστημικές λύσεις» που όμως «να μη δημιουργούν ηθικό κίνδυνο έναντι των συνεπών οφειλετών και να έχουν ελεγχόμενες επιπτώσεις στα κεφάλαια των τραπεζών».
Ο κυβερνητικός αντίλογος
Ο κυβερνητικός αντίλογος στις προειδοποιήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος ήρθε μέσα από τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις που περιλαμβάνει το «Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων» του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα το Δελτίο επιμένει ότι «η επίσημη πρόβλεψη-στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη 2,2% της ελληνικής οικονομίας το 2019 παραμένει εφικτή και ενδεχομένως να ξεπεραστεί παρά τη διεθνή οικονομική αβεβαιότητα». Και αυτό παρότι για το 2018, το Δελτίο εκτιμά ότι τελικά ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ θα περιοριστεί στο 1,9% αντί του προβλεπόμενου 2,1%, καθώς παραδέχεται την υποχώρηση των αναπτυξιακών ρυθμών στο τελευταίο τετράμηνο του 2018.
Το Δελτίο αναγνωρίζει επίσης το πρόβλημα με την υποχώρηση των επενδύσεων ιδίως στο τελευταίο τρίμηνο του 2018, αλλά το αποδίδει περισσότερο σε καθυστερήσεις στην μεταφορά στις επενδύσεις διαφόρων έργων και σε «δυσλειτουργίες του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων», αλλά και στην υποχώρηση των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό δεδομένης της υποχώρησης του παγκόσμιου εμπορίου.
Σε αυτό το πλαίσιο το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης υποστηρίζει ότι «σε αντιστάθμιση των εξωγενών αβεβαιοτήτων και κινδύνων το 2019, αξίζει να επιδειχθεί ιδιαίτερη μέριμνα για την τόνωση της εγχώριας ζήτησης, τόσο της ιδιωτικής κατανάλωσης (ιδιαίτερα των πλέον χαμηλών εισοδημάτων που έχουν υψηλότερη ροπή για κατανάλωση) όσο κυρίως των ξένων κι εγχώριων άμεσων επενδύσεων». Με αυτό τον τρόπο, υπερασπίζεται και την αύξηση του κατώτατου μισθού και όποιες άλλες κοινωνικές παροχές προκρίνει η κυβέρνηση.
Παράλληλα, το Δελτίο επισημαίνει διάφορους παράγοντες που κατά τη γνώμη του μπορούν να υποδείξουν μια αναπτυξιακή δυναμική, όπως είναι η αύξηση των start-ups, η βελτίωση ως προς τη μεταφορά έρευνας και τεχνολογίας, την αυξημένη αισιοδοξία στα στελέχη των επιχειρήσεων και φυσικά τις θετικές προοπτικές της τουριστικής βιομηχανίας.
Κίνδυνοι και αμηχανίες
Οι διαφορετικές προσεγγίσεις μπορούν να αποδοθούν και στο διαφορετικό ρόλο της ΤτΕ, που οφείλει να λειτουργεί πάντα ως μηχανισμός προειδοποίησης ιδίως ως προς αποκλίσεις από το προκαθορισμένο πλαίσιο των μνημονίων, και ενός υπουργείου που θέλει να τονώσει την αναπτυξιακή δυναμική.
Μπορούν επίσης να αποδοθούν σε διαφορές οπτικής, καθώς εμφανώς η ΤτΕ θεωρεί ότι η ανάπτυξη κυρίως απαιτεί «υγιές» δημοσιονομικό περιβάλλον και πρόσβαση σε φθηνότερη χρηματοδότηση από τις αγορές, ενώ το υπουργείο υπογραμμίζει έτσι και την τόνωση της ενεργού ζήτησης, θεωρώντας ότι το αναπτυξιακό αποτέλεσμα υπερκαλύπτει το όποιο δημοσιονομικό πρόβλημα.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή διαπιστώνει κανείς και κοινές ανησυχίες, κυρίως για το πώς θα μπορέσει να επιτευχθούν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας στη διεθνή οικονομία και υποχώρησης του διεθνούς εμπορίου.
Θα μπορούσε, όμως, κανείς να διακρίνει και την ίδια αμηχανία, ως προς το εάν ισχύουν μια σειρά από γενικές παραδοχές, που εν πολλοίς αποτυπώνονται και στο στρατηγικό περιεχόμενο των μνημονίων, όπως είναι η θέση ότι θα είναι «αυτόματα» τα αναπτυξιακά οφέλη της δημοσιονομικής πειθαρχίας, των «μεταρρυθμίσεων» στην αγορά εργασίας και της ανάπτυξης νέων μορφών επιχειρηματικότας.
Και αυτό γιατί μετά από δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης και με ανοιχτές τις πληγές των μνημονίων αποδεικνύεται ότι απαιτούνται πολύ πιο τολμηρές παρεμβάσεις και ως προς τη μακροοικονομική συνθήκη και ως προς τη τεχνολογική και οργανωτική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και ως προς την αντιστροφή μιας τάσης απαξίωσης των δεξιοτήτων του εργατικού και επιστημονικού δυναμικού της χώρας.