Σε κάθειρξη 10 ετών και 5 μηνών καταδικάστηκε 59χρονος δημοτικός υπάλληλος που κάθισε στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, κατηγορούμενος ότι κρατούσε φυλακισμένα, σε παλιά διώροφη μονοκατοικία στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, τα δύο ξαδέλφια του, από τα οποία αποσπούσε εκβιαστικά χρήματα για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές της κόρης του.
Η υπόθεση αποκαλύφθηκε τον Μάρτιο του 2018, όταν τα δύο θύματα, μία 49χρονη και ο 48χρονος αδελφός της, βρήκαν το θάρρος να αποδράσουν από το σπίτι- φυλακή, όπου παρέμεναν επί οκτώ μήνες. Όπως κατήγγειλαν αργότερα στην Αστυνομία, περνούσαν τις περισσότερες ώρες δεμένοι χειροπόδαρα, ενώ ανά τακτά διαστήματα ο κατηγορούμενος φέρεται ότι συνόδευε τον 48χρονο σε τραπεζικά υποκαταστήματα, «αδειάζοντας» τους λογαριασμούς τους, αφού τον υποχρέωσε να αναλάβει ή να μεταβιβάσει χρηματικά ποσά που ξεπερνούν συνολικά τις 82.000 ευρώ.
Για την υπόθεση κατέστησαν, επίσης, κατηγορούμενες η κόρη του δημοτικού υπαλλήλου και μία φίλη της που καταδικάστηκαν για συναυτουργία σε αρπαγή. Η πρώτη τιμωρήθηκε με κάθειρξη 7 ετών και 4 μηνών, ενώ η δεύτερη σε φυλάκιση 5 ετών. Σε αντίθεση όμως με τον 59χρονο βασικό κατηγορούμενο που επέστρεψε στις φυλακές για να εκτίσει την ποινή του, οι δύο νεαρές γυναίκες αφέθηκαν ελεύθερες, καθώς το δικαστήριο αποφάσισε, υπό όρους, να αναστείλει την εκτέλεση των ποινών τους. Στο εδώλιο του δικαστηρίου κάθισε κι ένας νεαρός άντρας, φίλος της κατηγορούμενης κόρης, ο οποίος αθωώθηκε.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η περιπέτεια των δύο αδελφών ξεκίνησε όταν ο 59χρονος τους επισκέφθηκε τον Ιούλιο του 2017 στις Σέρρες όπου ζουν. Αφού επισκέφθηκαν μαζί μοναστήρια της περιοχής και ήπιαν καφέ, ο κατηγορούμενος φέρεται να οδήγησε με το αυτοκίνητό του τα ανυποψίαστα θύματα σε ερημική περιοχή της Κερκίνης. «Μας έβγαλε από το αμάξι και μας απείλησε με όπλο» κατέθεσε στο δικαστήριο η 49χρονη, ενώ στο ίδιο όχημα καταγγέλθηκε ότι επέβαιναν και οι δύο συγκατηγορούμενές του. «Μας απειλούσε ότι οι σύζυγοι των δύο γυναικών είναι κακοποιοί και ότι εάν λέγαμε κάτι στην Αστυνομία θα μας έβρισκαν και θα μας σκότωναν» ανέφερε η ίδια στους δικαστές.
Περιγράφοντας την καθημερινότητα που βίωναν τον καιρό της κράτησής τους, ο αδελφός της κατέθεσε ότι ο 59χρονος «ερχόταν κάθε μέρα το πρωί στο σπίτι και μας έφερνε φαγητό». «Μας έλυνε» πρόσθεσε «για να πάμε στο μπάνιο όπου μας ακολουθούσε και όταν τελειώναμε μας έδενε πάλι τα χέρια και τα πόδια. Αργά το μεσημέρι ή το απόγευμα εμφανιζόταν πάλι (…) βλέπαμε λίγη ώρα τηλεόραση και το βράδυ μας κλείδωνε στο δωμάτιο».
Όλα τελείωσαν όταν ένα βράδυ και καθώς ο 58χρονος είχε φύγει από το σπίτι, η γυναίκα κατάφερε να λυθεί παραβιάζοντας στη συνέχεια την πόρτα του δωματίου – κρατητηρίου. «Κλείδωνε την πόρτα μόνο μία φορά επειδή όμως ήταν παλιά και ο μύλος είχε χαλάσει δεν την ασφάλιζε. Κατάφερα και έβγαλα την πλαστική ταινία, κατέβηκα στον κάτω όροφο και κάλεσα την Άμεση Δράση» κατέθεσε η ίδια.
Απολογούμενος ο βασικός κατηγορούμενος δήλωσε μετανιωμένος και ζήτησε συγγνώμη από τα ξαδέλφια του. «Είχα εγκλωβιστεί σε έναν κυκεώνα σκέψεων και δεν ήξερα τι να κάνω. Όταν κάποιος κάνει απονενοημένη πράξη (…) έρχονται ενοχές και τύψεις» είπε, αρνούμενος ότι απείλησε τα θύματα με όπλο και ότι ήταν κλειδωμένες οι πόρτες του σπιτιού. Απαντώντας σε ερώτηση για τα κίνητρα της πράξης του σημείωσε: «Για να βοηθήσω την κόρη μου στις σπουδές της. Είχα άγχος για το μέλλον της. Ήμουν απελπισμένος».
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας παραδόθηκε στα θύματα από τον υπερασπιστή της κατηγορούμενης που καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης μία επιταγή ύψους 36.000 ευρώ. Το δικαστήριο αναγνώρισε σε όλους τους καταδικασθέντες το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και επιπλέον την ειλικρινή μεταμέλεια στη μία από τις δύο γυναίκες, ενώ κατά της απόφασης ασκήθηκε έφεση.