Διόρθωση της αδικίας που υφίστανται εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στην Ελλάδα, όπως π.χ. οι εκπαιδευτικοί στην ιδιωτική εκπαίδευση, ζητά η Εύα Καϊλή. Φέρνοντας το θέμα στην Ευρωβουλή με ερώτησή της η ευρωβουλευτής του ΚΙΝΑΛ αναφέρει ότι οι εργαζόμενοι υπό αυτό το καθεστώς, υποχρεούνται σε άδεια συγκεκριμένες ημέρες χωρίς δυνατότητα επιλογής, απολύονται για το διάστημα που εξυπηρετεί την εκάστοτε επιχείρηση, και επαναπροσλαμβάνονται αντίστοιχα, προκειμένου να μην τεκμηριώνουν δικαίωμα για σύναψη σύμβασης αορίστου χρόνου. Δεν απολαμβάνουν δηλαδή τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους εργαζομένους.
Αναφέρει σχετικά, ότι τον Οκτώβριο του 2018, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε διευκρινίσεις, σχετικά με τη μετατροπή ή μη συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, τονίζοντας ότι κανένας κλάδος εργαζομένων δεν μπορεί να εξαιρείται, με εθνική ρύθμιση, από την προστασία της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Το ΔΕΕ, εξετάζοντας ανάλογη υπόθεση εργαζόμενης στη Ρώμη που μετά από διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ζήτησε η σύμβασή της να μετατραπεί σε αορίστου, έκρινε καταρχάς ότι όντως η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου στην ΕΕ παραβιάζεται.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η συμφωνία πλαίσιο προβλέπει μέτρα ελάχιστης προστασίας, προκειμένου να μην καθίσταται επισφαλέστερη η κατάσταση των εργαζομένων και ξεκαθάρισε επίσης, ότι αν δεν προβλέπεται η αυτόματη μετατροπή της σύμβασης σε αορίστου, τότε πρέπει ο εθνικός νομοθέτης να εισαγάγει άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την αποτροπή της κατάχρησης από τους εργοδότες, πρακτική που όμως δεν ισχύει στην πλειονότητα των εργαζομένων με συμβάσεις στην χώρα μας, υπογραμμίζει η ευρωβουλευτής.
Ακολουθεί το κείμενο της ερώτησης:
Στη βάση τόσο της συμφωνίας – πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου στην ΕΕ, όσο και της νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ σχετικά με περιπτώσεις κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και αιτήματα μετατροπής τους σε αορίστου χρόνου, έχουν προβλεφθεί μέτρα ελάχιστης προστασίας των εργαζομένων προκειμένου να μην καθίσταται επισφαλέστερη η κατάσταση των εργαζομένων.
Εν προκειμένω, «οι εθνικοί δικαστές, σε περίπτωση που διαπιστώσουν ότι η εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την αποτροπή και την πάταξη των καταχρηστικών πρακτικών εις βάρος εργαζομένων, υποχρεούνται πάντως να ερμηνεύσουν το εθνικό δίκαιο, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπον ώστε να τιμωρείται δεόντως η κατάχρηση αυτή και να εξαλείφονται οι συνέπειες της παραβάσεως του δικαίου της Ένωσης». Στην Ελλάδα, δεν βρίσκει εφαρμογή η ανωτέρω νομολογία και οι εργαζόμενοι δεν προστατεύονται επαρκώς.
Ερωτάται λοιπόν η Επιτροπή:
1. Ποιες οι ενέργειες της ΕΕ στην περίπτωση καταφανούς παραβίασης του ενωσιακού δικαίου αναφορικά με την προστασία των εργαζομένων;
2. Ποια τα μέτρα διόρθωσης που προτείνει σχετικά η Επιτροπή;
3. Τι μέτρα θα λάβει για την προστασία εργαζομένων, (πχ εκπαιδευτικών), από καταχρηστικές πρακτικές όπου εύκολα αποδεικνύεται ότι καλύπτονται πάγιες & διαρκείς ανάγκες εφόσον απολύονται και επαναπροσλαμβάνονται στην ίδια θέση, ίδια εποχή για διάστημα μεγαλύτερο των έξι (6) μηνών;