Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχουν μπει σε μια νέα φάση και δύσκολα μπορούν να επιστρέψουν στην προηγούμενη κατάσταση, παρότι για δεκαετίας η Τουρκία ήταν ένας βασικός πυλώνας της αμερικανικής πολιτικής σε μια ευρύτερη περιοχή.
Παρότι το σημείο καμπής ήταν το πραξικόπημα του 2016 και η έκτοτε παγιωμένη καχυποψία του Ερντογάν και του AKP έναντι των ΗΠΑ, η αιτία της απόκλισης βρίσκεται στη συριακή κρίση και τον τρόπο που αντιμετωπίζει πλέον τις γεωπολιτικές ισορροπίες η αμερικανική πλευρά.
Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ από ένα σημείο και μετά κυρίως στηρίχτηκαν στις κουρδικές δυνάμεις πολιτικοφυλακής στην πόλεμο ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, ενεργοποίησε έναν από τους βασικούς «υπαρξιακούς» φόβους της Τουρκίας, δηλαδή το ενδεχόμενο να διαμορφωθεί στη Συρία κουρδική οιονεί κρατική οντότητα κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Αυτό διαμόρφωνε μια πραγματική απόσταση ανάμεσα στην αμερικανική και την τουρκική αντιμετώπιση της συριακής κρίσης.
Επιπλέον, παρότι η Τουρκία αρχικά θεώρησε ότι ανοιγόταν ο δρόμος για την ανατροπή της κυβέρνησης Άσαντ και άρα για την αύξηση της δικής της επιρροής, εφόσον υποστήριζε ανοιχτά ένα μέρος της ένοπλης αντιπολίτευσης, η εξέλιξη των συγκρούσεων και οι κίνδυνοι που αναδείχτηκαν –και σε σχέση με το Ισλαμικό Κράτος και σε σχέση με το κουρδικό– έφεραν την Τουρκία αναγκαστικά πιο κοντά στη ρωσική κατεύθυνση για την επίλυση της συριακής κρίσης με όρους διατήρησης της πολιτικής ακεραιότητας της Συρίας και όχι σεναρίων κατακερματισμού της.
Στο ίδιο πλαίσιο εδώ και αρκετά χρόνια έχουν παρουσιαστεί ρήγματα και στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις, τόσο σε σχέση με το Παλαιστινιακό (όσο και σε σχέση με το πώς βλέπει η Άγκυρα την ισραηλινή πολιτική συνολικά για το μεσανατολικό, της συριακής κρίσης συμπεριλαμβανομένης).
Την ίδια ώρα άλλες χώρες στην περιοχή στρέφονται περισσότερο προς την πλευρά των ΗΠΑ. Η Ελλάδα σε όλη την τρέχουσα δεκαετία έχει μετατοπιστεί σε πολύ πιο φιλοαμερικανικές τοποθετήσεις, ενώ εν μέρει αυτό ισχύει και για την κυπριακή κυβέρνηση (παρά την ειδική οικονομική βαρύτητα της Ρωσίας για την Κύπρο) που εμμέσως πλην σαφώς έχει προτείνει μια μερική ένταξη και της Κύπρου σε αμερικανικούς και νατοϊκούς σχεδιασμούς. Όλα αυτά συνδυάζονται με την προσπάθεια του Ισραήλ να διεκδικήσει, ειδικά στην περίοδο της διακυβέρνησης Τραμπ, μια ακόμη πιο αναβαθμισμένη σχέση με τις ΗΠΑ. Αυτό έχει αποτυπωθεί στις νέες μορφές οικονομικής και αμυντικής συνεργασίας ανάμεσα σε Ισραήλ, Ελλάδα, Κύπρο και Αίγυπτο.
Η οικονομική διάσταση
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και την οικονομική διάσταση. Η Τουρκία διεκδικεί να έχει ένα σημαντικό περιφερειακό οικονομικό ρόλο. Θέλει να ανοιχτεί σε αγορές και να προσελκύσει επενδύσεις αλλά και να προχωρήσει σε επενδύσεις. Η τρέχουσα αμερικανική πολιτική για την παγκόσμια οικονομία με την ένταση του ανταγωνισμού με την Κίνα, την αντιπαράθεση με τη Ρωσία αλλά και τη νέα αντιπαλότητα με το Ιράν, δεν συμπίπτει ιδιαίτερα με τις επιδιώξεις της Τουρκίας στον οικονομικό τομέα. Η Τουρκία θέλει να γίνει τμήμα ουσιαστικά των BRICS, θέλει να συνδεθεί με την κινεζική στρατηγική «μία ζώνη, ένας δρόμος», έχει αναβαθμισμένες οικονομικές σχέσεις με την Ρωσία και αναπτυγμένες οικονομικές σχέσεις με το Ιράν.
Σε όλα αυτά έχει προστεθεί το τελευταίο διάστημα και το ζήτημα των υδρογονανθράκων στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η ανακάλυψη μεγάλων και εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων και η προοπτική ανακάλυψης διαμορφώνει νέες ισορροπίες. Η Τουρκία δεν θέλει να μείνει έξω από αυτή την προοπτική και γι’ αυτό κλιμακώνει την προβολή των «αναθεωρητικών» απόψεών της για το πώς πρέπει να χαραχθούν τα όρια των ΑΟΖ. Την ίδια ώρα ιδίως το Ισραήλ, που έχει και δικά του κοιτάσματα, προωθεί διάφορα σχέδια οικονομικής συνεργασίας των χωρών που προσβλέπουν στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το σχέδιο για τον East Μed, έναν μεγάλο υποθαλάσσιο αγωγό φυσικού αερίου που θα συνδέει απευθείας τα κοιτάσματα φυσικού αερίου της Νοτιοανατολικής Μεσογείου με τις ευρωπαϊκές αγορές.
Αμερικανοτουρκικές εστίες έντασης
Σε αυτό το πλαίσιο έχουν προστεθεί και μια σειρά από επιπλέον εστίες έντασης ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία.
Καταρχάς είχαμε τις εντάσεις που ήταν επακόλουθα του πραξικοπήματος. Η Τουρκία ζητάει επίμονα την έκδοση του Φετουλάχ Γκιουλέν, θεωρώντας τον καθοδηγητή του πραξικοπήματος, με τις ΗΠΑ να αρνούνται επίμονα, ιδίως από τη στιγμή που ο Γκιουλέν εξαρχής συνδύασε το πολιτικό Ισλάμ με την φιλοαμερικανική στάση. Ταυτόχρονα, εστίες έντασης αποτέλεσαν και διάφορες δικαστικές διώξεις, όπως για παράδειγμα αυτή του αμερικανού πάστορα Μπράνσον που είχε φέρει επίσης σε έντονη αντιπαράθεση τις δύο χώρες, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής κυρώσεων, που ήρθησαν μόνο με την αποφυλάκιση του αμερικανού κληρικού.
Η τρέχουσα εστία έντασης έχει πιο στρατηγικό χαρακτήρα. Οι ΗΠΑ είναι αντίθετες στην προμήθεια από την Τουρκία ρωσικών συστοιχιών S-400 θεωρώντας ότι μια τέτοια αμυντική προμήθεια σηματοδοτεί μια αναβάθμιση της ρωσικής παρουσίας. Γι’ αυτό και απειλούν με ακύρωση της συμφωνίας μαχητικών αεροσκαφών F-35 στην Τουρκία. Από τη μεριά της η Τουρκία επιμένει, όπως επιβεβαίωσε και ο Ερντογάν κατά τη συνάντηση με τον Πούτιν στη Μόσχα, θεωρώντας ότι αποτελεί κυριαρχικό δικαίωμά, ενώ ο Τσαβούσογλου δήλωσε ότι θα εξετάσουν και την αγορά και άλλων προηγμένων αμυντικών συστημάτων από τη Ρωσία.
Φωνές κατά Ερντογάν στις ΗΠΑ
Την ίδια στιγμή μέσα στο αμερικανικό πολιτικό κατεστημένο αναπτύσσεται ένα ορισμένο αντιτουρκικό ρεύμα. Αυτό έχει αποτυπωθεί σε μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες και πιέσεις προς την αμερικανική κυβέρνηση να αναθεωρήσει την πολιτική της έναντι της Ρωσίας. Το ρεύμα αυτό υποστηρίζει ότι ουσιαστικά η Τουρκία της εποχής Ερντογάν έχει πλέον μετατοπιστεί πέραν της αμερικανικής πολιτικής και η αυτόνομη πορεία της μαζί με τον αυταρχισμό της ηγεσίας της την κάνουν να ξεφεύγει από τα όρια της δυτικής πολιτικής. Με αυτή την έννοια, υποστηρίζουν ότι είναι σημαντικό η αμερικανική εξωτερική πολιτική να ασκήσει πίεση προς την Τουρκία αλλά και να αναβαθμίσει τις σχέσεις με άλλες πιο φιλικές προς τις ΗΠΑ χώρες.
Σε αυτό το έδαφος εντάσσεται και το σχέδιο νόμου που κατέθεσαν ο Δημοκρατικός γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ και ο ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Μαρκ Ρούμπιο και το οποίο ανάμεσα στα άλλα ζητά από την αμερικανική κυβέρνηση την άρση του εμπάργκο όπλων προς την Κυπριακή Δημοκρατία που είναι εν ισχύ εδώ και δεκαετίες και προτείνει την ίδρυση ενός Ενεργειακού Κέντρου ΗΠΑ – Ανατολικής Μεσογείου προς διευκόλυνση της ενεργειακής συνεργασίας Ελλάδος – Κύπρου – Ισραήλ, πρόταση για στρατιωτική βοήθεια (FMF) ύψους 3.000.000 δολαρίων προς την Ελλάδα, χορήγηση βοήθειας υπό τη μορφή στρατιωτικής εκπαίδευσης ύψους 2.000.000 δολαρίων προς Ελλάδα και Κύπρο και παρεμπόδιση της παράδοσης των αεροσκαφών F-35 στην Τουρκία εφόσον αυτή προχωρήσει στην αγορά του ρωσικού συστήματος S-400.
Η διακομματική στήριξη αυτού του σχεδίου νόμου, το οποίο χαιρέτησαν τόσο το Συμβούλιο Ελληνοαμερικανικής Συνεργασίας (HALC) και η Αμερικανοεβραϊκή Επιτροπή (AJC), και η αναβαθμισμένη θέση που έχουν και οι δύο προτείνοντες γερουσιαστές μέσα στην αρμόδια –και πολύ σημαντική– Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, αποτυπώνει τη βαρύτητα της πρότασης, αλλά και τον τρόπο που σε τμήματα του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ εντείνεται μια διάθεση να ασκηθεί μεγάλη πίεση στην Τουρκία.
Το μετέωρο βήμα μιας ρήξης που κανείς δεν θέλει
Τυπικά καμία από τις δύο πλευρές δεν επιθυμεί τη ρήξη. Η Τουρκία είναι μια νατοϊκή δύναμη, παραδοσιακά προσανατολισμένη προς τη δύση, με σημαντικές πολιτικές και οικονομικές σχέσεις με τις δυτικές δυνάμεις. Μπορεί να θέλει να έχει βαθμούς ευελιξίας ή να αναβαθμίσει τις σχέσεις και τη Ρωσία, ιδίως στο φόντο της διαχείρισης του συριακού, όμως, ανεξαρτήτως ρητορικής δεν είναι σαφές ότι επιθυμεί την πλήρη ρήξη.
Όμως, την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι η Τουρκία διεκδικεί να έχει δικό της ρόλο και να μπορεί να κάνει τις προβολές ισχύος που επιθυμεί, αρνούμενη να συμμορφωθεί με τις όποιες παραινέσεις προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ούτε οι ΗΠΑ θα επιθυμούσαν τώρα να δουν μία πλήρη ρήξη με την Τουρκία και πολύ περισσότερο μια πολύ πιο στενή και πάγια συνεργασία της με τη Ρωσία, γιατί αυτό θα αποτελούσε μια συνολικότερη αλλαγή συσχετισμών στην περιοχή. Όμως, στη σημερινή συγκυρία δεν επιθυμούν και να υπάρχουν σύμμαχοι με τόσο υψηλούς βαθμούς ελευθερίας.
Όλα αυτά συνδέονται και με τη δυσκολία των ΗΠΑ, εν μέσω γεωστρατηγικής πόλωσης και έντασης των ανταγωνισμών στην παγκόσμια οικονομία, να μπορούν να προτείνουν στους συμμάχους τους ένα συνολικό πλαίσιο συμμαχικής σχέσης που να περιλαμβάνει και το γεωπολιτικό και το οικονομικό επίπεδο.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι δύσκολα τα πράγματα θα επιστρέψουν στην κατάσταση που ήταν πριν μερικά χρόνια. Επιπλέον, συχνά τέτοιες αντιπαραθέσεις αποκτούν και τη δική τους δυναμική και τότε θα μιλάμε για ένα αχαρτογράφητο τοπίο
Πώς επηρεάζουν όλα αυτά την Ελλάδα
Όλα αυτά προφανώς και έχουν ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα. Παρότι αντικειμενικά η αντιπαράθεση των ΗΠΑ με την Τουρκία ενισχύει την τάση αναβάθμισης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, αυτό δεν σημαίνει και ότι αυτόματα θα διαμορφωθεί ένας «αντιτουρκικός άξονας» που θα ενισχύσει την ελληνική θέση. Ιδίως εάν στο τέλος υπάρξει κάποια συνεννόηση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Άγκυρα.
Επιπλέον, υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος μια Τουρκία που θα αισθανθεί απομονωμένη ή πιεσμένη να θελήσει να κάνει «προβολές ισχύος» για να υπενθυμίσει το ρόλο και τη σημασία της και αυτό θα μπορούσε να ανοίξει ένα νέο γύρο ελληνοτουρκικής έντασης.
Με αυτή την έννοια, όσο σημαντικό είναι η ελληνική πλευρά να εξετάζει τη συνολικότερη δυναμική των συσχετισμών και των ανταγωνισμών στην περιοχή, άλλο τόσο ισχύει ότι η σχέση Ελλάδας και Τουρκία είναι και διμερής και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πρωτοβουλίες και από τις δύο πλευρές του Αιγαίου.