«Συμφωνία της Εκκλησίας με την παρούσα κυβέρνηση για την εκκλησιαστική περιουσία και το μισθολογικό των ιερέων είναι αδύνατο να υπάρξει. Διάλογος μπορεί να ξεκινήσει χωρίς την πίεση του προεκλογικού χρόνου…».
Με αυτά τα λόγια ανώτατος εκκλησιαστικός παράγοντας εξηγούσε χθες στα «ΝΕΑ» ότι η Ιεραρχία έβαλε οριστικά «ταφόπλακα» στην πρόταση της κυβέρνησης να αξιοποιηθεί η εκκλησιαστική περιουσία με ταυτόχρονη έξοδο των ιερέων από το Δημόσιο. Ουσιαστικά το μήνυμα που στέλνει η Εκκλησία στην κυβέρνηση είναι πως συζήτηση και διάλογος για το συγκεκριμένο θέμα βεβαίως και μπορεί να γίνει, αλλά «μόνο μετά τις εκλογές και με την επόμενη κυβέρνηση».
Ούτε η «χημεία» του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου με τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά ούτε και οι καλές σχέσεις που είχε αρχίσει να καλλιεργεί με το Μαξίμου μερίδα κληρικών και μητροπολιτών στάθηκαν ικανά για να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων. Σύμφωνα με πληροφορίες των «ΝΕΩΝ», οι άλλοτε ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας της Αρχιεπισκοπής με το Μαξίμου είναι πλέον ερμητικά κλειστοί.
Γιατί όμως η ζεστή ατμόσφαιρα που υπήρχε όταν ο Αρχιεπίσκοπος και ο Πρωθυπουργός παρουσίαζαν από κοινού στο Μαξίμου στις 6 Νοεμβρίου την πρόθεση συμφωνίας Εκκλησίας – Πολιτείας των 15 σημείων, μεταβλήθηκε άρδην και τώρα το κλίμα θυμίζει… Σιβηρία; Αυτό που ενόχλησε περισσότερο τον Αρχιεπίσκοπο – ο οποίος μάλιστα είχε εκτεθεί δημοσίως παρουσιάζοντας μαζί με τον Αλέξη Τσίπρα το προσχέδιο – αλλά και τη συντριπτική πλειονότητα των μητροπολιτών, ήταν οι δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου μόλις δύο εικοσιτετράωρα μετά τις ανακοινώσεις. Ο στενός συνεργάτης του Πρωθυπουργού είχε πει ότι με την έξοδο των κληρικών από το Δημόσιο η κυβέρνηση θα εξασφάλιζε 10.000 προσλήψεις.
Κομματικό παιχνίδι
Για την Εκκλησία η δήλωση Τζανακόπουλου δεν ήταν απλώς «αιτία πολέμου», αλλά έβαζε οριστικό τέλος στη συμφωνία. Μητροπολίτες που μίλησαν στα «ΝΕΑ» εξηγούν πως τότε ο Αρχιεπίσκοπος – μολονότι δεν το εξέφρασε ανοιχτά – αλλά και το σύνολο του κλήρου αντιλήφθηκαν ότι η κυβέρνηση επιχείρησε να χρησιμοποιήσει την Εκκλησία στο πολιτικό και κομματικό παιχνίδι και μάλιστα σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Γι’ αυτό λένε και οι αντιδράσεις από ιερείς και μητροπολίτες ήταν σφοδρές. Συμπληρώνουν μάλιστα πως το θέμα των κληρικών έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο τέλος της συμφωνίας. Από τη στιγμή που πρόθεση της κυβέρνησης ήταν η έξοδος των κληρικών από το Δημόσιο και δεν υπήρχε καμία πρόνοια για τα ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματά τους, ο κύβος είχε πλέον ριφθεί: η Ιεραρχία δεν υπήρχε καμία περίπτωση να συμφωνήσει. Και ο βασικός λόγος, επισημαίνουν εκκλησιαστικές πηγές, ήταν επειδή η κυβέρνηση έπληττε την «καρδιά» της Εκκλησίας, δηλαδή τους ιερείς που ειδικά στην περίοδο της κρίσης «στάθηκαν δίπλα στους πολίτες και την ελληνική κοινωνία».
Ηταν λοιπόν, επόμενο, προσθέτουν, το βροντερό «όχι» που είπε η Ιεραρχία στην αλλαγή της μισθοδοσίας των κληρικών στις 16 Νοεμβρίου διαμηνύοντας στο Μαξίμου πως ευχαρίστως συζητάει, αλλά το μισθολογικό των κληρικών είναι «κόκκινη γραμμή».
Υπό αυτά τα δεδομένα, το ήδη ψυχρό κλίμα στις σχέσεις της κυβέρνησης με την Ιεραρχία πάγωσε ακόμη περισσότερο. Πηγές της Εκκλησίας χαρακτηρίζουν τον διάλογο που ξεκίνησε ο υπουργός Παιδείας Κώστας Γαβρόγλου ως προσχηματικό και ως εκ τούτου η Ιεραρχία δεν υπήρχε καμία περίπτωση να συζητήσει επί της ουσίας. Κάπως έτσι στην έκτακτη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της 20ής Μαρτίου ο Αρχιεπίσκοπος έγραψε τον επίλογο με το δικό του ιδιαίτερο στυλ: Εκανε μια ισορροπημένη εισήγηση στέλνοντας το μήνυμα στην κυβέρνηση ότι «χωρίς τη συναίνεση και τη συγκατάθεση των κληρικών δεν μπορεί να γίνει απολύτως τίποτα». Και ταυτόχρονα τορπίλισε την πρόθεση συμφωνίας από τη στιγμή που έβλεπε ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέμενε στη στάση «take it or leave it». Δηλαδή ζητούσε από την Εκκλησία ή να δεχτεί όλα τα σημεία, μαζί και την έξοδο των κληρικών από το Δημόσιο ή τίποτα.
Μετά τις εκλογές
Η Ιεραρχία σημείωνε τότε στο ανακοινωθέν της πως αποφάσισε να «εμμείνει στο υφιστάμενο καθεστώς μισθοδοσίας των Κληρικών και των Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος» και ταυτόχρονα να «συνεχισθεί ο διάλογος με την Πολιτεία». Ομως αυτό το παράθυρο διαλόγου που άφηνε ανοιχτό δεν αφορούσε την παρούσα κυβέρνηση αλλά την… επόμενη που θα προκύψει μετά τις εθνικές εκλογές. Μάλιστα, η Ιεραρχία επισήμανε πως όταν ξεκινήσει και πάλι ένας διάλογος για το ζήτημα – δηλαδή μετά τις εθνικές εκλογές – θα πρέπει να μπουν προς συζήτηση και άλλα θέματα που η παρούσα κυβέρνηση είχε αφήσει απέξω, όπως οι οργανικές θέσεις των κληρικών και των εκκλησιαστικών υπαλλήλων, η αποζημίωση για την απαλλοτριωθείσα εκκλησιαστική περιουσία έως το 1939, αλλά και τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας μετά τις Συμβάσεις της 18ης Σεπτεμβρίου 1952.
Στην παρούσα φάση πάντως – όπως εκτιμούν στην Ιεραρχία – δηλαδή παραμονές των διπλών εκλογών (για την Αυτοδιοίκηση και το Ευρωκοινοβούλιο) και λίγο πριν από τις εθνικές κάλπες η κυβέρνηση θα είναι απίθανο να ανοίξει και πάλι το θέμα. «Δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να εξοργίσει ακόμη περισσότερο τον κόσμο της Εκκλησίας και να τον έχει απέναντί της…», είναι το δικό της μήνυμα.