Το 1935, δέκα ετών παιδάκι στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς – όπου είχε βρεθεί με μετάθεση ο περιπλανώμενος λόγω πολιτικών φρονημάτων δημόσιος υπάλληλος πατέρας του – αγοράζει την πρώτη του εφημερίδα. Σε εκείνη την έκδοση υπήρχε μια φωτογραφία του Ολυμπιακού με τους πέντε Ανδριανόπουλους, τα αδέλφια, και τους Βάζο, Συμεωνίδη και άλλους παίκτες που φορούσαν την κόκκινη φανέλα. Ο λιλιπούτειος αναγνώστης της εφημερίδας ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης και από εκείνη την ημέρα η σχέση του με τον πειραϊκό Σύνδεσμο και το ποδόσφαιρο έγινε βαθιά και ισχυρή. Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης αγάπησε τη στρογγυλή θεά πριν ενσωματωθούν στην ποδοσφαιρική διάλεκτο οι λέξεις μπακ, χαφ, σέντερ φορ, σέντερ μπακ, λίμπερο, εξτρέμ, αναπληρωματικός. Εγινε οπαδός και φίλαθλος όταν οι παίκτες των ομάδων ήταν φύλακες, οπισθοφύλακες, εμπροσθοφύλακες και έφεδροι.
Την ιστορία της στιγμής που γεννήθηκε το πάθος του για τον Ολυμπιακό καθώς και άλλες που αποκαλύπτουν το δέος και την έκσταση που ένιωθε όταν έβλεπε μπάλα, αφηγείται στο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε ο Γιάννης Γεωργάκης, υπό τον τίτλο «Κόμμα αλλάζουμε, ομάδα ποτέ» (εκδόσεις Ιανός). Ο συγγραφέας εξηγεί ότι το εν λόγω εγχείρημα ήταν ιδιαίτερα κοπιαστικό αφού έπρεπε να περιγράψει τι συνέδεε τον σπουδαίο αυτό Ελληνα με το ποδόσφαιρο. «Διάβασα όλα τα βιβλία του, άκουσα ξανά τη μουσική του, όχι μόνο για να εκμηδενίσω οποιαδήποτε πιθανότητα ασάφειας ή παρερμηνείας, αλλά και για να μπω όσο το δυνατόν πιο βαθιά στον κόσμο του. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό πριν καθίσω να γράψω. Από τη στιγμή που αποφάσισα ότι ήμουν έτοιμος να ξεκινήσω, σε δύο μήνες ήταν έτοιμο».
Οι οπαδοί
Στο βιβλίο ο Μίκης Θεοδωράκης περιγράφει τους οπαδούς των ομάδων εκείνης της εποχής. «Θυμάμαι στην Κεφαλονιά, χωριστήκαμε αμέσως τα παιδιά σε Ολυμπιακούς και Παναθηναϊκούς. Υπήρχε κάτι στην ψυχοσύνθεσή μας. Οι φίλοι του Παναθηναϊκού, για παράδειγμα, ήταν σπασίκλες και στο σχολείο καθόντουσαν στα πρώτα θρανία. Εγώ και οι υπόλοιποι Ολυμπιακοί καθόμασταν στα πίσω. Από μικροί διαφέρουμε, γι’ αυτό και λέω πάντα ότι γεννήθηκα με το κόκκινο του Ολυμπιακού και θα πεθάνω με αυτό. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Από τη στιγμή που επιλέγουμε ομάδα στο σχολείο αρχίζει και η αντιπαλότητα. Κάποιος γεννιέται και πεθαίνει με τα χρώματά του. Κι εγώ, όπως ξέρετε, έχω αλλάξει πολλά κόμματα – και με έχουν κατηγορήσει γι’ αυτό -, αλλά τον Ολυμπιακό δεν τον αλλάζω».
Ο Μίκης τιμά με την αιώνια υποστήριξή του τον πειραϊκό Σύνδεσμο και αυτός ως δώρο γενεθλίων στα 90χρονα του συνθέτη τού αφιέρωσε το 42ο πρωτάθλημά του.
Η ζωή του σπουδαίου συνθέτη από την εποχή που έγινε οπαδός του Ολυμπιακού – επειδή, όπως δήλωσε, του άρεσε πολύ «το επιθετικό παιχνίδι των πέντε αδελφών Ανδριανόπουλων» – έως σήμερα έχει σημαδευτεί με ιστορίες θριάμβου, συγκρούσεων, απολογισμών και οδύνης. Εχουν όμως σημασία εκείνες που ο ίδιος περιγράφει.
Με τους βετεράνους
Τη λατρεία που απέκτησε για τον Ολυμπιακό και το ποδόσφαιρο την αφηγήθηκε εκ νέου σε μια γιορτή που διοργάνωσε ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του Νίκος Μάλλιαρης στην ταράτσα του Χίλτον, παραμονή Χριστουγέννων του 2003. Σε αυτό το αντάμωμα ήταν βετεράνοι πολλών ομάδων όπως οι: Δεπούντης, Κοτρίδης, Υφαντής, Πανάκης, Νεστορίδης, Παπαϊωάννου, Καμάρας, Λινοξυλάκης, Σκευοφύλακας, Δομάζος, Σταματιάδης, Λουκανίδης, Αντωνιάδης, Ρωσίδης, Μανωλάς, Σαργκάνης, Θεοφάνης Χατζηπαναγής κ.ά.
Η παρουσία όλων τον γέμισε χαρά, όμως η συγκίνησή του περίσσεψε όταν στάθηκε σε δύο ξεχωριστούς προσκεκλημένους. Ο πρώτος ήταν ο 94χρονος τότε Λεωνίδας Ανδριανόπουλος, για τον οποίο ο Μίκης είπε: «Αν μου έλεγαν πως σήμερα θα έχω ένα γεύμα με τον Μπετόβεν, τον Σούμαν και τον Βάγκνερ, δεν θα χαιρόμουν όσο τώρα που βρίσκομαι μαζί σας. Δεν φανταζόμουν να συναντήσω ποτέ τον Λεωνίδα Ανδριανόπουλο, και μάλιστα να κάθομαι δίπλα του. Είναι από τα μεγαλύτερα δώρα που έχω πάρει. Υποτιμούν το ποδόσφαιρο ενώ είναι η βάση σε μια κοινωνία. Πρώτα παίζεις μπάλα και επιλέγεις ομάδα και έπειτα γίνεσαι γιατρός, δικηγόρος ή αποκτάς οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα ή και κόμμα».
Το άλλο πρόσωπο της βραδιάς που πρόσφερε ιδιαίτερη χαρά στον Μίκη ήταν ο πρόεδρος του συνδέσμου παλαίμαχων ποδοσφαιριστών του Ολυμπιακού Γιώργος Δαρίβας, με τον οποίο μάλιστα είχαν συναντηθεί στη Μακρόνησο. Οπως είπε ο συνθέτης εκείνο το βράδυ: «Στη Μακρόνησο, στη σκηνή μας ήμασταν μοιρασμένοι Ολυμπιακοί – Παναθηναϊκοί. Και όμως παλεύαμε για τα ιδανικά μας. Ηταν μια ελάχιστη διέξοδος το ποδόσφαιρο, ο Ολυμπιακός, η χαρά να τον ξαναδούμε ή να συζητάμε με τους υπόλοιπους κρατουμένους για ποδόσφαιρο. Στη ζωή μου είχα δύο κακά: ήμουν και αριστερός και ποδοσφαιρόφιλος».
Ο Μίκης είχε μπροστά του τα ινδάλματα των νεανικών του χρόνων αλλά κι εκείνους που θαύμασε αργότερα μέσα στα γήπεδα. Και ποια μεγαλύτερη φιλοφρόνηση υπάρχει από το ν’ ακούει κανείς από το στόμα του σπουδαίου έλληνα συνθέτη: «(…) Εσείς είστε τα είδωλα, οι πρωταγωνιστές. (…) Οι ποδοσφαιριστές είναι είδωλα συνδεδεμένα με τα όνειρα και τα ιδανικά του. Το ποδόσφαιρο σήμερα δεν είναι ερασιτεχνικό, αλλά παρ’ όλα αυτά οι ποδοσφαιριστές παραμένουν μυθοποιημένα πρόσωπα μέσα στον λαό και τη νεολαία. Είστε λαϊκά είδωλα. Πρέπει η πολιτεία να σας σέβεται».
Ευτύχησαν όμως διπλά οι συνδαιτυμόνες εκείνου του ανεπίσημου δείπνου. Λίγο πριν τελειώσει η βραδιά, ο συνθέτης θύμισε, εκτός από τα δικά του περιστατικά στα γήπεδα ως οπαδός, κι εκείνα που εξηγούν το μεγαλείο του αθλήματος. Ανέτρεξε στα λόγια σπουδαίων μορφών της τέχνης, όπως του γάλλου συγγραφέα Αλμπέρ Καμί: «Οσα γνωρίζω για την ηθική και τις υποχρεώσεις των ανθρώπων τα χρωστάω στο ποδόσφαιρο». Και τους αποχαιρέτησε τραγουδώντας τους το αγαπημένο του «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι…».