Το 2014 ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν η ανερχόμενη πολιτική δύναμη. Κυρίως, όμως, ήταν η δύναμη που μπορούσε να παρουσιάσει το πιο πλήρες ευρωψηφοδέλτιο.
Αρκεί να σκεφτούμε ότι το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ στις προηγούμενες εκλογές περιλάμβανε τον άνθρωπο-σύμβολο της Αντίστασης, τον Μανόλη Γλέζο, την Κωνσταντίνα Κούνεβα, μετανάστρια που παραλίγο να πληρώσει με τη ζωή της τη συνδικαλιστική δράση της, τη Σοφία Σακοράφα, με τη μεγάλη διαδρομή και στον αθλητισμό και στην πολιτική, που ήταν από τα πρώτα επώνυμα στελέχη του ΠΑΣΟΚ που είχε διαφωνήσει με τα μνημόνια, τον Νίκο Χουντή, ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ με σημαντικές παρεμβάσεις, την Δημήτρη Παπαδημούλη που ήταν από τα πιο προβεβλημένα στελέχη του κόμματος, τον Γιώργο Κατρούγκαλο και τον Νίκο Χρυσόγονο, που ήταν πολύ γνωστοί από τις παρεμβάσεις τους πάνω σε νομικά ζητήματα, τον Γιάννη Μηλιό που ήταν ο βασικός υπεύθυνος της οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, τον Στέλιο Κούλογλου που ήταν πολύ γνωστός από τη δημοσιογραφική του διαδρομή, τον Κρίτωνα Αρσένη που ήταν εκλεγμένος ευρωβουλευτής με το ΠΑΣΟΚ, αλλά και άλλα σημαντικά και προβεβλημένα στελέχη που θα αποκτήσουν σημαντικές θέσεις.
Ήταν ένα «ψηφοδέλτιο νίκης»: πλατύ, με σημαντικές προσωπικότητες και στελέχη πρώτης γραμμής.
Ένα ψηφοδέλτιο χωρίς δυναμική
Όμως τώρα το ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ (που θα παρουσιαστεί πανηγυρικά τη Μεγάλη Δευτέρα) δεν μπορεί να υποστηρίξει τον ίδιο δυναμισμό. Βεβαίως έχει τον Δ. Παπαδημούλη, με το επιπλέον κύρος του αντιπροέδρου του Ευρωκοινοβουλίου, την Κωνσταντίνα Κούνεβα, που υπήρξε δραστήρια ως ευρωβουλευτής και τον νυν Ευρωβουλευτή Στέλιο Κούλογλου, αλλά πέραν αυτών λείπει εκείνο το είδος των στελεχών ή των προσωπικοτήτων που θα έδιναν μια άλλη δυναμική.
Ο Αλέξης Γεωργούλης είναι ένα δημοφιλής ηθοποιός και ο Ρος Ντέιλι ένας άνθρωπος με τεράστια συνεισφορά στην ελληνική μουσική, όμως η συμπερίληψή τους σε ένα ευρωψηφοδέλτιο δεν δημιουργεί από μόνη της την αίσθηση ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ανερχόμενο ρεύμα. Ο Κώστας Αρβανίτης είναι ένας γνωστός δημοσιογράφος και ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο, αλλά στη διαδρομή του από το κομματικό ραδιόφωνο, στα ιδιωτικά ΜΜΕ και μετά πίσω στην ΕΡΤ ένα μέρος του αρχικού του κύρους κάπου χάθηκε.
Ο προερχόμενος από το ΠΑΣΟΚ Παναγιώτης Κουρουμπλής είναι ένας γνωστός πολιτικός, με μακρά υπουργική διαδρομή αλλά και όλη τη φθορά που αυτό συνεπάγεται, ο Γιάννης Μουζάλας χρεώνεται τις παλινωδίες της κυβέρνησης πάνω στο μεταναστευτικό και η Λυδία Κονιόρδου ουσιαστικά αποπέμφθηκε στον τελευταίο ανασχηματισμό από το υπουργείο Πολιτισμού.
Η Έλενα Κουντουρά έχει επίσης σημαντική βουλευτική και υπουργική διαδρομή, όμως και αυτή δεν προέρχεται από το χώρο της αριστεράς. Είναι ΑΝΕΛ και ως τέτοια τη λογίζουν οι αριστεροί και κεντρώοι ψηφοφόροι.
Ο Θεοδόσης Πελεγρίνης είναι γνωστός αλλά ούτε αυτός άφησε ως υπουργός τις καλύτερες εντυπώσεις, ενώ η Λουτσιάνα Καστελίνα είναι ένα ιστορικό όνομα της ευρωπαϊκής αριστεράς, αλλά η απήχησή τη αφορά συγκεκριμένες γενιές και ακροατήρια.
Αντίστοιχα, η συμπερίληψη σημαντικών προσωπικοτήτων όπως ο Δημήτρης Πλουμπίδης ή αγωνιστών από τα κινήματα, πέραν της συμμετοχής εκπροσώπων των «συνιστωσών» της Προοδευτικής Συμμαχίας, μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στο κομματικό ακροατήριο αλλά δεν αποτελεί και ένα άνοιγμα προς τα έξω.
Όσο για τον Πέτρο Κόκκαλη, παρά την προσπάθεια του επικοινωνιακού επιτελείου του ΣΥΡΙΖΑ επενδύσει στο συνειρμό με τον παππού του, στην πραγματικότητα είναι μια υποψηφιότητα που παραπέμπει περισσότερο στη «νέα διαπλοκή» παρά στην ιστορικότητα της αριστεράς, ανεξαρτήτως των όποιων κοινωνικών και οικολογικών ευαισθησιών του ίδιου του υποψηφίου.
Όλα αυτά κάνουν ένα ψηφοδέλτιο που δεν έχει εκείνη τη σύνθεση και εκείνη την ορμή που θα παρέπεμπε σε πραγματική πολιτική μάχη.
Ο Αλέξης Τσίπρας θέλει τα στελέχη του για τη «μητέρα όλων των μαχών»
Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλησε να βγάλει μπροστά κάποιο από τα στελέχη πρώτης γραμμής της κυβέρνησης, ώστε να δώσει το στίγμα ότι δίνει μέχρι τέλους τη μάχη των ευρωεκλογών.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα: η κ. Έφη Αχτσιόγλου είναι νέα, επικοινωνιακά αποτελεσματική και προέρχεται από ένα υπουργείο που πήρε την απόφαση για την αύξηση του κατώτατου μισθού και δεν προχώρησε στη μείωση των συντάξεων.
Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είτε από την κυβέρνησης είτε από την κοινοβουλευτική ομάδα.
Είναι προφανές ότι ο πρωθυπουργός και ο λοιπός ηγετικός πυρήνας πήραν την επιλογή να κρατήσουν όλα σχεδόν τα στελέχη πρώτης γραμμής για τις βουλευτικές εκλογές. Και γι’ αυτό δεν θέλει να τα εκθέσει στο ευρωψηφοδέλτιο προτιμώντας να τα έχει στην μάχη για τις βουλευτικές εκλογές.
Το ρίσκο του πρωθυπουργού
Προφανώς η εκτίμηση είναι ότι στις ευρωεκλογές, με τη χαλαρότητα της ψήφου, τη διασπορά προς διάφορα ψηφοδέλτια (π.χ. των Οικολόγων) και την ευκολότερη τάση προς ψήφο διαμαρτυρίας, δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να δώσει τη μάχη με την ίδια δυναμική, οπότε είναι προτιμότερο τα στελέχη να επικεντρωθούν στο υπουργικό τους έργο.
Μόνο που αυτή η εκτίμηση έχει ένα ρίσκο: εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πάει καλά στις ευρωεκλογές και η διαφορά από τη ΝΔ είναι μεγάλη, τότε δύσκολα μπορεί μετά να ανατρέψει αυτή την «παράσταση ήττας» στην πορεία προς τις εκλογές του φθινοπώρου.
Ας μην ξεχνάμε ότι το παράδειγμα που έχουν στο νου τους στον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό του 1999-2000 όταν ο Κώστας Σημίτης και το ΠΑΣΟΚ έχασαν τις ευρωεκλογές αλλά κέρδισαν έστω και οριακά τις βουλευτικές του 2000, αφορά ένα άλλο κλίμα και το γεγονός ότι η κυβέρνηση πιστώθηκε τη σχετική αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση του σεισμού στην Αθήνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να στηριχτεί σε κάποιο αντίστοιχο θετικό κεκτημένο.
Και μην ξεχνάμε. Εχουμε και αυτοδιοικητικές εκλογές. Ενα νέο εκλογικό Βατερλό των υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ απλά θα επιβεβαιώσει την άποψη εκείνων που εκτιμούν ότι το κυβερνών κόμμα απλά βρίσκεται αντιμέτωπη με μια συντριπτική ήττα.