Ο Σπύρος Μιχαλόπουλος μαζί με τους ηθοποιούς Χρήστο Αυλωνίτη και Κώστα Κονταράτο μεταφέρουν σκηνή του θεάτρου Άβατον (Ευπατριδών 3, Γκάζι, τηλ.: 210 3412689, είσοδος 8-12 ευρώ) τη μαύρη κωμωδία του Περικλή Κοροβέση «Tango Bar» κάθε Δευτέρα και Τρίτη.
Το βιβλίο του γνωστού συγγραφέα και δημοσιογράφου κυκλοφόρησε το 1988 και η πλοκή του εκτυλίσσεται σ’ ένα μπαρ στο κέντρο της πόλης τη δεκαετία του 1980. Το μπαρ είναι έτοιμο να κλείσει όταν εμφανίζεται ο Λάκης, ένας αποτυχημένος θεατρικός συγγραφέας. Η συζήτησή του με τον Φώντα, ιδιοκτήτη του μπαρ και αποτυχημένο ηθοποιό θα κρατήσει ως τα χαράματα. Οι δυο τους θα τσακωθούν, θ’ αγαπηθούν, θ’ ασκήσουν σκληρή κριτική ο ένας στον άλλο. Η σχέση τους θα περάσει από τρικυμίες, δηλαδή ό,τι ακριβώς συμβαίνει από τότε που ήταν παιδιά. Ό,τι συμβαίνει και τώρα, που είναι ενήλικες, κάθε βράδυ.
Θαρρείς κι η ζωή τους είναι ένα tango, εφιαλτικό και τρυφερό μαζί που το χορεύουν σε λούπα. Ή ένα παιχνίδι εξουσίας που αλλάζει διαρκώς χέρια, σαν φαύλος κύκλος που πότε τους απομακρύνει και πότε τους φέρνει πιο κοντά στον πυρήνα της σχέσης και της υπαρξής τους.
Ο σκηνοθέτης της παράστασης Σπύρος Μιχαλόπουλος μιλάει στα «Νέα» για την ιδέα πίσω από το ανέβασμα, την αποτυχία και το τάγκο.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;
Η ιδέα της παράστασης ξεκίνησε από μια βράδια σε ένα μπαρ την «Αλχημεία» στα Πατήσια όπου ο Χρήστος Αυλωνίτης και γω είμαστε θαμώνες. Ο Χρήστος είχε το έργο, εγώ ήμουν σε αναζήτηση της πέμπτης μου θεατρικής δουλειάς και το διάβασα. Σύντομα συνάντησα τον Περικλή Κοροβέση μια βροχερή Κυριακή σπίτι του. Μιλήσαμε πάνω από 5 ώρες. Έφυγα από εκεί πολύ σίγουρος τι θέλω να κάνω… Και το έκανα.
2. Πώς μεταφέρετε στη σκηνή ένα βιβλίο που έχει διαφορετικά δεδομένα σε σχέση με το θέατρο;
Κατ αρχάς το Tango Bar δεν είναι βιβλίο. Είναι ένα ολοκληρωμένο θεατρικό έργο, που γράφτηκε για θέατρο στις αρχές της δεκαετίας του 80. Γράφτηκε για τον Γιώργο Σαμπάνη και τον Δημήτρη Καμπερίδη για τη σκηνή του θεάτρου ΑΜΟΡΕ. Δυστυχώς δεν ανέβηκε τότε, ανέβηκε όμως από τον Αντώνη Αντωνίου αρχες 90, έκτοτε δεν ανέβηκε παρά μόνο από ερασιτεχνικούς θιάσους ανά την Ελλάδα. Φέτος, στην ουσία ανεβαίνει μετά από το 92.
Η προσέγγιση του λοιπόν σαν κείμενο δεν ήταν δύσκολη, αρκεί να κρατήσει ο σκηνοθέτης τον εσωτερικό λιτό ρυθμό του κειμένου. Κι αυτό έκανα.
3. Το γεγονός πως και οι δύο πρωταγωνιστές είναι αποτυχημένοι στην καριέρα τους στο θέατρο, πώς βαραίνει τις πράξεις τους;
Αποτυχημένους τους βλέπουμε όλοι εμείς στην κοινωνία. Το έργο από μόνο του μιλάει για την «ευτυχία να είσαι αποτυχημένος» δηλαδή να γίνεις αυτό που θέλεις εσύ και όχι αυτό που οι άλλοι θεωρούν επιτυχία… Άλλωστε αυτό δεν είναι και το κλειδί της ευτυχίας; Να είσαι ο εαυτός σου… και έτσι να πορεύεσαι.
4. Πώς η αποτυχία τους αυτή μπορεί να γίνει η ευτυχία τους για τη ζωή;
Οι ήρωες του έργου φαινομενικά είναι αποτυχημένοι, δηλαδή δεν είναι αυτό που θεωρούμε ότι θα έπρεπε να είναι. Οι ίδιοι όμως ζουν μια ζωή που καθορίζεται από τις βαθιές επιλογές τους. Αυτές στις οποίες δεν συμβαδίζει το μέσα τους με τον φόβο και τη λογική που είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Έτσι η «αποτυχία» γι αυτούς είναι ο δρόμος στην δική τους ευτυχία… την προσωπική… την αληθινή.
5. Οι τρικυμίες που καθόρισαν τη ζωή τους, οι κρίσεις τι τους έμαθαν; Μέσα σε ένα βράδυ πώς βγαίνουν αυτά στην επιφάνεια κατά την προσωπική τους επαφή;
Κάθε τρικυμία στη ζωή σε κάνει πιο σοφό, η τουλάχιστον πιο δυνατό. Οι ήρωες του έργου παρόλο που έχουν χτυπηθεί αλύπητα εχουν καταφέρει να φτάσουν πολύ πίσω… στη παιδικότητά τους, που είναι αρχέγονη και αγνή. Ο φόβος και η λογική είναι ο εχθρός και το εμπόδιο στη ζωή. Κάθε βράδυ θα φτάνουν σε αυτό… κάθε βράδυ θα συγκρούονται και θα αγαπιούνται. Κάθε βράδυ θα γίνονται παιδιά αθώα, κάθε βράδυ θα συλλογίζονται… «ποιος θα ενδιαφερθεί για τις κουβέντες δυο μεθυσμένων»…
6. Η ζωή τελικά είναι ένας χορός ταγκό με διαρκή κίνηση μπροστά ή πίσω;
Η ζωή είναι ένας διαρκής χορός, ένας χορός με τη σκιά σου, με την καρδιά σου, με το μέσα σου. Κάποιες φορές είναι ένα όμορφο ρομαντικό ταγκό, κάποιες ένα σκληρό ροκ, στο χέρι σου είναι τι θα επιλέξεις.