Στα παγκόσμια εγκληματολογικά χρονικά οι ανατριχιαστικές ιστορίες, γραμμένες με το αίμα αθώων, είναι αμέτρητες. Ανδρες και γυναίκες, κυριευμένοι από αμόκ ή με έμμονες ιδέες, με ή χωρίς ψυχιατρικό υπόβαθρο, είτε με θολωμένο είτε με καθαρό μυαλό, έχουν στερήσει μαζικά ανθρώπινες ζωές.
Οπλα τους, κουζινομάχαιρα, καραμπίνες, δηλητήρια… Θύματα, συγγενείς τους, ιερόδουλες, ομοφυλόφιλοι, αλλοδαποί, παιδιά… Ενα τέτοιο «γκραν γκινιόλ», η πρώτη – όπως όλα δείχνουν – υπόθεση serial killer στην Κύπρο, συγκλονίζει την κοινωνία το τελευταίο δεκαήμερο. «Χρεώνοντας» στον 35χρονο αξιωματικό της Εθνικής Φρουράς Νίκο Μ. (τον «Ορέστη» όπως εμφανιζόταν στα social media «ψαρεύοντας» θύματα) τη δολοφονία τουλάχιστον τριών γυναικών (οι σοροί δύο Φιλιππινέζων βρέθηκαν στο μεταλλείο του Μιτσερού Λευκωσίας), οι κυπριακές Αρχές φοβούνται την ύπαρξη «πολύ περισσότερων πτωμάτων». Για την Ελλάδα ωστόσο η κατηγορία του serial murderer δεν είναι πρωτοφανής.
Ενας Ελληνας άλλωστε αναφέρεται ακόμα και στη διεθνή βιβλιογραφία. Είναι ο Αντώνης Δαγκλής, ο «φονιάς με το λευκό βαν», που είχε τρομοκρατήσει τις πιάτσες της πορνείας στην Αθήνα (1992-1995) στραγγαλίζοντας και ξεκοιλιάζοντας γυναίκες. Εκαναν «ανήθικη δουλειά» έλεγε. Ηταν ιερόδουλες – το ίδιο και η μητέρα του. Οπως είχε πει στο δικαστήριο, που τον καταδίκασε για τρεις ανθρωποκτονίες, κάθε φορά ένιωθε ότι σκότωνε τη μάνα του. Συνελήφθη το 1996 για την απαγωγή και τον βιασμό τουρίστριας και ομολόγησε τις ανθρωποκτονίες. Εναν χρόνο μετά, στα 24 του, αυτοκτόνησε στο κελί του στον Κορυδαλλό.
Η αρχή του τέλους για τον «αντεροβγάλτη» με το άσπρο Volkswagen ήταν ο εντοπισμός του πτώματος της Ελένης Παναγιωτοπούλου κοντά στα διόδια της Τραγάνας και έπειτα της σορού της Αθηνάς Λαζάρου στον Βοτανικό. Αν και ο ίδιος μετά τη σύλληψή του αποκάλυψε άλλο έναν φόνο που έκανε το 1992, η «πόρνη Καίτη» δεν ταυτοποιήθηκε ποτέ.
Οι γυναίκες έγιναν κόκκινο πανί για τον Ξανθιώτη Κυριάκο Παπαχρόνη, τον δόκιμο έφεδρο αξιωματικό στη Δράμα, ο οποίος άρχισε να βιάζει και να σκοτώνει τον Σεπτέμβριο του 1981. Ο «δράκος της Δράμας», που «ερεθιζόταν με τον ήχο από τα γυναικεία τακούνια» σύμφωνα με ρεπορτάζ της εποχής, αποφυλακίστηκε το 2004 και δεν απασχόλησε ξανά τις Αρχές. Το μίσος τον κυρίευσε, σύμφωνα με όσα έλεγε, από τη στιγμή που ιερόδουλη τον χαρακτήρισε σεξουαλικά ανίκανο στην εφηβεία του.
Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1982 είχε βιάσει και σκοτώσει μία ιερόδουλη και μία φοιτήτρια, ενώ το κατηγορητήριο περιελάμβανε επιπλέον απόπειρες βιασμών και ανθρωποκτονιών, ακόμα και βομβιστικές επιθέσεις.
Ως «δράκος της Παραλιακής» ή «βιαστής με το σκοινί» αναφερόταν στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Σπύρος Μπέσκος (οικογενειάρχης και επιτυχημένος φυσικοθεραπευτής) που καταδικάστηκε για δύο βιασμούς και δολοφονίες, έχοντας αποπειραθεί να κακοποιήσει και άλλες γυναίκες στην Αττική. Συνελήφθη τον Οκτώβριο του 1983 (στήθηκε επιχείρηση με «δολώματα» γυναίκες αστυνομικούς), αποφυλακίστηκε το καλοκαίρι του 2008 και επανεντάχθηκε ομαλά στην κοινωνία, επιστρέφοντας στη γειτονιά του στα νότια προάστια. «Χτυπούσε» Σαββατοκύριακα έχοντας στο στόχαστρο κυρίως ιερόδουλες. Με ένα μπλε Οτομπιάνκι τις οδηγούσε σε ερημικές τοποθεσίες, όπου τις αναισθητοποιούσε σφίγγοντας ένα σκοινί στον λαιμό τους. Θύματά του ήταν η 19χρονη Χρυσάνθη Μπατζίκα και η 20χρονη Χαρίκλεια Κολιοπούλου.
Ηταν Σεπτέμβριος του 1962 όταν τα πρωτοσέλιδα μονοπωλούσε η υπόθεση της Αικατερίνης Δημητρέα: «Φως εις τα εγκλήματα της “δράκαινας” της Μάνης», «Εγκληματικόν αμόκ. Ομολογεί η δηλητηριάστρια» έγραφαν για την πρώτη ελληνίδα δολοφόνο κατ’ εξακολούθηση.
Η Δημητρέα εξόντωσε με δηλητήριο (παραθείο στο φαγητό) τέσσερις συγγενείς της – μητέρα, εξαδέλφη, αδελφό και πεντάχρονο ανιψιό – σε διάστημα τεσσάρων μηνών. Τη γλίτωσε τρεις φορές, όμως στην περίπτωση του αγοριού έγινε εξονυχιστική έρευνα. «Από τον τάφον του εξεδικήθη ο ανεψιός την δηλητηριάστριαν» έγραφαν οι εφημερίδες. Μητέρα ενός παιδιού, η οποία είχε προβλήματα με τα οικονομικά και την υγεία της, εκτελέστηκε το 1964.
Με ρατσιστικά κίνητρα και πεδίο εγκληματικής δράσης το κέντρο της Αθήνας έδρασε τον Οκτώβριο του 1999 ο Παντελής Καζάκος. Από τις σφαίρες του υπαλλήλου ασφαλείας στην ΕΡΤ ξεψύχησαν δύο μετανάστες ενώ τραυματίστηκαν άλλοι έξι – κάποιοι πολύ βαριά.
Ο «Χάνιμπαλ» της Θάσου
Ξεχωριστό κεφάλαιο θεωρείται ο Θεόφιλος Σεχίδης, ο μοναχικός φοιτητής Νομικής που έγινε ο πρωταγωνιστής μιας απίστευτης φρικαλεότητας, ξεκληρίζοντας την οικογένειά του σε μερικές ώρες την άνοιξη του 1996. Τον περασμένο Φεβρουάριο, στα 46 του και ενώ περίμενε απάντηση σε αίτημα αποφυλάκισής του, ο καταδικασθείς σε πέντε φορές ισόβια, πέθανε στο ψυχιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού. Το όνομά του έγινε συνώνυμο με τις φράσεις «έλληνας Χάνιμπαλ», «κανίβαλος που άκουγε Τσαϊκόφσκι», «δολοφόνος του αιώνα» και «μακελάρης της Θάσου». Ομως οι εγκληματολόγοι φαίνεται ότι δεν μπόρεσαν ποτέ να τον «χαρακτηρίσουν» τοποθετώντας τον αυστηρά σε κάποια κατηγορία εγκληματία. Ούτε σε εκείνη του serial killer. Το μόνο που υπογράμμιζαν πάντα είναι η ιδιαίτερη κλιμάκωση βίας που κατέληξε σε πέντε φόνους τον Μάιο του 1996. Η συγκλονιστική αλήθεια είχε έρθει στο φως τρεις μήνες αργότερα. Ο φοιτητής σκότωσε πατέρα, μητέρα, αδελφή (είχε σχιζοφρένεια), γιαγιά και θείο, τους τεμάχισε, άνοιξε τα κρανία τους και έβαλε τους εγκεφάλους στο ψυγείο, ενώ σκόρπισε τα διαμελισμένα μέλη σε σκουπιδότοπο της Καβάλας.