Στο επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ πίστευαν ότι είχαν καταφέρει να έχουν έτοιμο ένα προεκλογικό σχέδιο που θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί από το καλοκαίρι του 2018 έως και το φθινόπωρο του 2019.
Ο σχεδιασμός περιελάμβανε μια σειρά από κόμβους. Πρώτα, θα εξασφαλιζόταν η τυπική έξοδος από τα μνημόνια ακόμη και με το τίμημα μακρόχρονης επιτροπείας και εξοντωτικών πρωτογενών πλεονασμάτων.
Έπειτα, θα ακολουθούσε η προσχεδιασμένη «μίνι ανταρσία» για τη μη μείωση των παλαιών συντάξεων. Άλλωστε, ήξεραν ότι με βάση τα πλεονάσματα αλλά και τις μειώσεις σε αυτούς που βγήκαν στη σύνταξη μετά την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου, η Τρόικα δεν είχε αντίρρηση. Βέβαια για να το κάνουν περιέκοψαν τα περίφημα «αντίμετρα».
Έπειτα, ήρθε η συμφωνία των Πρεσπών και η κύρωσή της που υποτίθεται ότι θα κατοχύρωνε τον ΣΥΡΙΖΑ ως υπεύθυνη εθνική δύναμη και τον Αλέξη Τσίπρα ως «εθνικό ηγέτη».
Και στη συνέχεια η λογική ήταν μόνο «κοινωνικά μέτρα» μέχρι τις εκλογές, όπως η προστασία της πρώτης κατοικίας, για να υπάρξει μια θετική δυναμική μέχρι τις κάλπες με αποκορύφωμα τη δήλωση προθέσεων να μην εφαρμοστεί η μείωση του αφορολόγητου από 1/1/2020.
Ο στόχος ήταν ο Τσίπρας να εμφανιστεί στην κάλπη με ένα πολλαπλό πολιτικό φωτοστέφανο ως ο ηγέτης που έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, ακύρωσε μνημιονιακά μέτρα, έλυσε μακρόχρονες εθνικές εκκρεμότητες και ξαναέφερε στο προσκήνιο την κοινωνική ευαισθησία της αριστεράς.
Η αποτυχία του σχεδιασμού του ΣΥΡΙΖΑ
Όμως, όλα αυτά αποδείχτηκαν σχεδιασμοί επί χάρτου. Η έξοδος από τα μνημόνια συνδυάστηκε με μια αναιμική ανάπτυξη που δεν μπορεί να αναιρέσει τις καταστροφικές επιπτώσεις της προηγούμενης περιόδου. Η ανεργία υποχωρεί αλλά με το τίμημα της αύξησης της μερικής απασχόλησης, ενώ ακόμη και σήμερα είναι στο πολύ υψηλό 18,5%. Μέτρα όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν επαρκούν για να αντιστρέψουν την αποπτώχευση των λαϊκών στρωμάτων. Η λύση για την πρώτη κατοικία άφησε πολλές χιλιάδες δανειολήπτες εκτός ρύθμισης,
Την ίδια ώρα, η Συμφωνία των Πρεσπών αποδείχτηκε πολιτική αιμορραγία για τον ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως γιατί λειτούργησε ως ο μηχανισμός που παγίωσε την απομάκρυνση κρίσιμων ομάδων ψηφοφόρων από το κυβερνών κόμμα.
Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο η συμφωνία πέρασε από τη Βουλή, συμπεριλαμβανομένης και της ανασύνθεσης της κυβερνητικής πλειοψηφίας άφησε ένα πολύ έντονο ίχνος πολιτικού καιροσκοπισμού που δεν βοήθησε τη συσπείρωση γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ έκανε και τον πρωθυπουργό να φαίνεται εξίσου κυνικός με τους ηγέτες των παραδοσιακών «συστημικών» κομμάτων.
Παράλληλα, το σχέδιο Novartis και συνολικά η προσπάθεια της κυβέρνησης να δημιουργήσει κλίμα προεκλογικής πόλωσης δεν έχουν φέρει τους αναμενόμενους καρπούς. Ο τρόπος που διεξάγεται η δικαστική έρευνα ενός υπαρκτού σκανδάλου, με την κυβέρνηση να πιέζει τη δικαιοσύνη για παραπομπές πολιτικών προσώπων, ακόμη και εάν δεν τεκμηριώνεται η ενοχή τους, δεν περνάει στην κοινωνία, που αντί για κάθαρση βλέπει άλλη μια προσπάθεια ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής.
Ακόμη χειρότερα, η όλη προσπάθεια γυρνάει μπούμερανγκ καθώς η προσπάθεια αυτή συνδυάζεται με τα στοιχεία που έρχονται στο φως για τον «βίο και πολιτεία» της ίδιας της κυβέρνησης τους Αλέξη Τσίπρα.
Οι αποκαλύψεις για τον Μανόλη Πετσίτη, στενό συνεργάτη του υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής Νίκου Παππά, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες για τους δικηγόρους των off-shore από την Κύπρο, μαζί με τις καταγγελίες του Βαγγέλη Μαρινάκη (που δεν διαψεύστηκαν από την κυβέρνηση) συνθέτουν ένα παζλ που κατατείνει πολύ περισσότερο στη «νέα διαπλοκή» παρά στην «κάθαρση», υπονομεύοντας το αφήγημα περί του «ηθικού πλεονεκτήματος της αριστεράς».
Η δημοσκοπική κατάρρευση
Όλα αυτά αποτυπώνονται και στις δημοσκοπήσεις. Η ΝΔ διατηρεί σταθερό ισχυρό προβάδισμα σε όλες τις δημοσκοπήσεις ενώ έχει σαφώς και την παράσταση νίκης. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατορθώνει να πετύχει το στόχο της επανασυσπείρωσης των αναποφάσιστων ψηφοφόρων που ήταν η βασική επιδίωξη όλου του προεκλογικού χειρισμού του. Η λογική του «μπαμπούλα» σε σχέση με την επικείμενη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, δεν φαίνεται να αποδίδει και ο ΣΥΡΙΖΑ οδεύει προς μία βέβαιη μεγάλη ήττα στις ευρωεκλογές.
Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι το ευρωψηφοδέλτιο της «Προοδευτικής Συμμαχίας» δεν κατάφερε να έχει τη συσπείρωση προβεβλημένων στελεχών που θα αποτύπωναν όντως δυναμική. Αντίθετα, ένα ψηφοδέλτιο κομματικών στελεχών, καλλιτεχνών και διανοουμένων, στελεχών από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ που δεν μπορούν να θεωρηθούν «πρώτης γραμμής», με αποτέλεσμα να κυριαρχήσει η αμηχανία ως προς το εάν ο Πέτρος Κόκκαλης εκπροσωπεί ένα πολιτικό ρεύμα ή την σύμπραξη ανάμεσα στην κυβέρνηση και έναν ισχυρό επιχειρηματικό όμιλο που κάποτε θεωρήθηκε ο ορισμός της «διαπλοκής».
Την ώρα όλα δείχνουν ότι σε κρίσιμους δήμους και περιφέρειες επίσης θα ηττηθεί: η Ρένα Δούρου πληρώνει βαρύ τίμημα για τη Μάνδρα, το Μάτι αλλά και την αδυναμία της να παράγει ουσιαστικό έργο τα προηγούμενα χρόνια, ο Νάσος Ηλιόπουλος δεν μπορεί να επαναλάβει ένα αποτέλεσμα ανάλογο με αυτό του Γαβριήλ Σακελλαρίδη στις περασμένες εκλογές, ενώ η υποψηφιότητα Νοτοπούλου φαίνεται πολύ ανεπαρκής, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί την πολιτική κληρονομιά της εποχής Μπουτάρη.
Όλα συνθέτουν ένα σκηνικό «παράστασης ήττας» για τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν είναι τυχαίο ότι ο αρχικός σχεδιασμό για «αξιοπρεπή ήττα» στις ευρωεκλογές και πολιτική αντεπίθεση στο δρόμο για τις εθνικές εκλογές του φθινοπώρου αναθεωρείται και το επιτελείο του Μαξίμου εξετάζει ως διαφυγή ακόμη και το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών στο τέλος Ιουνίου.
Το κόστος από την πρακτική και την αισθητική Πολάκη
Όλα αυτά μπορούν να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τον τρόπο που οι δηλώσεις Πολάκη ουσιαστικά έδωσαν τη χαριστική βολή στον κυβερνητικό σχεδιασμό.
Ο Παύλος Πολάκης, όπως αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ακόμη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, με έκανε μια τοποθέτηση που ουσιαστικά αναιρούσε τον πυρήνα μιας αριστερής τοποθέτησης, εφόσον αρνιόταν τη δυνατότητα ενός ανθρώπου με αναπηρία να κάνει χρήση δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν μετά από σκληρούς αγώνες.
Αυτή η εικόνα ενός υπουργού που κατεξοχήν διεκδίκησε να εκπροσωπεί μια συχνά κακώς εννοούμενη «πολιτική μαγκιά», να επιτίθεται με ανοίκειο τρόπο σε έναν άνθρωπο με αναπηρία που έχει κερδίσει σεβασμό με τον αγώνα του, είχε ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας και δημιούργησε ένα αρνητικό κλίμα για το κυβερνών κόμμα.
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η παρέμβαση του Παύλου Πολάκη ήρθε ακριβώς τη στιγμή που η κυβέρνηση επεδίωκε να κάνει την τελευταία προσπάθεια να «γυρίσει το κλίμα», κυρίως μέσα από το νέο πακέτο «παροχών» που συμφώνησε ο πρωθυπουργός με τον Ευκλείδη Τσακαλώτου.
Αντί όμως να προβάλει αυτά τα μέτρα, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε να κάνει damage control για τις δηλώσεις Πολάκη.
Μόνο που οι εκλογές έχουν τους χρόνους. Οι ευκαιρίες να αλλάξεις τη δυναμική είναι πεπερασμένες. Και κάποια στιγμή στην προεκλογική εκστρατεία, οι ψηφοφόροι σχηματίζουν γνώμη. Και αυτή μετά δεν αλλάζει.