Κανονικά θα έπρεπε να είναι μια από τις πιο ουσιαστικές πολιτικές συζητήσεις.
Διαδικασία ψήφου εμπιστοσύνης εν μέσω προεκλογικής περιόδου, στο τέλος ενός κύκλου που δεν είναι μόνο εκλογικός αλλά και ιστορικός (τέλος της «εποχής των μνημονίων»), κανονικά θα ήταν η καλύτερη ευκαιρία για ουσιαστικά κουβέντα.
Θα έπρεπε, δηλαδή, να ήταν μια κουβέντα για τον απολογισμό του κυβερνητικού έργου, αλλά –και κυρίως– και για το ποιο είναι το σχέδιο για την επόμενη μέρα.
Προφανώς και δεν θα έπρεπε να είναι μια κουβέντα ακαδημαϊκή, ούτε υποτονική. Παραμονές εκλογών και επιθέσεις θα υπάρχουν και σκληρές κουβέντες. Όμως, θα αφορούσαν και την ουσία.
Αντί για κουβέντα, είχαμε ένα πραγματικό κύλισμα στο βούρκο.
Πρωταγωνιστής σε αυτό ο πρωθυπουργός. Που επέλεξε, ειδικά στη δευτερολογία του, να το γυρίσει στις τζάμπα μαγκιές, να υπερασπιστεί τον «εθνικό πέτσακα» Παύλο Πολάκη, να επιτεθεί προσωπικά στον Κυριακό Μητσοτάκη, να επαναλάβει τα γνωστά για τον Χριστοφοράκο, τη βίλα στην Τήνο, να ανακατέψει το παρελθόν, να θυμηθεί τις γνωστές δικογραφίες και τη στοχοποίηση επιχειρηματιών, να μιλήσει με απρεπή τρόπο για τον Στέλιο Κυμπουρόπουλο, χαρακτηρίζοντας τον «γλάστρα», και κυρίως να προσπαθήσει να δικαιολογήσει την επιλογή του να απολαύσει διακοπές στο κότερο ενός εφοπλιστή, λίγες εβδομάδες μετά την τραγωδία στο Μάτι
Όμως, και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επίσης επέλεξε τον ίδιο δρόμο, των επιθέσεων, της επικέντρωσης στην «οικογενειακή ευθύνη», συμπεριλαμβανομένων ακόμη και ατεκμηρίωτων αναφορών στην εποχή της χούντας και το ρόλο του πατέρα του πρωθυπουργού.
Κοντολογίς και από τις δύο πλευρές η επιλογή ήταν να μη γίνει καμιά ουσιαστικά συζήτηση, να μην υπάρξει αντιπαράθεση πάνω στο ποιες είναι οι προτάσεις για την επόμενη μέρα, για την ανάπτυξη, για τους θεσμούς.
Για να είμαι ξεκάθαρος: είμαι ο τελευταίος που θα υποστήριζα έναν πολιτικό καθωσπρεπισμό ή μια δήθεν «ευπρέπεια».
Εάν είναι να ειπωθούν σκληρές κουβέντες, ας ειπωθούν με τρόπο σκληρό.
Ούτε έχω πρόβλημα με αναφορές σε συγκεκριμένα περιστατικά, σε ενδεχόμενα σκάνδαλα, σε ατομικές πρακτικές ευθύνες.
Όμως, έχω πρόβλημα με τη τζάμπα μαγκιά, την κουλτούρα πεζοδρομίου, τις εύκολες ατάκες που συγκαλύπτουν τη δυσκολία και των δύο να πουν την απλή αλήθεια ότι δεν έχουν μεγάλες πολιτικές διαφορές.
Γιατί μπορεί να πηγαίνουμε «στις πιο πολωμένες εκλογές», όμως στην πραγματικότητα έχουμε τις μικρότερες διαφορές πολιτικής.
Γιατί μπορεί να βγήκαμε από τα μνημόνια αλλά ακόμη κουμάντο κάνει η Τρόικα.
Γιατί και τα δύο μεγάλα κόμματα αποδέχονται το ίδιο πλαίσιο πολιτικής: τη λιτότητα, την ελαστική εργασία, τη λογική ότι «ανάπτυξη» είναι να δώσουμε «γη και ύδωρ» στους επενδυτές.
Γιατί, δυστυχώς, λίγα πράγματα θα αλλάξουν την επόμενη των εκλογών.
Γιατί όταν μπορούσε κάτι να αλλάξει, τότε το 2015, με την κοινωνία έτοιμη να βάλει πλάτη, ο Τσίπρας επέλεξε να συνθηκολογήσει και να υπογράψει τρίτο μνημόνιο.
Έτσι και τώρα, αντί να παρακολουθούμε μια κουβέντα για το αύριο (και τις δυσκολίες που αυτό περιλαμβάνει), ακούμε ατάκες για το χτες, προσωπικές επιθέσεις και τόνους λάσπης, από όλες τις πλευρές.
Με μόνο αποτέλεσμα να συντηρείται το αφήγημα του «όλοι ίδιοι είναι» και να τρίβει τα χέρια της η ακροδεξιά.