Οι μεταβολές στη λειτουργία του θυρεοειδούς μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο για εμφάνιση κολπικής μαρμαρυγής. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγουν δύο μεγάλες επιστημονικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα σε Αμερική και Ευρώπη και δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Jama.

Το αποτέλεσμα των μελετών, που ενοχοποιεί την θυρεοειδοπάθεια ως αίτιο εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής, έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις στην παγκόσμια ιατρική κοινότητα. Κι αυτό γιατί και οι δυο μελέτες καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα καθώς ένας άξονας συνδέει υπόφυση -θυρεοειδή αδένα – καρδιά.

«Τα στοιχεία των δυο νέων μελετών αλλάζουν τα δεδομένα στην αντιμετώπιση των παθήσεων του θυρεοειδούς σε σχέση με τη λειτουργία της καρδιάς και θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη», αναφέρει ο χειρουργός ενδοκρινών αδένων, Δημήτριος Γιάλβαλης.

Στην πρώτη μελέτη, που πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ (συμμετείχαν περισσότερα από 37.100 άτομα), οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα γενετικό προγνωστικό παράγοντα των επιπέδων θυρεοτροπίνης για να προσδιορίσουν τις γενετικά καθορισμένες διακυμάνσεις των επιπέδων της ορμόνης διέγερσης του θυρεοειδούς (TSH) και του κινδύνου κολπικής μαρμαρυγής (AF).

Ο πολυγονιδιακός προγνωστικός παράγοντας έδειξε ότι τα αυξημένα επίπεδα θυρεοτροπίνης (TSH), που επιβεβαιώνουν τη διάγνωση του υποθυρεοειδισμού, συσχετίστηκαν με μειωμένο κίνδυνο για εμφάνιση κολπικής μαρμαρυγής, ένα εύρημα που παράμεινε ακόμα και μετά τον αποκλεισμό ασθενών με εμφανή νόσο του θυρεοειδούς από τη μελέτη! «Αυτό απλά σημαίνει ότι «οι γενετικά καθορισμένες μεταβολές στη λειτουργία του θυρεοειδούς, ακόμη και εκείνες που εμπίπτουν σε μια φυσιολογικά αποδεκτή «κανονική» κλίμακα, μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο για κολπική μαρμαρυγή», εξηγεί ο κ. Γιάλβαλης.

«Τα παραπάνω νέα στοιχεία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην καθημερινή κλινική πράξη σε οποιαδήποτε απόφαση για θεραπεία μιας υποκλινικής (δηλ. χωρίς συμπτώματα) ασθένειας του θυρεοειδούς, καθώς τα αντιθυρεοειδικά φάρμακα για τη θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής, ενώ η χορήγηση θυρεοειδικής ορμόνης για υποθυρεοειδισμό μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης της», τονίζουν οι επιστήμονες της μελέτης.

Ενώ μέχρι σήμερα σε μελέτες παρατήρησης είναι γνωστό ότι η αυξημένη ελεύθερη θυροξίνη (FT4) και η μειωμένη θυρεοτροπίνη (TSH) σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο κολπικής μαρμαρυγής (AF), η άμεση ευθεία συσχέτισή τους ήταν ασαφής.

Αυτό προσπάθησε να διαλευκάνει η δεύτερη πολυκεντρική μεντελικά (δηλ. με κλίμακες γενετικού κινδύνου) τυχαιοποιημένη μελέτη (από κέντρα των ΗΠΑ, Νορβηγίας, Ισλανδίας, Δανίας, Ηνωμένου Βασιλείου, Ολλανδίας και Γερμανίας ), που δημοσιεύτηκε ταυτόχρονα με την προαναφερόμενη (μελέτη).

Αφορούσε περισσότερους από 55.100 ευρωπαίους ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή και 482.296 υγιείς ευρωπαίους ως αναφορά (controls), διαπιστώνοντας ότι η ορμόνη της υπόφυσης TSH είναι ένας καλύτερος δείκτης για την κολπική μαρμαρυγή, αποδεικνύοντας ότι η γενετικά αυξημένη αναλογία FT3 / FT4 και ο υπερθυρεοειδισμός και όχι οι απόλυτες τιμές της FT4 εντός της περιοχής αναφοράς, συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για AF, ενώ οι φυσιολογικές τιμές αναφοράς της θυρεοτροπίνης και ο υποθυρεοειδισμός συνδέθηκαν με μειωμένο κίνδυνο, υποστηρίζοντας ότι υφίσταται ένας άξονας που συνδέει υπόφυση -θυρεοειδή αδένα – καρδιά.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ