Εγκαίνια της έκθεσης της συλλογής του διακεκριμένου ηθοποιού Μάνου Κατράκη πραγματοποιεί στη Δημοτική Πινακοθήκη ο Δήμος Πειραιά . Η συλλογή του Μάνου Κατράκη, προσφέρθηκε στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά από τη σύζυγο του καλλιτέχνη τo 1994. Πρόκειται για μια εξαιρετικά σημαντική συλλογή, η οποία παρέμενε στον Δήμο Πειραιά επί 25 χρόνια χωρίς να εκτεθεί.
Δείτε το βίντεο
Ποιος ήταν
Ο Μάνος Κατράκης (Καστέλι Κισσάμου, 14 Αυγούστου 1908 – 2 Σεπτεμβρίου 1984) ήταν Έλληνας ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Στο θέατρο συνεργάστηκε, μεταξύ άλλων, με τους Μυράτ και Κοτοπούλη. Επιβλητική φυσιογνωμία, ψηλός, ευθυτενής, με χαρακτηριστική ηχηρή φωνή και έναν αέρα αριστοκρατικότητας, υποδυόταν συνήθως χαρακτήρες στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχίας (βασιλείς, γαιοκτήμονες-τσιφλικάδες, εφοπλιστές, βιομηχάνους, πολιτικούς κλπ).
Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης. Πριν συμπληρώσει τα 10 του χρόνια η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα καθώς οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και θεώρησαν πως η πρωτεύουσα θα προσέφερε περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες από τη Μεγαλόνησο. Κάποια στιγμή σε νεαρή ηλικία αναγκάζεται να γίνει ο προστάτης της οικογένειας, καθώς ο πατέρας του λείπει πια συνεχώς και ο μεγαλύτερος αδελφός του Γιάννης κατοικεί στην Αμερική.
Ο Κατράκης στα νεανικά του χρόνια έπαιξε ποδόσφαιρο και αγωνιζόταν στην θέση του σέντερ Μπακ. Έπαιζε αρχικά στην ανεξάρτητη ομάδα του «Κεραυνού Πολυγώνου» και το 1925 μεταπήδησε στον Αθηναϊκό.
Με τον Αθηναϊκό αγωνίστηκε στα πρωταθλήματα της Ε.Π.Σ.Α το 1924-25 όπου τερμάτισε τρίτος στον όμιλο του και την περίοδο 1925-26 όπου τερμάτισε έκτος.
Γρήγορα το ταλέντο του θα ανακαλυφθεί. Εμφανίζεται για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή στην Αθήνα το 1927. Ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας θα ενθουσιαστεί από το μπρίο και τη δυναμικότητα του νεαρού και έτσι έναν χρόνο αμέσως μετά θα παίξει στην πρώτη βουβή ταινία «Το λάβαρο του ’21» (1928). Ταυτόχρονα σχεδόν συμμετέχει σε θεατρικές παραστάσεις τοπικών θιάσων, όπως του «Θιάσου Νέων» του Ανδρέα Παντόπουλου και του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, μέχρις ότου καταφέρνει να μπει στο Εθνικό Θέατρο (1931).
Από κει και πέρα όλα άλλαξαν ραγδαία για τον Κατράκη. Η δεκαετία του ’30 έφερε την καταξίωσή του στο θεατρικό σανίδι, τη γνωριμία του με εξέχουσες προσωπικότητες του καιρού (όπως ήταν η φιλία του με τον μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο) αλλά και τον πρώτο του γάμο, σε ηλικία 25 ετών, με την επίσης ηθοποιό, Άννα Λώρη. Από το 1933 έπαιξε κατά σειρά με τους θιάσους Λουδοβίκου Λούη, Μήτσου Μυράτ, Βασίλη Αργυρόπουλου και Μαρίκας Κοτοπούλη μέχρι το 1935, όταν επαναπροσλήφθηκε από το Εθνικό θέατρο.
Ο γάμος του τέλειωσε σύντομα και γρήγορα ήρθε ο πόλεμος κι η κατοχή. Ο Κατράκης συμμετείχε στο μέτωπο και νυμφεύτηκε δεύτερη φορά αλλά ξαναχώρισε. Επίσης, έχασε τα δίδυμα παιδιά του. Το 1943, όταν ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών συνέβαλε στην ίδρυση του Κρατικού θεάτρου Θεσσαλονίκης.
Ο Κατράκης εντάχθηκε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της Κατοχής, και πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση. Η πεισματική άρνησή του να υπογράψει «δήλωση μετανοίας και αποκήρυξης των κομμουνιστικών ιδεών» οδήγησε σε διώξεις, βασανιστήρια και εξορία στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη για σχεδόν επτά χρόνια. Η φιλία του και η κοινή πορεία με συναγωνιστές του, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τζαβαλάς Καρούσος και ο Γιάννης Χοντζέας, τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει τις δραματικές αυτές στιγμές. Ταυτόχρονα είχε τη δύναμη να εμψυχώνει σύντροφους του στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη.
Όταν πια στις αρχές της δεκαετίας του ’50 επιστρέφει στην Αθήνα οριστικά, το μετεμφυλιακό κλίμα είναι βαρύ. Αναγκάζεται να εργαστεί ευκαιριακά (στο ραδιόφωνο στην αρχή) αλλά σιγά-σιγά κατορθώνει να πάρει μικρούς ή μεγαλύτερους ρόλους στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Το 1951-1952 διοργανώνει «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Το 1952 πρωταγωνίστησε στον «Προμηθέα» του Αισχύλου με τον Θυμελικό θίασο του Καρζή σε Δελφούς και Αθήνα, όπου μετά την παράσταση δέχεται την έκφραση συγχαρητηρίων από τους Βασιλείς. Ακολούθως πρωταγωνίστησε στον θίασο της Κοτοπούλη και το 1953 οργάνωσε δικό του θίασο. Από το 1954 είναι πρωταγωνιστής του «Θεάτρου Αθηνών» και από το επόμενο έτος του «Εθνικού Λαϊκού Θεάτρου», στο οποίο ανέβαιναν συνεχώς παραστάσεις και με μεγάλη επιτυχία.
Στα 1954 γνώρισε την μετέπειτα σύζυγό του (τρίτη και τελευταία), τη Λίντα Άλμα, μετά από μία θεατρική πρεμιέρα.
Η συνεχής καταπόνηση του οργανισμού του του δημιούργησε με τον καιρό προβλήματα και η υγεία του εξασθένησε. Μανιώδης καπνιστής, σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αρνήθηκε να ακολουθήσει αυστηρό πρόγραμμα θεραπείας. Έτσι, λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας, στην οποία πρωταγωνίστησε -το Ταξίδι στα Κύθηρα με σκηνοθέτη τον Θόδωρο Αγγελόπουλο- απεβίωσε στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, σε ηλικία 76 ετών, λόγω καρκίνου του πνεύμονα. Μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν μέλος του ΚΚΕ. Κηδεύτηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.