Περιγράφοντας το 1893 ένα λουκούλλειο γεύμα στη Σαμόα όπου είχε εγκατασταθεί τρία χρόνια πριν, ο 43χρονος Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, διάσημος συγγραφέας του «Νησιού των θησαυρών» και της «Παράξενης υπόθεσης του Δόκτορα Τζέκιλ και του κυρίου Χάιντ», επαινούσε την ποιότητα των πουλερικών που το απάρτιζαν και δήλωνε παράλληλα την απεριόριστη εκτίμησή του σε «μια πίντα Guinness». Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 η μαύρη ιρλανδική μπύρα είχε ήδη κατακτήσει τη Βρετανία και βάδιζε σταθερά προς την εξάπλωσή της σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρήγαγε περισσότερα από 1 εκατ. βαρέλια ετησίως, απασχολούσε περίπου 5.000 εργαζόμενους και τους προσέφερε πρωτοποριακές για την εποχή ασφαλιστικές παροχές. Ο τότε επικεφαλής της επιχείρησης, Εντουαρντ Γκίνες, δισέγγονος του θεμελιωτή της, Αρθουρ Γκίνες, είχε μόλις αποσυρθεί από την ενεργό δράση στα 40 του, έχοντας αποκομίσει πλούτο αξίας περίπου 400 εκατ. ευρώ σε σημερινές τιμές και τον τίτλο του κόμη του Αϊβεϊ.
Οπως γράφει o Μάρκος Καρασαρίνης στο BHMAgazino Special Edition που κυκλοφορεί με το «Βήμα της Κυριακής», το μέλλον θα μετέτρεπε την εταιρεία σε διεθνή κολοσσό και την οικογένεια σε δυναστεία, που θα έβλεπε όμως και το δημιούργημά της να γλιστρά από τα χέρια της στα τέλη του 20ού αιώνα, θύμα των ραγδαίων μεταβολών στις επιχειρηματικές απαιτήσεις των απαρχών της παγκοσμιοποίησης.