Η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού -που από το 1994 αναγνωρίζεται επισήμως από την ελληνική πολιτεία, με την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου- αναφέρεται στα βίαια, μαζικά, φονικά γεγονότα της δεύτερης και των αρχών της τρίτης δεκαετίας του 20ού αιώνα που έλαβαν χώρα στην καταρρέουσα τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, μέχρι τη δημιουργία του σύγχρονου τουρκικού κράτους, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τη φυσική εξόντωση, τον αφανισμό, τον εκτοπισμό, την εκρίζωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων του Πόντου από τις πατρογονικές τους εστίες.

Τα γεγονότα αυτά πυροδοτήθηκαν από τη σταδιακά αυξανόμενη ανάδυση και εντεινόμενη επίδραση του τουρκικού εθνικισμού στην πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο οποίος προς τα τέλη της πρώτης δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα κατέστη κυρίαρχη ιδεολογία, αναλαμβάνοντας, διά των πολιτικών εκφραστών του, την εξουσία και τον έλεγχο της αυτοκρατορίας.

Η ανάληψη της εξουσίας από τους Νεότουρκους το 1908 στην οθωμανική Θεσσαλονίκη θεωρείται η απαρχή για τους «συστηματικούς» και «οργανωμένους» -όπως υποστηρίζουν σύγχρονοι ιστορικοί και ερευνητές- διωγμούς, εξαντλητικές πορείες εξόντωσης, εγκλεισμούς σε τάγματα καταναγκαστικής εργασίας, λεηλασίες και βιαιότητες σε βάρος όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής.

Ωμότητες

Όπως επισημαίνουν οι ίδιοι, οι ωμότητες αυτές πραγματοποιήθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους και σε διάφορες φάσεις, μέσα στη δεκαετία 1913-1923 και μέσα σε εμπόλεμες συνθήκες, αλλά και σε ειρηνικά μεσοδιαστήματα, στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων είναι δύσκολο να υπολογιστεί λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν. Ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης αναφέρει σχετικά:

«Οι  Έλληνες σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν την έναρξη των διωγμών, σε ήταν περίπου 2 με 2,2 εκατομμύρια. Στο χώρο του Πόντου ήταν περίπου 450.000. Στην επίσημη απογραφή του 1928 καταμετρήθηκαν, ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, επισήμως, 1,2 εκατομμύρια. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των Ελλήνων που χάθηκαν στην περίοδο 1914-22, αυτών που αγνοείται η τύχη τους, είναι της τάξης των 700.000- 800.000, σε όλη την έκταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας».

Το επίσημο τουρκικό κράτος, που διαδέχθηκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αρνείται ότι διαπράχθηκε «γενοκτονία» εναντίον των χριστιανικών μειονοτήτων της Ανατολής τα τελευταία χρόνια ύπαρξης της αυτοκρατορίας.

«Η Τουρκική Δημοκρατία δημιουργείται το 1923, δηλαδή μετά το τέλος των γεγονότων. Τα γεγονότα και τις γενοκτονίες τις προκάλεσε ο ακραίος τουρκικός εθνικισμός, οι Νεότουρκοι στην αρχή και ο Κεμάλ στη συνέχεια. Η σχέση του σύγχρονου τουρκικού κράτους με αυτούς που διέπραξαν τις γενοκτονίες μπορεί να μην είναι θεσμική, είναι όμως οργανική, γιατί ουσιαστικά αυτοί δημιουργούν το τουρκικό κράτος» αναφέρει ο κ. Αγτζίδης.

Ο ίδιος ο όρος «γενοκτονία» διατυπώθηκε και ενσωματώθηκε στο διεθνές δίκαιο μεταγενέστερα (1948) από τον πολωνό νομομαθή Ράφαελ Λέμκιν, με σκοπό τη νομική περιγραφή «μαζικών εγκλημάτων» από κυρίαρχες εξουσίες, με προσχεδιασμό, οργάνωση, συστηματικότητα και με σκοπό «τη μεθοδευμένη εξολόθρευση, ολική ή μερική» διαφόρων «εθνικών, φυλετικών, θρησκευτικών ή άλλων μειονοτήτων», και έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός ευρύτερου επιστημονικού διαλόγου και κοινωνικού προβληματισμού.

Το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ποντίων, σύμφωνα με μελετητές των γεγονότων, είτε εξαιτίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων είτε και του συνεχιζόμενου επιστημονικού διαλόγου και της διαδικασίας τεκμηρίωσης ή και των δύο, κρατήθηκε χαμηλά επί δεκαετίες, ώσπου άρχισε σταδιακά να τίθεται εντονότερα από την προσφυγική «Κοινωνία των Πολιτών», τους επιζήσαντες και τους απογόνους τους, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Η οργανωμένη μελέτη των πηγών, η αξιοποίηση των μαρτυριών, αλλά και έργα νεότερων ιστορικών, Ελλήνων και ξένων, μεταξύ αυτών και σύγχρονων τούρκων ιστορικών, τις τελευταίες δεκαετίες βοήθησε στην αποσαφήνιση του ιστορικού τοπίου και σε ευρεία επιστημονική τεκμηρίωση του αιτήματος «μνήμης» και αναγνώρισης «γενοκτονικών» πρακτικών, οι οποίες εφαρμόστηκαν κατά των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής, μεταξύ αυτών και κατά του ποντιακού ελληνισμού (1916-1922).

Έγκριτοι έλληνες και ξένοι ιστορικοί, νομικοί και κοινωνιολόγοι, αποφαίνονται σήμερα, παραθέτοντας στοιχεία και επιχειρήματα, ότι οι διωγμοί, οι θάνατοι, οι πυρπολήσεις χωριών και οι εκτοπίσεις εκείνης της περιόδου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσαν μέρος ενός «μεθοδευμένου» και «συστηματικού» σχεδίου της εθνικιστικής «ελίτ» των Νεότουρκων, με κύριο στόχο τον «εκτοπισμό», την «εκδίωξη από τα εδάφη της αυτοκρατορίας» με τη χρήση βίαιων, απάνθρωπων πρακτικών, που είχαν ως αποτέλεσμα μια τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή, με ανεπανόρθωτες συνέπειες για τις χριστιανικές μειονότητες της Ανατολής.

Το ΑΠΕ – ΜΠΕ παραθέτει τις απόψεις τεσσάρων ελλήνων επιστημόνων, μελετητών των γεγονότων εκείνης της περιόδου, τα οποία σφράγισαν τη μοίρα του προσφυγικού στοιχείου, του ποντιακού και μικρασιατικού ελληνισμού.

Θεοδόσης Κυριακίδης, διδάκτωρ ιστορίας, επιστημονικός συνεργάτης στην Έδρα Ποντιακών Σπουδών του ΑΠΘ

Χρονολογία-σταθμό αποτελεί ασφαλώς η Επανάσταση των Νεότουρκων τον Ιούλιο του 1908 στην οθωμανική Θεσσαλονίκη, όταν οι Ταλάτ –Κεμάλ –Ενβέρ υποβαθμίζουν τη σουλτανική εξουσία και καθίστανται απόλυτα κυρίαρχοι, πολιτικά, ιδίως μετά το 1913. Τα συνέδρια των Νεοτούρκων είναι τακτικά, το πιο σημαντικό είναι αυτό του 1913 στη Θεσσαλονίκη, όπου εκεί αποκρυσταλλώνεται το σύνθημα: «Η Τουρκία στους Τούρκους».

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι θα δημιουργήσουν έντονα προβλήματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γιατί με την απώλεια οθωμανικών εδαφών και την προσφυγοποίηση των μουσουλμάνων από βαλκανικά εδάφη πιέζονται οι ελίτ και οι Νεότουρκοι, οι οποίοι θα κληθούν να λύσουν αυτό το πρόβλημα.

Κατηγορούν τους χριστιανούς ότι «κατέστρεψαν τη χώρα» και ότι πάντοτε προσπαθούσαν «να στραφούν κατά της πατρίδας». Υπάρχουν αναφορές τους για «εσωτερικό καρκίνωμα στο σώμα της αυτοκρατορίας» ή «πληγή που πρέπει να γιατρευτεί» ή για το «άγριο χορτάρι που πρέπει να ξεριζωθεί» κ.τ.λ. Αυτή η τάση του τουρκικού εθνικισμού βρίσκει ιδεολογικούς εκφραστές, όπως ο Ζιγιά Γκιολκάπ, ο οποίος με ποιήματα και με άρθρα στον Τύπο ενισχύει αυτόν τον τουρκικό εθνικισμό.

Προς τα τέλη του 1914, λίγες εβδομάδες μετά το ξέσπασμα του Α’ ΠΠ, παρατηρείται συσπείρωση των μουσουλμάνων και επικρατεί το σύνθημα: «Ο πόλεμος για τη σωτηρία της πατρίδας δεν είναι μόνο αναγκαίος, είναι και θεάρεστος».

Η ελίτ έχει αποφασίσει να εκδιώξει τις χριστιανικές κοινότητες. Αυτό, ασφαλώς, δεν μπορεί να συμβεί χωρίς να προκαλέσει τις μεγάλες δυνάμεις, τη διεθνή κοινότητα. Οπότε το σχέδιο που έχουν είναι προσπάθειες ανταλλαγής υποτίθεται εθελοντικών για ανταλλαγή πληθυσμών, στη συνέχεια με πογκρόμ ιδίως στα παράλια της Μικράς Ασίας 1913-14 να δημιουργήσουν συνθήκες τρόμου, όπως η σφαγή της Φώκαιας, για να διώξουν τους πληθυσμούς αυτούς. Είναι συγκλονιστικές οι μαρτυρίες, έχουν δημοσιευτεί.

Επόμενος σημαντικός σταθμός είναι η γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, όπου οι σφαγές ξεσηκώνουν την κοινή γνώμη. Επειδή με τις σφαγές των Αρμενίων προκάλεσαν την κοινή γνώμη, οι Γερμανοί στέλνουν συνεχώς τηλεγραφήματα και εκδηλώνουν την ανησυχία τους – καθώς ήταν στενοί σύμμαχοι και συνεργάτες κατά τον Α’ ΠΠ – ότι η διεθνής κοινή γνώμη θα κατηγορήσει τους ίδιους ότι προκαλούν αυτοί τις σφαγές αυτές. Μάλιστα, υπάρχει δημοσίευμα από εφημερίδα του Μονάχου ότι οι σφαγές πραγματοποιούνται στο όνομα του Κάιζερ. Επιλέγεται, λοιπόν, η βίαιη μετατόπιση των χριστιανικών μειονοτήτων προς το εσωτερικό.

Η ελίτ των Νεότουρκων οργανώνει την εξόντωση, μέσω των εκτοπισμών. Το σχέδιο λειτουργεί με ένα διπλό μηχανισμό. Η ιδέα ήταν να μετατοπιστούν, όπως έλεγαν, για «στρατιωτικούς λόγους» περί τα 30-50 χλμ προς την ενδοχώρα. Παρατηρώντας όμως τις πορείες αυτών βλέπουμε ότι φτάνουν μέχρι την Μαλάτεια και περιοχές που είναι σε απόσταση 300- 400 χιλιόμετρα. Οπότε βλέπει κανείς ότι δεν εξυπηρετεί στρατιωτικούς λόγους, αλλά μέσα από τις πορείες, τις κακουχίες, το κρύο, την πείνα σκοπός ήταν η εξόντωση.

Μέχρι και οι σύμμαχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο αυστριακός πρόξενος ή ο γερμανός πρέσβης, σημειώνουν στα τηλεγραφήματα που στέλνουν ότι «μπορεί κανείς να κατανοήσει την μετακίνηση των ανδρών στο εσωτερικό για στρατιωτικούς λόγους», αλλά διερωτώνται επίσης «ποιος είναι ο λόγος να εκτοπίζονται γυναίκες και παιδιά». Το αντάρτικο στον Πόντο δημιουργείται εκείνη την περίοδο, ως προσπάθεια αυτοάμυνας, διαφύλαξης της ζωής τους.

Ο διοικητής της Τεσκιλάτ ι Μαχρουσά -αφού έχουν εξοντωθεί οι Αρμένιοι- φθάνει το φθινόπωρο του 1916 στον Πόντο, και οι συστηματικές σφαγές στον Πόντο παρατηρούνται ακριβώς την ίδια περίοδο που φθάνει εκεί. Κάτι που αποτελεί ακόμη μια ακόμη ένδειξη της στοχευμένης και της οργανωμένης εξόντωσης των Ελλήνων του πόντου. Οι συστηματικές εκτοπίσεις, οι δολοφονίες, οι διώξεις αρχίζουν από το φθινόπωρο του 1916 και εξελίσσονται με σφοδρότητα μέχρι το καλοκαίρι του 1917.

Από τον Απρίλιο του 1916 μέχρι το Φεβρουάριο του 1918 η περιοχή της Τραπεζούντας και ο ανατολικός Πόντος καταλαμβάνονται από το ρωσικό στρατό. Στις 15 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολη και στις 19 Μαΐου φθάνει στην Αμισό, στη Σαμψούντα, με αποστολή να ειρηνεύσει την περιοχή από τη δράση ένοπλων συμμοριών. Αυτονομείται από την Υψηλή Πύλη και κάνει ακριβώς το αντίθετο. Δέκα μέρες μετά την άφιξή του, στις 29 Μαΐου, συναντιέται στη Χάμσα με τον Τοπάλ Οσμάν, τον τοπικό αρχηγό μουσουλμανικών συμμοριών, ο οποίος δρα κυρίως στην περιοχή της Κερασούντας.

Φαίνεται ότι τον ενισχύει με άνδρες και οπλισμό και του χορηγεί αμνηστία «για όσα έκανε, αλλά και για το μέλλον». Και αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στα διπλωματικά αλλά και ιεραποστολικά έγγραφα, όπου όλοι αναρωτιούνται πώς ένας απλός βαρκάρης πριν από μερικά χρόνια να πραγματοποιεί όλα αυτά τα εγκλήματα ατιμώρητος. Η απάντηση βρίσκεται σε αυτή τη συνάντηση και στην ασυλία που έχαιρε από τον Μουσταφά Κεμάλ. Η δράση του Τοπάλ Οσμάν και των ομάδων του κορυφώνεται από το 1919 και το 1920 και στις περιοχές γύρω από Τραπεζούντα και στον ανατολικό Πόντο.

Ο ίδιος ο Κεμάλ έχει διακριθεί στη μάχη της Καλλίπολης, χαίρει εκτίμησης και καταφέρνει να συσπειρώσει τα απομεινάρια των τούρκων ατάκτων στο εσωτερικό της Ανατολίας. Ισχυροποιείται το 1921 με τις υπογραφές συνθηκών με τους συμμάχους μας κατά τον Α’ ΠΠ και αργότερα και με τους μπολσεβίκους. Από το τέλος του 1921 μέχρι το Μάιο του 1922 έχουμε το δεύτερο μεγάλο κύμα των σφαγών στον Πόντο.

Βλάσης Αγτζίδης, διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής σχολής ΑΠΘ

«Οι Έλληνες σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, πριν την έναρξη των διωγμών, σε ήταν περίπου 2 με 2,2 εκατομμύρια. Στο χώρο του Πόντου ήταν περίπου 450.000. Στην επίσημη απογραφή του 1928 καταμετρήθηκαν, ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, επισήμως, 1,2 εκατομμύρια. Υπολογίζεται ότι ο αριθμός των Ελλήνων που χάθηκαν στην περίοδο 1914-22, αυτών που αγνοείται η τύχη τους, είναι της τάξης των επτακοσίων, οκτακοσίων χιλιάδων, σε όλη την έκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».

Να υπογραμμίσουμε ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην γενοκτονία των Αρμενίων που συντελέστηκε και ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγους μήνες και στην γενοκτονία των υπολοίπων χριστιανικών πληθυσμών, ιδιαίτερα των Ελλήνων της Ανατολής, η οποία είναι μια διαδικασία που ξεκινά από το 1913 ως το 1922, με κορύφωση σε δύο περιόδους, 1916-17 και 1920-1922.

Η «πρωτοτυπία» των Νεότουρκων στην ιστορία ήταν ότι για πρώτη φορά στα σύγχρονα χρόνια, μια εξουσία, τελείως ψύχραιμα, επιλέγει εξαρχής, εντοπίζει και προγράφει τα θύματα, διαμορφώνει και διαχέει στους υπόλοιπους μια ιδεολογία μίσους, ακολουθεί μεθόδους κοινωνικού αποκλεισμού των στοχοποιημένων πληθυσμών, συγκροτεί και οργανώνει σε ήρεμους καιρούς παρακρατικούς μηχανισμούς που θα αναλάβουν δράση, όταν το επιτρέψουν οι γενικότερες συνθήκες.

Σημαντικό ρόλο στην υλοποίηση των διώξεων έχει και ο οθωμανικός στρατός, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Α’ ΠΠ συντάσσεται στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών απέναντι στην Αντάντ και έχει εκπαιδευτεί και εξοπλιστεί από γερμανούς αξιωματικούς. Πρώτος στόχος να ακυρωθεί η δυνητική αντίδραση, καταρχήν του μειονοτικού πληθυσμού που μπορεί να πάρει όπλα, αλλά οι εκτοπίσεις δεν περιορίζονται μόνο σε άνδρες, λαμβάνουν τη μορφή μεγάλων από μεγάλες εθνικών εκκαθαρίσεων με θύματα και γυναικόπαιδα. Θα χτυπηθεί αρχικά ο δυτικός Πόντος, ανατολικά της Τρίπολης, οι περιοχές Σαμψούντας, Μπάφρας κ.τ.λ., με εκτεταμένες μετακινήσεις και πορείες «θανάτου» από τα παράλια στο εσωτερικό της Ανατολίας, με αποτέλεσμα τις κακουχίες, την πείνα, το θάνατο και τον εγκλεισμό όσων επιβίωσαν στα «αμελέ ταμπουρού».

Ο στόχος είναι η εκδίωξη, με βίαιες, απάνθρωπες πρακτικές, των χριστιανικών μειονοτήτων της Ανατολής από τα εδάφη της αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως των ανθρωπιστικών συνεπειών.

Στη δεύτερη φάση, μετά την αποχώρηση των Ρώσων από τον ανατολικό Πόντο, την αποβίβαση του Μουσταφά Κεμάλ στη Σαμψούντα το 1919 και τη δημιουργία του στρατού του, οι εθνικές εκκαθαρίσεις με τη συμμετοχή και παρακρατικών μουσουλμανικών ομάδων θα ενταθούν και θα επεκταθούν σε όλη την έκταση του Πόντου, μέχρι και το 1923.

Βασίλειος Μεϊχανετζίδης, μέλος της Διεθνούς Ένωσης Μελέτης Γενοκτονιών

Η «Διεθνής Ένωση Μελέτης Γενοκτονιών» έχει αποφανθεί από το 2007 ότι οι διώξεις που έλαβαν χώρα από το 1913-14 μέχρι το 1923 συνιστούν όντως γενοκτονία, όπως αυτή ορίζεται στο διεθνές δίκαιο. Με αυτή την άποψη συμφωνεί ένας αυξανόμενος αριθμός γενοκτονολόγων, νομικών και ιστορικών, και αυτό συνιστά το πρώτο βήμα για την περαιτέρω αναγνώριση της γενοκτονίας.

Η γενοκτονία είναι νομικός, αλλά και ιστοριογραφικός όρος, γιατί έχει εισαχθεί στην ιστοριογραφία ως τέτοιος, επειδή εκφράζει κατά τρόπο ακριβή ένα συγκεκριμένο γεγονός που είναι η γενοκτονία ενός λαού.

Όταν συντελέστηκαν τα γεγονότα αυτά, ο όρος «γενοκτονία», τουλάχιστον στη μορφή που του έδωσε ο Λέμκιν, μπορεί να μην υπήρχε σε αυτή τη μορφή, υπήρχε όμως στις γερμανικές γλώσσες με την ίδια ακριβώς σημασία. Ο Λέμκιν, ο οποίος επινόησε τον όρο και τον εισήγαγε στο διεθνές ποινικό δίκαιο, με τη σύμβαση του ΟΗΕ το 1948 βασίστηκε στα προηγούμενα, κατά Αρμενίων και Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά των Εβραίων στο Β’ ΠΠ, για να ορίσει την έννοια του συγκεκριμένου εγκλήματος. Και μας το λέει αυτό ο ίδιος.

Η αναγνώριση μιας γενοκτονίας είναι ένα περίπλοκο γεγονός. Προηγείται η επιστημονική αναγνώριση και ακολουθεί ενδεχομένως η πολιτική αναγνώριση, κοινοβουλίων, πολιτικών φορέων και διεθνών οργανισμών. Η σημαντικότερη αναγνώριση είναι η επιστημονική, γιατί σε αυτή βασίζεται η πολιτική αναγνώριση που έρχεται κατόπιν. Αυτό έγινε πιο φανερό στην περίπτωση των Αρμενίων. Αυτοί που μελετούν την αρμενική γενοκτονία διαβλέπουν ότι ίδια πράγματα συνέβησαν την ίδια εποχή και αργότερα και στους Έλληνες τις Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η πολιτική αναγνώριση έχει καταρχήν σημασία ηθική. Και είναι πάρα πολύ σημαντική και απαραίτητη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι ο θύτης, η Τουρκία, είναι και αμετανόητος και δυνητικά επιρρεπής στην επανάληψη του εγκλήματος. Επειδή, λοιπόν, το 1918 με την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ή αργότερα, το 1923, δε συστήθηκαν διεθνή δικαστήρια για να δικάσουν την Τουρκία για τα εγκλήματα που διέπραξε, από τον Α’ ΠΠ, μέχρι το 1923, και παραμένει ως εκ τούτου ατιμώρητη και χωρίς μεταμέλεια, έρχεται η διεθνής κοινότητα να επανορθώσει, εν μέρει, διά της πολιτικής αναγνώρισης της γενοκτονίας, τις συνέπειες της γενοκτονίας. Διότι οι συνέπειες της γενοκτονίας παραμένουν αθεράπευτες.

Η Τουρκία δεν ακολούθησε το πρότυπο της Γερμανίας, όπως όφειλε να ακολουθήσει. Ως εκ τούτου είναι απαραίτητο να συνεχιστεί η διαδικασία αναγνώρισης και διεθνοποίησης της γενοκτονίας, ώστε ο θύτης να μην παραμένει παντελώς ατιμώρητος.

Νίκος Μιχαηλίδης, κοινωνικός ανθρωπολόγος, λέκτορας στο πανεπιστήμιο Πρίνστον

Το έγκλημα της γενοκτονίας συντελέστηκε από οθωμανικές παρακρατικές ομάδες και τμήματα του οθωμανικού στρατού κυρίως, με τη συμμετοχή μιας πολύ ιδιαίτερης οργάνωσης «Τεσκιλάτ-ι-Μαχουσά», της μυστικής υπηρεσίας (ελεγχόμενης από το Κομιτάτο Ένωσης και Προόδου) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκείνης της περιόδου. Στόχος ήταν να εντοπίσει πού ζούσαν χριστιανικοί, ελληνικοί και αρμενικοί πληθυσμοί, ώστε να εκδιωχθούν και να εξαφανιστούν από την περιοχή.

Οθωμανοί αξιωματούχοι σχεδίαζαν ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα –έχουμε νεότερες μελέτες που έρχονται στο φως της δημοσιότητας και από νέους τούρκους ιστορικούς– να εκδιώξουν ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό, μετά την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το 1930. Σχεδίαζαν να εκδιώξουν τον ελληνικό πληθυσμό ακόμη και από την Αίγυπτο. Για διαφόρους λόγους αυτό το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε, αλλά είναι πολύ σημαντικό να το έχουμε υπόψη μας, γιατί δείχνει τη γενοκτονική πρόθεση που διαμορφώθηκε σταδιακά ως αντίληψη.

Θεώρησαν ότι οι Έλληνες θα γίνουν εργαλείο των Δυτικών στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και θεώρησαν σκόπιμο να τους εκδιώξουν όχι μόνον από τον Πόντο αλλά και από τη Θράκη, τη Μακεδονία, την Αίγυπτο, από όλα τα εδάφη που ζούσαν ελληνικές κοινότητες.

Η τουρκική αστική τάξη δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την περιουσία των εκδιωχθέντων Ελλήνων και Αρμενίων. Πολλοί μεγάλοι τουρκικοί επιχειρηματικοί όμιλοι, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα, έχουν τις ρίζες τους στη γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών, στην εκδίωξη και στην κατάχρηση του πλούτου από τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Έχει και αυτό τη σημασία του.

Δημιουργήθηκε ο «μύθος» του τουρκικού απελευθερωτικού αγώνα. Στην ουσία δεν υπήρξε απελευθερωτικός αγώνας, αυτό που υπήρξε ήταν μια πολιτική γενοκτονίας και διώξεων των χριστιανικών πληθυσμών. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι συγκροτήθηκαν οι λεγόμενες ομάδες «τουρκικής αυτοάμυνας» μόνο στις περιοχές που ζούσαν χριστιανικοί πληθυσμοί, πουθενά αλλού στην Ανατολία δεν υπήρξε κάτι τέτοιο.

Ο Κεμάλ Ατατούρκ, ως κομμάτι αυτού του νεοτουρκικού κινήματος, του «Κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος», κατάφερε να κινητοποιήσει, χρησιμοποιώντας το μουσουλμανικό σουνιτικό ένστικτο, σημαντικά τμήματα του μουσουλμανικού πληθυσμού τα οποία γειτόνευαν με χριστιανικούς πληθυσμούς και να τους χρησιμοποιήσει ως εργαλεία για την εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών.

Δυστυχώς, η κυρίαρχη αντίληψη σήμερα στην Τουρκία είναι ότι η ίδια υπήρξε θύμα του λεγόμενου Δυτικού ιμπεριαλισμού κι όχι θύτης, και αυτό ερμηνεύει και τη συμπεριφορά της προς άλλους, ιδιαίτερα τους πρώην υποτελείς λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Φανταστείτε την ίδια οπτική και συμπεριφορά να είχαν άλλες πρώην Δυτικές αυτοκρατορίες προς τους πρώην αποικιοκρατουμένους τους. Κάτι τέτοιο σήμερα είναι αδιανόητο.

Θεωρώ ότι η αναγνώριση της γενοκτονίας και από ελληνικής πλευράς -αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις- χρειάζεται μια νέα προσέγγιση, η οποία θα ενσωματώνει το ζήτημα της γενοκτονίας και θα το κάνει θεμελιώδες στις σχέσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, ως ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοκρατίας και προοπτικής συνεργασίας.

Το γεγονός ότι μέχρι στιγμής η Τουρκία δεν έχει πιεστεί να αναγνωρίσει αυτό το έγκλημα σημαίνει ότι ουσιαστικά ότι έχουμε μια αναπαραγωγή της πολιτικής κουλτούρας της βίας και των διώξεων.

Η προώθηση του ζητήματος αναγνώρισης της γενοκτονίας μέσα στην ίδια την τουρκική κοινωνία και στο εξωτερικό θα συμβάλει καθοριστικά στην αλλαγή και στη φιλελευθεροποίηση της κυρίαρχης τουρκικής πολιτικής κουλτούρας, που είναι μια κουλτούρα επεκτατισμού και κρατικής βίας, όχι μόνο έναντι των γειτόνων αλλά και των ίδιων των πολιτών της χώρας.

Βαθύτατα πιστεύω ότι, αν καταφέρουμε και προωθήσουμε το αίτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας, θα αλλάξει αυτή η πολιτική κουλτούρα και η πολιτική συμπεριφορά του τουρκικού κράτους, όχι μόνο έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου αλλά και στο εσωτερικό. Θα είναι ένα σημαντικό λιθαράκι προς τον εκδημοκρατισμό αυτής της χώρας και επομένως στη βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Το χρονικό της γενοκτονίας

1908: Κίνημα των Νεότουρκων στην οθωμανική Θεσσαλονίκη. Οι εθνικιστές ηγέτες (Κεμάλ – Ενβέρ – Ταλάτ) υποσκελίζουν το σουλτάνο Αμπτούλ Χαμίτ και αναλαμβάνουν τον πολιτικό έλεγχο της αυτοκρατορίας.

1910: Αυταρχικά, κατασταλτικά μέτρα κατά των χριστιανικών κοινοτήτων της αυτοκρατορίας.

1911: Σε συνέδριο του «Κομιτάτου Ένωση και Πρόοδος» των Νεότουρκων κυριαρχεί το σύνθημα «Η Τουρκία στους Τούρκους».

1913: Οργανώνεται από τους Νεότουρκους το «Γραφείο Εγκατάστασης Φυλών και Μεταναστών» και ιδρύεται η μυστική υπηρεσία (Teskilat i-mahsusa)

1914: Έναρξη του Α’ ΠΠ. Οι πρώτες μαζικές διώξεις κατά Ελλήνων στην Ανατολική Θράκη. Πογκρόμ στη Δυτική Μικρά Ασία και η σφαγή της Φώκαιας. Ρωσοτουρκικός Πόλεμος. Έξαρση του τουρκικού εθνικισμού, συσπείρωση του μουσουλμανικού στοιχείου.

1915: Καλούνται στην Κωνσταντινούπολη και εξοντώνονται οι πρόκριτοι των Αρμενίων. Η γενοκτονία των Αρμενίων ολοκληρώνεται σε λίγους μήνες.

1916 – 1917: Πορείες «θανάτου» στο εσωτερικό της Ανατολίας από τον οθωμανικό δυτικό Πόντο (Σαμψούντα, Μπάφρα κ.α.) και απώλειες χιλιάδων χριστιανών -αντρών, γυναικών και παιδιών- από τις κακουχίες, το κρύο και την πείνα. Τάγματα καταναγκαστικής εργασίας (Αμελέ Ταμπουρού). Ο ανατολικός Πόντος υπό ρωσική κυριαρχία. Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία και λήξη ρωσοτουρκικού πολέμου.

1918: Λήξη Α’ ΠΠ. Η ηγεσία των Νεότουρκων παραδίδεται στους συμμάχους της Αντάντ. Αποχώρηση Ρώσων από τον ανατολικό Πόντο και τον Καύκασο.

1919: Αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη. Αναχώρηση από Κωνσταντινούπολη στις 15 Μαΐου και άφιξη στις 19 Μαΐου του Μουσταφά Κεμάλ Πασά στη Σαμψούντα, με αποστολή την «ειρήνευση» από τη δράση ομάδων ατάκτων. Αυτονόμησή του από την Υψηλή Πύλη και συνάντησή του στη Χάμσα, στις 29 Μαΐου, με τον Τοπάλ Οσμάν.

1920: Συνθήκη των Σεβρών. Ανατολική Θράκη και σαντζάκι της Σμύρνης υπό όρους, σε ελληνικό έλεγχο, ο Πόντος εξαιρείται των ρυθμίσεων.

1920-1922: Από την περιοχή της Βιθυνίας ξεκινούν σε όλο τον Πόντο σφαγές, λεηλασίες, καταστροφή χριστιανικών χωριών από παρακρατικές νεοτουρκικές ομάδες. Δεκάδες χιλιάδες Πόντιοι και Αρμένιοι φεύγουν για να σωθούν προς τη Σοβιετική Αρμενία και προς τους υπό γαλλικό έλεγχο Συρία και Λίβανο.

1922: Μικρασιατική Καταστροφή. Ο ελληνικός στρατός ηττάται στο Σαγγάριο, φλέγεται η Σμύρνη.

1923: Συνθήκη της Λωζάννης. Ανταλλαγή πληθυσμών, προσφυγιά.

(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)