Οσο κι αν ο συνθηματικός λόγος προκρίνει τη φιλαλήθεια και τη διαφάνεια ως πολιτικές αξίες, μεταξύ μας, όλοι παραδέχονται ότι η θεατρικότητα και η καλλιέργεια ψευδαισθήσεων είναι συστατικά στοιχεία της πολιτικής ανέκαθεν. Κι αυτό είναι ένα παιχνίδι που, για να γίνει πολύ καλά, θέλει σωστό τάιμινγκ και τουλάχιστον δύο πλευρές. Εναν πολιτικό ή μια πολιτική ομάδα, δύναμη, που είναι έτοιμη να κάνει και να πει ό,τι χρειάζεται για την εξουσία, κι έναν λαό που επιθυμεί να εξαπατηθεί. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, δεν είναι ότι ο λαός δεν καταλαβαίνει ή δεν διαισθάνεται ενστικτωδώς την εξαπάτηση, απλώς τις περισσότερες φορές που αυτό συμβαίνει δεν θέλει να ξέρει. Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ ξεχωρίζει και θα έχει, οπωσδήποτε, μια ολόδική της σελίδα στην πολιτική ιστορία και τις μελέτες των κοινωνικών επιστημών. Την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ δεν ειπώθηκαν ψέματα. Ψέματα λες όταν είσαι σε μια κατάσταση κανονικότητας, σε μια κατάσταση διαφάνειας, αλήθειας και αποκλίνεις. Στη δική μας περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ, με αποφασιστικότητα αλλά και ευνοούμενος από το τάιμινγκ, ξεκίνησε μια απόπειρα να επαν-ορίσει το πλαίσιο της πραγματικότητας, να αλλάξει την κατάσταση, ώστε το ψέμα κι η αλήθεια να μην είναι ευδιάκριτα και να μην έχουν κι ιδιαίτερη σημασία πια. Εχτισε ένα «Μάτριξ», τη συριζαϊκή αναπαράσταση του κόσμου μας, της ζωής μας. Οι περισσότεροι δεν εξαπατήθηκαν για να μπουν στο «Μάτριξ» αυτό, το αποζητούσαν, το ζήταγε ο οργανισμός τους. Μια από τις πιο συνηθισμένες φράσεις που ακούγαμε από ψηφοφόρους του Αλέξη Τσίπρα ήταν το «και λίγα να κάνει μόνο, από όσα λέει, θα τον στηρίξω». Ελλείψει κοινωνικών και ταξικών αναφορών ο ΣΥΡΙΖΑ έφτιαξε, έτσι, την τάξη των οπαδών του: τους πολίτες χαμηλών προσδοκιών. Η περίπλοκη σχέση του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ με την αλήθεια άρχισε να εκδηλώνεται δημόσια με μικρά και «άκακα», αν τα έβλεπε κανείς μεμονωμένα, βήματα.
Ο «ιερός» αντιμνημονιακός αγώνας
Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα ανδρώθηκε και έγινε υπολογίσιμη δύναμη την περίοδο των Μνημονίων. Στο πλαίσιο του «ιερού» αντιμνημονιακού αγώνα άρχισε να στήνει ένα επικοινωνιακό δίκτυο στα social media και το Διαδίκτυο, μέσα από το οποίο έδινε γραμμή, έκανε φαινομενικά «ανεξάρτητη» σάτιρα και χιούμορ, έκοβε κι έραβε σε βίντεο δηλώσεις σύγχρονες και παλαιότερες των πολιτικών του ΠΑΣΟΚ, αρχικά, και της Νέας Δημοκρατίας στη συνέχεια, ενίσχυε λιγότερο ή περισσότερο φανερά, διάφορες καταπληκτικές θεωρίες συνωμοσίας, εκμεταλλευόμενος την αντίδραση ακόμη και όταν ο τρόπος που εκφραζόταν αυτή δεν παρέπεμπε καθόλου στο φάσμα των αριστερών ιδεών και ηθών. Στο άρμα του ΣΥΡΙΖΑ ανέβηκε τότε κάθε καρυδιάς καρύδι, από πρώην πασόκους ώς περιθωριακές περσόνες της ελληνικής μπλογκόσφαιρας. Κάθε φορά που κάποιος από αυτούς τον εξέθετε η μέθοδος ήταν απλή: αρνιόταν την ύπαρξή του. Για παράδειγμα, θυμάται άραγε κανείς τον Ιφικράτη Αμυρά; Ο κ. Αμυράς ήταν μπλόγκερ κι είχε δική του διαδικτυακή τηλεοπτική εκπομπή που απογειώθηκε τις μέρες των διαδηλώσεων των Αγανακτισμένων, στην οποία είχε πάρει συνεντεύξεις και από πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ αυτών και από τον Αλέξη Τσίπρα. Δήλωνε φιλόσοφος, υπέρμαχος της «αριστοκρατίας» και του «ριζοσπαστικού ελληνισμού». Ο κύριος αυτός ήταν μέλος του ΔΗΚΚΙ και υποψήφιος με τον ΣΥΡΙΖΑ το 2012. Οταν έγινε αντιληπτός από τα ΜΜΕ, λίγο καιρό μετά τις εκλογές, κι οι αναρτήσεις του έγιναν viral, τα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και όλος ο μηχανισμός επέμεναν πολύ επιθετικά να λένε πως η υποψηφιότητά του ήταν «fake news» των αντιπάλων του κι αυτός ένας αλαφροΐσκιωτος που είχε τυπώσει κάρτες με το λογότυπο του κόμματος.
Πλησιάζοντας στην εξουσία
Οταν η προοπτική της εξουσίας άρχισε να γίνεται πολύ πραγματική, ξεκίνησε να πλέκει το αφήγημα του σκισίματος των Μνημονίων, των εναλλακτικών πηγών δανεισμού και της διαγραφής του επονείδιστου χρέους, με τη βοήθεια επιστημόνων όπως ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο Γιώργος Κατρούγκαλος, ο Γιώργος Κασιμάτης κι ο Κώστας Λαπαβίτσας, και στελεχών όπως η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Παναγιώτης Λαφαζάνης. Ξεκίνησε επιβάλλοντας νέες λέξεις για διαδεδομένες έννοιες, όπως, για παράδειγμα, για την τρόικα των δανειστών που, στη μεταΣΥΡΙΖΑ και μετα-αλήθεια εποχή, μετονομάστηκε σε «θεσμοί». Επέβαλε επίσης νέους όρους στην επικοινωνία και στη σχέση των ΜΜΕ με το Μέγαρο Μαξίμου, όλη την κυβέρνηση, τη Βουλή και, σταδιακά, οι όροι αυτοί επεκτάθηκαν και σε άλλους θεσμούς από τους εκλεκτούς της κυβέρνησης. Απαξίωσαν με τον πλέον επιθετικό κι επίσημο τρόπο τα «συστημικά» Μέσα και τους δημοσιογράφους που βρίσκονται εκτός της σφαίρας επιρροής της κυβέρνησης, δεν δίστασαν να υβρίσουν, να απειλήσουν και να μηνύσουν, χαρακτήρισαν ολόκληρα Μέσα ως άμεσους εχθρούς της κυβέρνησης, άρα και του λαού, κατά την προσφιλή συνήθεια των αυταρχικών να κάνουν την ταύτιση αυτή. Για ένα κρίσιμο διάστημα της κυβερνητικής περιόδου η «επίσημη» ενημέρωση γινόταν σχεδόν αποκλειστικά με non paper, δηλαδή τον πλέον ανεπίσημο τρόπο ροής πληροφόρησης από ένα γραφείο Τύπου.
Η ανατροπή του δημοψηφίσματος
Ακόμη και το δημοψήφισμα ήταν ενδεικτικό του τρόπου που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ να ελέγχει το αφήγημα, από το ίδιο το ερώτημα ώς την αλλαγή του εκλογικού νόμου, με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, με προφανή σκοπό να μην ταυτίζονται στην καμπάνια οι διαφορετικές δυνάμεις που στήριζαν το Οχι. Η διατύπωση του ερωτήματος του δημοψηφίσματος του 2015, μια υπέροχη, διεθνούς κλάσης, πρωτοτυπία, ήταν έτσι σχεδιασμένη ώστε η κυβέρνηση να μπορεί να διαχειριστεί οποιοδήποτε αποτέλεσμα και να μεταφράσει το Οχι όπως αυτή επιθυμεί, δεδομένου ότι ο λαός ψήφισε αν εγκρίνει ή απορρίπτει δύο τεχνοκρατικά κείμενα, το ένα εκ των οποίων δόθηκε στη δημοσιότητα με κρίσιμο «λάθος» στη μετάφραση και δεν ήταν καν σε ισχύ πια τη μέρα της ψηφοφορίας. Κοινώς, ο κόσμος ψήφισε το συναίσθημά του. Το οποίο είναι απολύτως σεβαστό, αλλά όταν μιλάμε για ζητήματα της πολιτείας είναι αέρας κοπανιστός. Από εκεί και εξής η κυβέρνηση το μόνο που κάνει είναι να χαρακτηρίζει fake news οτιδήποτε τη φέρνει σε δύσκολη θέση και να φτιάχνει fake news με τον πιο σωστό τρόπο: την υπερβολή, την παρερμηνεία, την αποσπασματική προβολή. Γιατί, ως γνωστόν, το καλό ψέμα στήνεται γύρω από έναν υπαρκτό πυρήνα. Ενα απλό παράδειγμα είναι η διαχείριση της ήττας του νόμου Παππά για τις τηλεοπτικές άδειες, που έφτασαν στο σημείο να επιμένουν πως ο νόμος δεν κρίθηκε αντισυνταγματικός «στο σύνολό του». Το πιο πρόσφατο είναι η προεκλογική επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ στη ΝΔ, με κάθε δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη να τραβιέται σαν λάστιχο για να υποστηρίξει το αφήγημα ότι ο πρόεδρος της ΝΔ θέλει να είμαστε όλοι φτωχοί και δυστυχείς, ενώ ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα λαϊκό παιδί που μάχεται τις ελίτ κι απλώς του έτυχε να έχει ως συνεργάτιδα μια φιλόξενη κυρία εφοπλιστού με ευρύχωρη θαλαμηγό.