Συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης έδωσε στους Financial Times ο Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας για τις επικείμενες εθνικές εκλογές, τη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και το πολύπαθο ζήτημα της (μη) προσέλκυσης επενδύσεων στη χώρα μας.
«Υπάρχει ένα ρητό που λέει αν ο στρατιώτης πάει στη μάχη για να χάσει, τότε καλύτερο είναι να μην πάει καν… Δεν σκέφτομαι ότι θα χάσω τις εκλογές, σκέφτομαι πώς θα τις κερδίσω», είπε στον ανταποκριτή των FT, επαναλαμβάνοντας για άλλη μια φορά ότι δεν προέρχεται από πολιτική οικογένεια και πως σε ηλικία 40 ετών έγινε ο νεώτερος πρωθυπουργός της Ελλάδος.
Ο Αλ. Τσίπρας πιστεύει πως η εξάντληση της τετραετίας θα αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες επανεκλογής του καθώς «οι πολίτες θα καταλάβουν καλύτερα τα αποτελέσματα της πολιτικής μου».
«Ας κάνουν και λίγη υπομονή οι επενδυτές…»
Στη συνέχεια ο πρωθυπουργός προχωρά σε μια σύντομη ανάλυση των επιτευγμάτων του στον τομέα που -όπως ο ίδιος πιστεύει- αποτελεί το… ατού του.
Αφού συγκρίνει τον προσδοκώμενο για φέτος ρυθμό ανάπτυξης «με την επιβράδυνση στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.», κάνει λόγο για «ρεκόρ επενδύσεων επί των ημερών του».
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η απάντηση που έδωσε ο πρωθυπουργός σε ερώτηση σχετικά με το αδιαμφισβήτητο εμπόδιο που αποτελεί για την προσέλκυση επενδύσεων η εξαιρετικά αργή διαδικασία απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας.
Ενώ ο κ. Τσίπρας παραδέχεται ότι «οι μακρόχρονες νομικές διαδικασίες αποτελούν πολλές φορές αντικίνητρο για τους επενδυτές», την ίδια ώρα δεν διστάζει να τους… νουθετήσει (που βιάζονται να επενδύσουν -με ασφάλεια- τα χρήματά τους στην Ελλάδα, λέγοντας ότι «χρειάζεται υπομονή για την επίτευξη του σωστού αποτελέσματος».
Χωρίς να κάνει την παραμικρή αναφορά στην, πανθομολογούμενη, ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης, και τις προθέσεις της κυβέρνησής του επ’ αυτού, ο κ. Τσίπρας συνεχίζει λέγοντας:
«Πρέπει να καταλάβουμε ότι μερικές φορές είναι καλύτερα να πάμε σύμφωνα με τους κανόνες, ακόμα και αν αυτό χρειαστεί χρόνο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια επένδυση, παρά να προσπαθήσουμε να κάνουμε πράγματα χωρίς βεβαιότητα και στο μέλλον να συναντήσουμε τεράστιες δυσκολίες. Τότε δεν έχει νόημα να κατηγορούμε τη νομοθεσία και το δικαστικό σύστημα, επειδή η ευθύνη θα ανήκει σε εμάς».
Στο θέμα αυτό, ο πρωθυπουργός αρκέστηκε σε μια γενικόλογη επισήμανση: «Είναι ανάγκη η Ελλάδα να εντείνει τις προσπάθειές της για να διευκολύνει τη ζωή των επενδυτών… Φυσικά αναγνωρίζω ότι εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα, ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερες μεταρρυθμίσεις και ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι σαν ένα ποδήλατο: αν δεν τις κάνεις, θα χάσεις την ισορροπία σου και θα πέσεις», είπε.
Για την Συμφωνία των Πρεσπών
Σύμφωνα με το δημοσίευμα των FT, για τις ΗΠΑ και της ΕΕ το μεγαλύτερο επίτευγμα του Αλέξη Τσίπρα είναι η επίλυση του ονοματολογικού με την Βόρεια Μακεδονία.
Ο ίδιος εξιστορεί: «Θυμάμαι πως πήγα στο Βερολίνο. Συναντήθηκα με την Καγκελάριο Μέρκελ. Αποφασίσαμε να συζητήσουμε και για την εξωτερική πολιτική, και είπα, «θέλω να λύσω αυτό το πρόβλημα, ακόμα και με τον Γκρουέφσκι. Θα προσπαθήσω να τον προκαλέσω βάζοντάς τον να καθίσει στο τραπέζι»
«Η Άνγκελα μου είπε «δεν σε πιστεύω». Τη ρώτησα γιατί. Είπε «επειδή όλοι οι προκάτοχοί σου ποτέ δεν ήθελαν ούτε καν να ανοίξουν αυτή την υπόθεση, και ιδιαίτερα ο Αντώνης Σαμαράς».
«Δεν νομίζω πως η Ανγκελα με πίστεψε πραγματικά, όμως απέδειξα ότι εννοούσα αυτό που έλεγα όταν οι εξελίξεις στα Σκόπια έδειξαν πως υπάρχει ευκαιρία», πρόσθεσε.
«Ο Τσίπρας ανέβηκε στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, ηγέτης του -κατά κάποιον τρόπο- περισσότερο ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος που έχει εκλεγεί σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», αναφέρει το δημοσίευμα. «Οι ευρωπαίοι ηγέτες άρχισαν να εμπιστεύονται τον έλληνα πρωθυπουργό μετά την μεταστροφή του τον Ιούλιο του 2015 και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου».
Αυτό είναι περισσότερο εμφανές στην εξωτερική πολιτική, συνεχίζει ο δημοσιογράφος των FT. «Κατά τη διάρκεια της θητείας του Τσίπρα οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο θερμότερο σημείο τους από την πτώση της Δικτατορίας και μετά. Παράλληλα, υπάρχει και η τριμερής στενή συνεργασία μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ η οποία βασίζεται στα κοινά ενεργειακά ενδιαφέροντά του».