Από νωρίς η Ελλάδα ψηφίζει σε μια από τις κρισιμότερες εκλογές των τελευταίων ετών, αν κι όχι εθνικές. Πολλά θα κριθούν αυτή την Κυριακή και πολλές και ραγδαίες μπορεί να είναι οι πολιτικές εξελίξεις.
Ποιο είναι, όμως, το πραγματικό στοίχημα για τη χώρα, μακριά από μικροπολιτικές σκοπιμότητες; Γιατί ψηφίζουν οι Ελληνες και τι θα έπρεπε να διαμορφωθεί από αυτή την ψήφο.
Ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, Γιάννης Βούλγαρης, έγραψε στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» για το πραγματικό στοίχημα της σημερινής ημέρας, μετά από μια τετραετία κατά την οποία το αντιμνημόνιο αντικαταστάθηκε από την ακατάσχετη παροχολογία.
Ολόκληρο το άρθρο έχει ως εξής:
Φαίνεται ότι η παρακμή του ήθους και του ύφους του δημοκρατικού βίου μιας χώρας πιστοποιείται ευκολότερα από την επιδείνωση των παθογενειών της, παρά από την αντοχή των υγιών όψεών της. Και στην περίπτωσή μας η επιδείνωση είναι σαφής ακόμα και στον χειρισμό της προεκλογικής παροχολογίας. Ακόμα και εδώ το παρόν είναι χειρότερο από το παρελθόν. Είναι αλήθεια ότι όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις στις παραμονές των εκλογών ξόδευαν σε παροχές και ρουσφέτια. Ηταν ο λεγόμενος εκλογικός κύκλος. Δεν πρόκειται για ελληνική ευρεσιτεχνία, υπάρχει άλλωστε άφθονη διεθνής βιβλιογραφία. Είναι κάτι σαν σκηνή από την τελετουργία της κομματικής δημοκρατικής. Ο τρόπος όμως που γίνεται διαφέρει ανά εποχές και χώρες, διαφοροποιώντας τις μπανανίες από τις δημοκρατίες, τις ανενδοίαστες πρακτικές από τις άλλες που κρατούν τα όρια και τα προσχήματα.
Ολοι έταξαν κι έδωσαν
Η πρακτική της σημερινής κυβέρνησης υπενθυμίζει αυτόν τον διαχωρισμό. Σε όλες τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις οι προεκλογικές παροχές ήταν ένας σύντομος επίλογος μιας διακυβέρνησης που είχε βασιστεί σε ένα ιδιαίτερο πρόγραμμα και είχε σαν ραχοκοκαλιά μείζονες εθνικούς στόχους. Οι κυβερνήσεις της ΝΔ έκαναν προεκλογικές παροχές το 1981 αλλά είχαν πρωτοστατήσει στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας και είχαν βάλει την Ελλάδα στην ΕΟΚ. Οι κυβερνήσεις του Α. Παπανδρέου έκαναν προεκλογικές παροχές το 1989 αλλά είχαν αλλάξει το πολιτικό κλίμα της χώρας και είχαν πραγματοποιήσει ήδη σημαντικές μεταρρυθμίσεις.
Η κυβέρνηση ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη σχεδόν δεν πρόλαβε γιατί έπεσε απότομα. Οι κυβερνήσεις του Κ. Σημίτη έκαναν προεκλογικές παροχές το 2004 αλλά είχαν βάλει την Ελλάδα στην ΟΝΕ, την Κύπρο στην Ευρώπη και είχαν ολοκληρώσει την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι κυβερνήσεις του Κώστα Καραμανλή το 2009 που ξεσπούσε η κρίση, δεν τόλμησαν να πάρουν τα αναγκαία μέτρα λιτότητας αλλά δεν μοίρασαν και χρήματα.
Διεκδικεί ψήφο για τα δώρα του
Σε αντίθεση με αυτό το παρελθόν, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μόνη κυβέρνηση που αναγορεύει την προεκλογική παροχολογία σε προσδιοριστικό της φυσιογνωμίας του. Ο Τσίπρας είναι ο μόνος Πρωθυπουργός που δεν διεκδικεί ψήφο για τα πεπραγμένα της θητείας του αλλά για τα δώρα που μοιράζει λίγο πριν από τις εκλογές. Ο λόγος είναι προφανής και δύσκολα κρύβεται με τις προπαγανδιστικές ωραιοποιήσεις. Η κυβέρνησή του δεν είχε πολιτική που να τη διεκδικεί ως δική της. Ούτε το πρώτο εξάμηνο του 2015 μπορεί να υπερασπίσει ευθέως καθόσον η τότε αντιμνημονιακή (αυτ)απάτη κόστισε 100 δισ., ούτε την «κωλοτούμπα» μπορεί να διαφημίσει, ούτε το τρίτο Μνημόνιο θέλει να θυμάται. Δεν έχει εξάλλου κάτι να δείξει στους τομείς που δεν επηρεάζονταν από το Μνημόνιο. Πιάνεται έτσι από την προεκλογική παροχολογία πλασάροντας το προσωρινό για μόνιμο, τη μικροκομματική φαυλότητα για ουσία της φυσιογνωμίας τού απροσδιόριστου πλέον ιδεολογικά ΣΥΡΙΖΑ.
Και όμως η παραπλανητική αυτή προσπάθεια έχει μια αλήθεια, διαφορετική από εκείνη που προβάλλει ο Πρωθυπουργός. Η τροχιά από το αντιμνημόνιο στον φαύλο πολιτικαντισμό των ημερών εκφράζει την εξέλιξη της κυβερνητικής πολιτικής και το ύφος της εξουσίας της. Η συμφωνία με τους δανειστές μπορούσε να είναι διαφορετική και το Μνημόνιο άφηνε περιθώρια για ποικίλες εθνικές επιλογές στην εφαρμογή του. Ο Τσίπρας αποφάσισε δεσμεύοντας τη χώρα σε τεράστια πλεονάσματα επί σειρά ετών, να τα καλύψει με την υπερφορολόγηση.
Ηταν μια εθνική επιλογή, μια συριζέικη επιλογή στην οποία μάλιστα υπερέβαλε. Ακρωτηρίασε την ανάπτυξη, αύξησε τη λιτότητα, αρνήθηκε κάθε μεταρρυθμιστική πτυχή του Μνημονίου και περιορίστηκε να διανείμει προεκλογικά λίγο από τα υπερπλεονάσματα. Μια διανομή χωρίς ανάπτυξη είναι μια πολιτική που οι αριστερές δυνάμεις έχουν εγκαταλείψει εδώ και δεκαετίες και η επαναφορά της σήμερα εκφράζει είτε μια δραματική προγραμματική καθυστέρηση είτε όπερ και το πιθανότερο, μια κυνικά λαϊκιστική διαχείριση της οικονομίας χωρίς αύριο.
Ο Αγάς και η φιλευσπλαχνία του
Τέτοιος άλλωστε είναι και ο τρόπος που διανέμονται οι προεκλογικές παροχές. Κατά την κυβερνητική προπαγάνδα αυτές δεν είναι ο καρπός της οικονομικής δραστηριότητας ή της εργασιακής προσπάθειας των εργαζομένων. Αντιθέτως πρέπει να φαίνεται και να λέγεται ότι τις μοιράζει ο Αγάς προσωπικά μέσα στη φιλευσπλαχνία του. Και τις μοιράζει επιλεκτικά και με σκοπιμότητα ώστε να σταθεροποιήσει το εκλογικό του μπλοκ. Αυτή άλλωστε ήταν μία από τις αιτίες της επιλογής των υπερπλεονασμάτων αντί της ανάπτυξης. Από τον εργαζόμενο – πολίτη που ήταν το αρχέτυπο της Αριστεράς στον επιδοματούχο – υπήκοο η απόσταση ήταν τεράστια αλλά καλύφτηκε μέσα σε τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης.
Και ο πολιτικός λόγος όμως με τον οποίο προπαγανδίζονται όλα αυτά είναι ανάλογος. Το μοτίβο «οι πολλοί εναντίον της ελίτ» το ακούμε περισσότερο στον λόγο του Σαλβίνι, του Τραμπ, της Λεπέν και άλλων λαϊκιστών. Η αντιγραφή δεν είναι κολακευτική για έναν κόσμο που έρχεται από αριστερά. Και εντυπωσιάζει πράγματι η ταχύτητα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας προσωπικά εναλλάσσουν τα προσωπεία και τη ρητορική, από τον εθνικολαϊκισμό στον ευρωπαϊσμό, από την «Κεντροαριστερά» στον λαϊκιστικό πολιτικαντισμό. Και ό,τι κάτσει.
Τι θα συμβεί
Η πείρα από όλες τις προηγούμενες εκλογικές μάχες της μεταπολίτευσης λέει ότι η προεκλογική παροχολογία δεν ανέτρεψε ποτέ την επικρατούσα τάση, ούτε αντέστρεψε τους συσχετισμούς υπέρ των κυβερνήσεων. Το ίδιο φαίνεται ότι θα συμβεί και αυτή την Κυριακή. Ο κοσμάκης λένε οι επαΐοντες θα πάρει το επίδομα και θα ψηφίσει αυτό που σχεδίαζε να ψηφίσει. Το πρόβλημα όμως δεν είναι αυτό. Η Ελλάδα δεν θα ανασυγκροτηθεί με πολίτες που προσπερνούν αδιάφορα την πολιτική φαυλότητα προσποριζόμενοι το μικρό προσωπικό κέρδος των εκάστοτε παροχών που διανέμει η εξουσία. Δυστυχώς, σήμερα ξέρουμε ότι η κρίση δεν έγινε ευκαιρία, ότι η αναπαραγωγή των νοοτροπιών και των πρακτικών του παρελθόντος καλά κρατεί.
Η κοινωνία που αγανάκτησε στην περίοδο του αντιμνημόνιου χωρίς να θέλει να καταλάβει τις αιτίες της χρεοκοπίας, στέκεται ακόμα παγωμένη και απογοητευμένη από την Πολιτική. Αποτύπωση αυτής της συλλογικής τροχιάς είναι και η μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ που κατέληξε υπό την πίεση της ήττας να εκφράζει και να συλλέγει το παλαιότερο του παλαιού. Ίσως μάλιστα μετά τις εκλογές της Κυριακής να φανεί ότι δεν υφίσταται κόμμα ΣΥΡΙΖΑ αλλά κόμμα Τσίπρα με ασαφές περιεχόμενο και φυσιογνωμία.
Το στοίχημα της Κυριακής είναι όχι μόνο να αποδοκιμαστεί αυτή η πορεία, αλλά να δοθεί το έναυσμα μιας γενικότερης ανάταξης της πολιτικής ατμόσφαιρας της χώρας. Πού σημαίνει επικέντρωση στην εθνική ανασυγκρότηση, εγκατάλειψη του εμφυλιοπολεμικού διχαστικού λόγου, στοιχειώδεις συνθήκες συναίνεσης των πολιτικών παρατάξεων στα βασικά και αναγκαία, αλλαγή των συσχετισμών στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Ο λαός δεν χρειάζεται ούτε μπορεί να σωθεί από τον Αγά και τη φιλεύσπλαχνη προεκλογική παροχολογία. Καταλαβαίνει ότι κινδυνεύουμε να παγιδευτούμε στη στασιμότητα και την παρακμή.
Τελικά, σε αυτές τις ευρωεκλογές που ελάχιστα ακούστηκαν για την Ευρώπη, υπάρχει ένα θεμελιακό φιλοευρωπαϊκό στοίχημα. Αν η Ελλάδα θα αρχίσει να διαμορφώνει τις εθνικές προϋποθέσεις ώστε να μην εγκλωβιστεί σε θέση παρία εντός της Ευρώπης.