Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε ξαφνικά την Παρασκευή να προχωρήσει τελικά στις αλλαγές στην κορυφή της Δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη σημερινή απόφαση, όπως την ανακοίνωσε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος τοποθετούνται: Πρόεδρος του Αρείου Πάγου η κυρία Ειρήνη Καλού, Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου η κυρία Δήμητρα Κοκοτίνη και Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας η κυρία Ευαγγελία Νίκα, ο κ. Κωνσταντίνος Κουσούλης και ο κ. Δημήτριος Μακρής.
Της απόφασης αυτής είχε προηγηθεί η ανταλλαγή επιστολών ανάμεσα στον υπουργό Δικαιοσύνης Μιχάλη Καλογήρου, που ζήτησε από την αξιωματική αντιπολίτευση να συναινέσει στο διορισμό τώρα της ηγεσίας της δικαιοσύνης, και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, τομεάρχη Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της ΝΔ, ο οποίος επανέλαβε ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θεωρεί αντισυνταγματική την διαδικασία, καθώς ουσιαστικά η κυβέρνηση έχει παραιτηθεί και άρα δεν μπορεί να προχωρά σε τέτοιες αποφάσεις αλλά και γιατί ο διορισμός προσκρούει πάνω στην απαγόρευση διορισμών σε προεκλογική περίοδο, επισημαίνοντας ότι η απόφαση θα μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Παράλληλα, είχε υπάρξει έντονο παρασκήνιο, με αφορμή χτεσινές διαρροές κύκλων της Προεδρίας της Δημοκρατίας που αναφέρονται σε απροθυμία του Προέδρου της Δημοκρατίας να υπογράψει το σχετικό ΠΔ όταν του αποσταλεί από την κυβέρνηση.
Οι γραμμές της αντιπαράθεσης
Η αντιπαράθεση γύρω από αυτό θέμα αφορά και το γράμμα και τον πνεύμα της κείμενης νομοθεσίας. Το κρίσιμο ερώτημα είναι ο προσδιορισμός του σε ποια φάση είναι η κυβέρνηση. Η ίδια η κυβέρνηση, όπως κατ’ επανάληψη τόνισε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, δεν έχει παραιτηθεί και άρα διατηρεί πλήρεις τις αρμοδιότητες που της δίνει το Σύνταγμα και κατά συνέπεια μέχρι τη στιγμή που θα διαλυθεί η Βουλή και θα προκηρυχθούν εκλογές μπορεί να παίρνει αποφάσεις.
Η αντίθετη άποψη, στην οποία συγκλίνουν και τοποθετήσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης και συνταγματολόγων είναι ότι εφόσον ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι θα επισκεφτεί τον ΠτΔ και θα ζητήσει τη διάλυση της Βουλής, με επίκληση σοβαρού εθνικού λόγου, ουσιαστικά η κυβέρνηση τελεί ήδη υπό παραίτηση και άρα δεν μπορεί να προχωρήσει σε τέτοιες αποφάσεις.
Για ορισμένους αυτό αποτελεί καταδολίευση του Συντάγματος και όντως θεωρείται θεσμική παρέκκλιση. Για άλλους ακόμη και εάν δεχτούμε ότι με βάση το γράμμα του Συντάγματος η κυβέρνηση μπορεί να προχωρήσει στην απόφαση, αυτή αντίκειται στο πνεύμα και στην ανάγκη ουσιαστικής νομιμοποίησης που πρέπει να έχουν τέτοιες αποφάσεις.
Πάντως ως προς τα τυπικά θέματα που ανέφερε η απαντητική επιστολή του κ. Παναγιωτόπουλου, νομικοί κύκλοι ανέφεραν ότι το μεν άρθρο 90, παρ. 6 του Συντάγματος σαφώς ορίζει οι αποφάσεις ή πράξεις που αφορούν διορισμούς ή προαγωγές δικαστικών δεν μπορούν αμφισβητηθούν στο ΣτΕ, ενώ ο ν. 2190/1994 δεν αφορά τους δικαστικούς.
Η στάση του Προέδρου της Δημοκρατίας
Στο βαθμό που οι τοποθετήσεις στην κορυφή της Δικαιοσύνης ενεργούνται με Προεδρικό Διάταγμα, δεν είναι λίγοι αυτοί που έχουν στραφεί προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας καλώντας τον να μην νομιμοποιήσει αυτό που θεωρούν εκτροπή.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν πρόκειται να υπογράψει το σχετικό διάταγμα πριν έρθει η 30η Ιουνίου και αφυπηρετήσουν ο Πρόεδρος και η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Άλλωστε, αυτό είχε πράξει και στο παρελθόν, όταν η κ. Ξένη Δημητρίου διαδέχτηκε την κ. Ευτέρπη Γκουτζαμάνη. Βέβαια, τότε η καθυστέρηση αφορούσε το να γίνει ο διορισμός αφού είχε ολοκληρωθεί η προηγούμενη θητεία και όχι την ουσία της διαδικασίας.
Ως προς το τι θα κάνει ο ΠτΔ στις 30 Ιουνίου οι γνώμες διίστανται και προφανώς και ο ίδιος θα είναι αποδέκτης πολλών και αντιτιθέμενων μεταξύ τους μηνυμάτων. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι θα επιμείνει και μετά την 30η Ιουνίου να μην υπογράφει το διάταγμα, με την επισήμανση ότι προέκυψε μέσα από μια αντισυνταγματική διαδικασία.
Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι πολύ δύσκολα ο ΠτΔ θα αρνηθεί να κυρώσει απόφαση υπουργικού συμβουλίου, γιατί αυτό θα παραβίαζε τις πραγματικές ισορροπίες που υπάρχουν ανάμεσα στην κυβέρνηση και το θεσμό της Προεδρίας της Δημοκρατίας.
Η ουσία της σύγκρουσης
Παρότι και οι δύο πλευρές υποστηρίζουν ότι υπερασπίζονται τη λειτουργία των θεσμών και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, το αποτέλεσμα είναι το ακριβώς αντίθετο: βλέπουμε δύο κόμματα εξουσίας να διαγκωνίζονται για το ποιο θα μπορέσει να διορίσει την ηγεσία της δικαιοσύνης.
Όμως, εάν είναι τόσο σημαντικό ζήτημα το ποιο κόμμα θα έχει τον πρώτο λόγο στην επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης, έπεται ότι η επιλογή αυτή παράγει αποτελέσματα και ότι τα κόμματα θέλουν να έχουν την κυβερνητική εξουσία εκτός όλων των άλλων και γιατί μπορούν να επηρεάσουν τη δικαιοσύνη με το να διορίζουν τις ηγεσίες των ανώτατων δικαστηρίων.
Μόνο που αυτό δεν έχει καμιά σχέση με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα είναι ακόμη μια άλλη ένδειξη του πώς ένα κλίμα έντονης πολιτικής πόλωσης διαπερνά πλέον και τη λειτουργία των θεσμών.
Μόνο που στην κοινή γνώμη αφήνει έναν ιδιαίτερα αρνητικό χνάρι. Ανεξαρτήτως των προθέσεών τους, τα κόμματα συμπεριφέρονται ως εάν να θέλουν να διατηρούν έλεγχο στη δικαιοσύνη, συντηρώντας τη διάχυτη στην κοινωνία πεποίθηση ότι εργαλειοποιούν τη δικαιοσύνη με βάση τους πολιτικούς τους σχεδιασμούς αλλά και την επιθυμία να εξασφαλίσουν εάν χρειαστεί ασυλία έναντι δικαστικών διώξεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβισμένος στην πόλωση
Η επιλογή της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα να ολοκληρώσει τη διαδικασία αυτή παραπέμπει σε μια σαφή διάθεση πόλωσης, καθώς γνώριζαν καλά ότι θα συναντούσαν τις αντιρρήσεις της αντιπολίτευσης.
Ουσιαστικά, είναι ως εάν η κυβέρνηση να θεωρεί ότι το να δείξει ότι θα κυβερνήσει μέχρι και την τελευταία στιγμή που της επιτρέπει το Σύνταγμα, θα ενισχύσει την εικόνα της ως μιας κυβέρνησης που θέλει να παράγει έργο αλλά δεν την αφήνει η αντιπολίτευση.
Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται σαφή επιλογή να κλιμακωθεί σε όλα τα επίπεδα η πόλωση και όχι μόνο στο επίπεδο των προγραμμάτων ή των προεκλογικών δεσμεύσεων. Είναι η προσπάθεια να συντηρηθεί η εικόνα των «δύο κόσμων» στην οποία έχει επενδύσει το επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ.
Μόνο που δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι αυτή η τακτική μπορεί να αποδώσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη σημαντική ήττα στις ευρωεκλογές και χρειάζεται να κερδίσει ξανά ένα σημαντικό τμήμα του ακροατηρίου του που επέλεξε να ψηφίσει άλλα κόμματα ή να μην προσέλθει καν στις κάλπες.
Εικόνες πόλωσης που ταυτόχρονα παραπέμπουν σε «παιχνίδια με τους θεσμούς», ανεξαρτήτως της τυπικής νομιμότητάς τους, μπορεί να οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη αποξένωση αυτών των ψηφοφόρων που είναι ούτως ή άλλως δύσπιστοι.
Ακριβώς γι’ αυτό θα περίμενε κανένας ο ΣΥΡΙΖΑ να έριχνε το βάρος στην προβολή του προγράμματος και την αποκατάσταση δεσμών με ψηφοφόρους που έχουν απομακρυνθεί, παρά στην εμπλοκή σε τέτοιου τύπου κομματικές αντιπαραθέσεις πάνω σε θεσμούς που οφείλουν να είναι εκτός της κομματικής σύγκρουσης.
Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξαν και ηχηρές φωνές και εντός του ΣΥΡΙΖΑ και εντός του υπουργικού Συμβουλίου που εξέφρασαν την αντίθεσή τους με αυτούς τους χειρισμούς.