Μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις των φετινών δημοτικών εκλογών ήταν εκείνη του νέου δημάρχου Ιωαννίνων, Μωυσή Ελισάφ. Όχι τόσο για το πρόσωπο αυτό καθ’ αυτό του καθηγητή Παθολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και διευθυντή της Β’ Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της πόλης.
Το πιο σημαντικό, πέρα από την προσωπικότητα και την αξία του κ. Ελισάφ είναι το γεγονός ότι οι πολίτες των Ιωαννίνων επέλεξαν έστω και με μικρή πλειοψηφία να εκλέξουν στο ύπατο τοπικό αξίωμα έναν εκπρόσωπο της παμπάλαιας, και άλλοτε ακμάζουσας, εβραϊκής κοινότητας της πόλης.
Όλα αυτά μέχρι εκείνη την ημέρα του Μαΐου του 1944 όταν τα στρατεύματα της Βέρμαχτ άρχιζαν να φορτώνουν τους έλληνες εβραίους των Ιωαννίνων προκειμένου να τους οδηγήσουν στο στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς-Μπιρκενάου.
Ο νέος δήμαρχος της μεγαλύτερης πόλης της Ηπείρου, έχει διατελέσει πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Ιωαννίνων επί 17 χρόνια, είναι μέλος του Δ.Σ. του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, ενώ διετέλεσε επί διετία και γενικός γραμματέας του Δ.Σ. του Κ.Ι.Σ.Ε.
Με παρουσία πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Για να ανακαλύψουμε την παρουσία των Εβραίων στα Ιωάννινα πρέπει να χαθούμε στα βάθη του χρόνου. Αν και σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς υπάρχουν ίχνη της παρουσίας τους από τον 8ο μ.Χ.αιώνα, τα πρώτα γραπτά στοιχεία εντοπίζονται το 1431, όταν οι Οθωμανοί πάτησαν πόδι στην περιοχή.
Ήδη τότε, εντός αλλά και εκτός του κάστρου της πόλης, πέρα από τους Έλληνες χριστιανούς, κατοικούσε και ένας μικρός αλλά σεβαστός αριθμός ρωμανιωτών εβραίων.
Όταν αναφερόμαστε σε ρωμανιώτες εβραίους μιλάμε για εβραίους που ήταν ελληνόφωνοι σε αντίθεση με τους Σεφαραδίτες Εβραίους που ήρθαν μετέπειτα, τον 15ο αιώνα, από την Ισπανία εκδιωγμένοι από τους καθολικούς βασιλείς Φερδινάνδο και Ισαβέλλα και μιλούσαν Ισπανοεβραϊκά (Λαντίνο).
Η πρώτη γραπτή μαρτυρία για την παρουσία των Εβραίων στα Ιωάννινα είναι το χρυσόβουλο (αυτοκρατορικό έγγραφο παραχώρησης προνομίων) του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ Παλαιολόγου του 1314, με το οποίο αναγνωριζόταν στους Εβραίους των Ιωαννίνων ισοπολιτεία, όπως και στους υπόλοιπους κατοίκους.
Ταπεινοί, ήσυχοι και οικογενειάρχες, φορούσαν τα σκουρόχρωμα μακριά πανωφόρια τους με το εσωτερικό σταυρωτό ένδυμα, πήγαιναν στις δουλείες τους. Ασχολούνταν με διάφορα επαγγέλματα, αλλά κυρίως με το εμπόριο.
Εργάτες Γιαννιωτοεβραίοι δεν υπήρχαν πολλοί, δεν θέλανε να περιοριστούν, κυνηγώντας το μεροκάματο. Ως μικροπωλητές και παλιατζήδες τριγυρνούσαν στις γειτονιές πουλώντας την πραμάτεια τους ενώ στο παζάρι κάποιοι Εβραίοι είχαν και τα δικά τους μαγαζιά μαζί με αυτά των Χριστιανών. Υπήρχαν όμως και αρκετοί μορφωμένοι που εργάζονταν ως γιατροί, φαρμακοποιοί, δάσκαλοι. Αυτοί το βράδυ συναντιούνται με τους εύπορους Χριστιανούς στα καφενεία, ανταλλάσσουν απόψεις και παίζουν χαρτιά.
Πλούσιοι και φτωχοί κάθε Σάββατο είναι όλοι γύρω από την Συναγωγή τους, που αποτελεί το κέντρο της εβραϊκής κοινότητας και χώρο ομαδικής προσευχής και μελέτης. Στα Ιωάννινα υπήρχαν δύο. Η Νέα Συναγωγή (Καχάλ Καντόσς Χαντάσς), που βρισκόταν στη σημερινή οδό Γιοσέφ Ελιγιά και καταστράφηκε από τους Γερμανούς και η Παλιά Συναγωγή, Καχάλ Καντόσς Γιασσάν, στο Κάστρο, η οποία διασώζεται μέχρι σήμερα.
Η Παλιά Συναγωγή οικοδομήθηκε από Εβραίους της Ιταλίας και της Σικελίας, οι οποίοι ήρθαν στην πόλη των 16ο αιώνα, ωστόσο η ακριβής χρονολογία ανέγερσης της δεν είναι γνωστή. Μετά την λειτουργία όσοι πιστοί μπορούσαν πήγαιναν στο καφενείο με τις οικογένειες τους, ενώ οι υπόλοιποι έκαναν περίπατο στην πόλη.
Οι σχέσεις των δύο εθνοθρησκευτικών ομάδων χαρακτηρίζονται σε γενικές γραμμές από ηρεμία και αποδοχή, ως το ξημέρωμα της 24ης προς 25η Μαρτίου του 1944, που θα έρθει το υδροπλάνο μεταφέροντας τη φρικτή εντολή για τον πλήρη αφανισμό τους, στο πλαίσιο της «τελικής λύσης».
Σε αντίθεση με τη Νέα Συναγωγή η Παλιά σώζεται μαζί με πολλά ιερά και άλλα σκεύη από τον τότε Δήμαρχο Δημ. Βλαχλείδη και τον Μητροπολίτη Σπυρίδωνα, που παρεμβαίνουν στον Γερμανό κατακτητή και τη ζητούν για να λειτουργήσει ως βιβλιοθήκη. Μετά μάλιστα από την αποχώρηση των Γερμανών παραδίδονται τα φυλαγμένα στα υπόγεια της Συναγωγής σκεύη. Εκτός από τη Συναγωγή, μνημείο της εβραϊκής παρουσίας στα Ιωάννινα είναι και το εβραϊκό νεκροταφείο στη Σπ. Λάμπρου.
Το χρονικό της καταστροφή της κοινότητας
Η καταστροφή της κοινότητας των ελλήνων εβραίων των Ιωαννίνων ήταν από τις πλέον τραγικές στη χώρα. Οι φωτογραφίες από τα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία αποτυπώνουν τις συγκλονιστικές στιγμές της ναζιστικής επιχείρησης, με τους συγκεντρωμένους δίπλα στη λίμνη, λίγο πριν και κατά τη διαδικασία της επιβίβασής τους στα στρατιωτικά καμιόνια με τα οποία οδηγήθηκαν το πρωινό της 25 Μαρτίου 1944 από την πόλη των Ιωαννίνων προς τα Τρίκαλα μέσω Κατάρας.
Oι συνοικίες των Εβραίων της πόλης αποκλείστηκαν στις τρεις τα ξημερώματα από άνδρες της 4ης SS μεραρχίας τεθωρακισμένων της αστυνομίας, άνδρες του κλιμακίου μυστικής στρατιωτικής αστυνομίας των Ιωαννίνων, αλλά και από άνδρες των μονάδων του 22ου σώματος ορεινών καταδρομών που έδρευε στα Ιωάννινα.
Στις πέντε το πρωί ανακοινώθηκε στον εκπρόσωπο της εβραϊκής κοινότητας ότι εντός δύο ωρών όλοι οι Εβραίοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, έπρεπε να βρίσκονται σε δύο συγκεκριμένα σημεία δίπλα στη λίμνη της πόλης.
Επίσης ότι επιτρεπόταν να έχουν μαζί τους ανά οικογένεια το πολύ μέχρι 50 κιλά σε ατομικά είδη και ότι άτομα που θα προσπαθούσαν να κρυφτούν ή να διαφύγουν θα εκτελούνταν πάραυτα.
Λίγο πριν τις 8 το πρωί όλοι σχεδόν οι Εβραίοι της πόλης βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στα επίμαχα σημεία, με τις αποσκευές τους όπως φαίνεται καθαρά από τις φωτογραφίες που τράβηξε ο φωτογράφος του λόχου διαφώτισης 690, Wetzel, για προπαγανδιστικούς λόγους.
Μέχρι τις 10 το πρωί 1.725 Εβραίοι των Ιωαννίνων, μιας από τις αρχαιότερες και πλήρως ενταγμένες από γλωσσικής, κοινωνικής, πολιτισμικής και οικονομικής πλευράς εβραϊκές κοινότητες της χώρας, είχαν ήδη επιβιβαστεί στα στρατιωτικά αυτοκίνητα και ξεκινούσαν το μακάβριο ταξίδι προς το στρατόπεδο εξόντωσης Άουσβιτς-Μπιρκενάου.
Ενδιάμεσος σταθμός ήταν η Λάρισα, όπου μετά από ολιγοήμερη παραμονή θα ενωθούν στο ίδιο τρένο με τους Εβραίους που είχαν συλληφθεί στην Αθήνα και αλλού την ίδια περίοδο και στις 2.4.1944 θα συνεχίσουν το ταξίδι για τη μηχανή του θανάτου όπου θα φτάσουν στις 11.4.1944 για να οδηγηθούν μετά την αποβίβαση οι περισσότεροι στους θαλάμους αερίων. Ένα απειροελάχιστο ποσοστό, μόλις 5%, μπόρεσε να επιβιώσει.