Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θυμήθηκαν την παλιά σταλινική αρχή ότι «το κόμμα δυναμώνει, όταν εκκαθαρίζεται από τα οπορτουνιστικά στοιχεία», με αφορμή τη ρήξη ανάμεσα στη Φώφη Γεννηματά και τον Βαγγέλη Βενιζέλο. Βέβαια, οι περισσότεροι το έκαναν μάλλον επικριτικά, εάν αναλογιστούμε ότι η φράση αυτή συνδέθηκε με μάλλον τραγικές στιγμές στην ιστορία της ΕΣΣΔ.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι στην ηγετική ομάδα του ΚΙΝΑΛΛ, που προφανώς και γνώριζε τα αποτελέσματα που θα είχε η άρνηση να δοθεί η πρώτη θέση στο Επικρατείας στον Βαγγέλη Βενιζέλο, εν μέρει πρυτάνευσε όντως η λογική ότι το κόμμα μπορεί και να κέρδιζε σε εμβέλεια, εάν απαλλασσόταν από ορισμένα στελέχη που κατά τη γνώμη του δεν εκπροσωπούν την αναγκαία πολιτική οριοθέτηση μιας σύγχρονης κεντροαριστεράς.
Όμως, την ίδια στιγμή βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα φάσμα αντιδράσεων εντός και εκτός ΚΙΝΑΛΛ που δείχνουν ότι η κατάσταση είναι κάπως πιο σύνθετη ως προς τον αντίκτυπο τέτοιων επιλογών.
Η ανάγκη κατοχύρωσης ενός πολιτικού χώρου και ο στόχος της «τρίτης εντολής»
Όλα αυτά έχουν να κάνουν με την προσπάθεια του ΚΙΝΑΛΛ να κατοχυρώσει έναν κρίσιμο πολιτικό χώρο στην αναμέτρησή του με το νέο δικομματισμό. Σε τελική ανάλυση αυτή είναι και η πιο σαφής εξήγηση που έχουν μέχρις στιγμή δώσει τα ίδια τα στελέχη του ΚΙΝΑΛΛ για αυτή την αντιπαράθεση.
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα, η τοποθέτηση του κ. Βενιζέλου κατατείνει προς την υποχρεωτική σύμπραξη με τη Νέα Δημοκρατία σε περίπτωση που ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν πετύχει την αυτοδυναμία.
Αυτό, όμως, προσκρούει στη ρητά διατυπωμένη θέση του ΚΙΝΑΛΛ ότι επιδιώκει την «τρίτη εντολή», δηλαδή να προσπαθήσει στην περίπτωση μη αυτοδυναμίας να αξιοποιήσει την τρίτη κατά σειρά εντολή σχηματισμού κυβέρνησης που θα λάβει ώστε να διαμορφώσει όρους μιας κυβέρνησης προγραμματικής σύγκλισης.
Όμως, για να υπηρετηθεί η γραμμή αυτή και να έχει το ΚΙΝΑΛΛ την εκλογική απήχηση εκείνη που θα αποτρέψει την αυτοδυναμία της ΝΔ, είναι σημαντικό να ακολουθηθεί με συνέπεια μια γραμμή διπλής οριοθέτησης και απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και απέναντι στη ΝΔ.
Άλλωστε, μια τέτοια γραμμή θα μπορούσε να επιτρέψει όντως στην κ. Φώφη Γεννηματά να διαχειριστεί το ενδεχόμενο μιας «τρίτης εντολής» χωρίς να έχει το φόβο ότι άλλα στελέχη θα επεδίωκαν άλλου είδους συνεργασίες.
Η ανάγκη απεύθυνσης στους δυσαρεστημένους του ΣΥΡΙΖΑ
Η θετική επιχειρηματολογία γύρω από τον «χειρισμό» αυτό επικεντρώνει στο γεγονός ότι η επιλογή αυτή συνδυάστηκε με την τοποθέτηση του Γιώργου Καμίνη στη θέση του επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΚΙΝΑΛΛ.
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα ο Γιώργος Καμίνης επιτρέπει ένα κρίσιμο άνοιγμα σε απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ στους οποίους θα είχε απήχηση η κεντρώα και μετριοπαθής φυσιογνωμία του.
Αυτό θα επιτρέψει μια διεύρυνση της εκλογικής επιρροής του ΚΙΝΑΛΛ που θα διευκολύνει την προοπτική της «τρίτης εντολής».
Άρρητη παραδοχή της απεύθυνσης αυτής είναι η προσπάθεια έστω και μερικής αποσύνδεσης από τη μνημονιακή «κληρονομιά». Αυτό μπορεί να εξηγήσει και την προσπάθεια ρήξης ή αποστασιοποίησης από τα στελέχη του ΚΙΝΑΛΛ που ταυτίστηκαν με τη άσκηση μνημονιακών κυβερνητικών καθηκόντων. Είναι η αγωνία να διαχωριστεί η εικόνα του ΚΙΝΑΛΛ σήμερα από την εικόνα του ΠΑΣΟΚ όταν εφάρμοζε μνημόνια ή προχωρούσε σε επιλογές όπως το PSI.
Οι αντιρρήσεις στην επίσημη κομματική γραμμή
Όμως, η παραπάνω επιχειρηματολογία δείχνει να προσκρούει σε αντιρρήσεις που διατυπώνονται εντός και εκτός ΚΙΝΑΛ.
Η πρώτη αντίρρηση αφορά την ίδια την τακτική της «τρίτης εντολής». Σύμφωνα με αυτή την αντίρρηση, μια τέτοια τακτική μπορεί απλώς να οδηγήσει στην αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και άρα σε νέα προσφυγή στις κάλπες, με απλή αναλογική, με βάση τον ισχύοντα εκλογικό νόμο. Το ενδεχόμενο αυτό, πέραν του κινδύνου ακυβερνησίας ενέχει και την πιθανότητα απλώς μεγαλύτερης συμπίεσης του ΚΙΝΑΛΛ από τα δύο μεγάλα κόμματα. Μάλιστα, υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν ότι το να πάρει την πολιτική ευθύνη το ΚΙΝΑΛΛ για νέες κάλπες μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη απομείωση της εκλογικής του επιρροής.
Η δεύτερη αντίρρηση αφορά τον αρνητικό αντίκτυπο που μπορεί να έχει στο ίδιο το οργανωμένο δυναμικό του ΚΙΝΑΛΛ η αποπομπή του κ. Βενιζέλου. Γιατί μπορεί στην κοινωνία συχνά ο Βενιζέλος να ταυτίζεται με την κυβέρνηση Σαμαρά και τα μνημόνια, όμως στον κομματικό μηχανισμό διατηρεί το κύρος του πρώην υπουργού, του έμπειρου κοινοβουλευτικού και του ανθρώπου που διατέλεσε ηγέτης του ΠΑΣΟΚ. Άλλωστε, ένα μέρος του μηχανισμού του ΚΙΝΑΛΛ δεν κρύβει τη θετική του εικόνα γι’ αυτό που συνηθίσαμε να περιγράφουμε ως «εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ». Με αυτό εννοούμε ότι μέσα στο ΚΙΝΑΛΛ υπάρχει ένα ευρύ δυναμικό που δεν συντονίζεται εύκολα με την αναδρομική απαξίωση σημαντικών τμημάτων της ιστορικής διαδρομής και πολιτικών στελεχών όπως ο Κώστας Σημίτης ή ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Η τρίτη αντίρρηση αφορά την επιλογή του Γιώργου Καμίνη. Σύμφωνα με αυτήν υπάρχει μια υπερεκτίμηση της θετικής συνεισφοράς που μπορεί να έχει στο εκλογικό αποτέλεσμα ο πρώην δήμαρχος Αθηναίων, που εκτός όλων των άλλων «χρεώνεται» και τα προβλήματα της πρωτεύουσας, ενώ παράλληλα υποστηρίζεται ότι δύσκολα μπορεί να έχει απήχηση στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ ένας πολιτικός που γενικά εξέφρασε μια «δεξιόστροφη» εκδοχή του κέντρου.
Η τέταρτη αντίρρηση επικεντρώνει στην ίδια την κ. Φώφη Γεννηματά και της καταλογίζει μια υπέρμετρα φοβική συμπεριφορά, που εντοπίζει παντού δυνάμει υπονομευτές και τελικά οδηγεί σε επιλογές που απομειώνουν τη συνολική εμβέλεια του ΚΙΝΑΛΛ εν μέσω μια κρίσιμης εκλογικής μάχης. Και αυτό γιατί στο τέλος ο φόβος της αποτυχίας και οι φοβικές «προληπτικές» αντιδράσεις, απλώς ενέχουν στον κίνδυνο να λειτουργήσουν ως «αυτοεκπληρούμενες προφητείες και τελικά να έχουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.
Το ανοιχτό ερώτημα για να τον προσανατολισμό
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εντοπίζουν σε όλα αυτά ένα βαθύτερο πρόβλημα φυσιογνωμίας και προσανατολισμού στο ΚΙΝΑΛΛ. Αυτό προκύπτει όχι μόνο ως τοπική έκφραση της συνολικότερης κρίσης φυσιογνωμίας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και ως επίπτωση από τον τρόπο που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διεκδικήσει να εκπροσωπεί αυτός το χώρο της κεντροαριστεράς μέσα από την «Προοδευτική Συμμαχία».
Σε αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με όλο το φάσμα των ανοιχτών ερωτημάτων για το τι αποτελεί σήμερα «προοδευτική πολιτική», εν μέσω ενός δύσβατου ευρωπαϊκού περιβάλλοντος και υπαρκτών μακρόχρονων μνημονιακών δεσμεύσεων.
Μόνο που η απάντηση σε αυτά αποτελεί πραγματική πολιτική επεξεργασία και όχι ανάλωση σε τακτικές ή συμβολικές επιλογές ως προς τα πρόσωπα.