Κάποτε τα καφενεία χωρίζονταν σε πράσινα και μπλε. Οι γονείς έστελναν τα μικρά παιδιά τους στο τραπέζι όπου έτρωγε ο ηγέτης της μιας παράταξης για να πάρουν την «ευλογία» του. Κι η άλλη πλευρά φώναζε συνθήματα σαν «ψηλέ προχώρα / σε θέλει όλη η χώρα». Ακόμη και στις εκλογές του 2000 ο δικομματισμός – ο παλιός, ο ορθόδοξος – κατέγραφε ποσοστό 86,52%, το υψηλότερο εκείνων των ετών για ολόκληρη την ΕΕ. Κάποτε, λοιπόν, στο πολιτικό σκηνικό κυριαρχούσαν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Μια οικονομική κρίση και τρία Μνημόνια μετά, όμως, αμφότερα τα κόμματα έχασαν σημαντικό μέρος της εκλογικής τους δύναμης. Στα συντρίμμια του εκλογικού σεισμού του Μαΐου του 2012 η πρώτη ΝΔ βρέθηκε με 18,85% και το τρίτο ΠΑΣΟΚ με 13,18%. Η απόσταση δεν μοιάζει μεγάλη. Εκτοτε, όμως, μεγάλωσε πολύ. Η ΝΔ κάνει πια comeback. Το ΠΑΣΟΚ, πάλι, συνεχίζει να στροβιλίζεται σε έναν ακόμη κυκλώνα εσωστρέφειας. Γιατί η Κεντροδεξιά άντεξε κι επανέρχεται, ενώ η Κεντροαριστερά έχει κολλήσει τα χαμηλά ποσοστά ενός μικρομεσαίου κόμματος;
Είναι μια εύλογη ερώτηση. Ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς πως τους αναλογεί περίπου το ίδιο μερίδιο ευθύνης για όσα οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Για κάποιους, μάλιστα, ίσως στη ΝΔ αναλογεί ελαφρώς μεγαλύτερο, μιας και η πενταετία του Καραμανλή του νεότερου εκτίναξε το έλλειμμα. «Για να απαντηθεί το ερώτημα χρειάζονται τρεις με τέσσερις διδακτορικές διατριβές», λέει χαριτολογώντας ένας πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ. Ενας υπουργός από εκείνους που συμμετείχαν στην κυβέρνηση Παπανδρέου, που «της έσκασε η βόμβα στα χέρια», όπως επισημαίνουν από όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος.
Η εν λόγω πηγή έχει ψάξει πολλές φορές να βρει την απάντηση. Εννιά σχεδόν χρόνια μετά έχει καταλήξει πως τρεις ήταν οι αιτίες που έριξαν το δικό του κόμμα στην κατηγορία των ελαφριών βαρών. Η πρώτη σχετίζεται με τη στιγμή της έκρηξης της βόμβας. «Για πρώτη φορά ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να πάρει σκληρά μέτρα. Και ήταν μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, άρα κανείς δεν το περίμενε από εκείνη», σημειώνει.
Και ο Ακης
Υστερα ήρθαν οι κάλπες του Μαΐου του 2012. Για την ακρίβεια, η προεκλογική περίοδός τους κατά τη διάρκεια της οποίας προφυλακίστηκε ο Ακης Τσοχατζόπουλος. Τα πλάνα του ανθρώπου που παραλίγο να γινόταν αρχηγός του ΠΑΣΟΚ να προσάγεται, κρύβοντας τις χειροπέδες με το σακάκι του, «έσπασαν» τονίζει «το ηθικό δέσιμο των ψηφοφόρων του κόμματος με το κόμμα». «Ενίσχυσαν» προσθέτει «μια εδραιωμένη αντίληψη πως το ΠΑΣΟΚ ήταν ανεκτικό σε συμπεριφορές διαφθοράς» – και την ενίσχυσαν ακριβώς πριν από μια κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση. Αυτή ήταν η δεύτερη αιτία. Η τρίτη ακολουθεί το κόμμα ώς σήμερα που έχει μετονομαστεί σε ΚΙΝΑΛ. «Είναι» αναφέρει «οι ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες που είχε πάντα στους κόλπους του και το γεγονός πως κάθε μια από αυτές διαφωνούσε με την άλλη ως προς τη στρατηγική που θα διασφαλίσει το μέλλον του χώρου». Η πιο ωμή διατύπωση αυτού είναι ότι το ΠΑΣΟΚ παρήγαγε πάντα περισσότερους αρχηγισμούς απ’ όσους μπορούσε να καταναλώσει.
Ο πρώην υπουργός βάζει στη συζήτηση και την ευρωπαϊκή τάση της εποχής που θέλει τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να βιώνουν καθυστερημένα το περίφημο pasokification – αν και ορισμένα επανακάμπτουν πλέον – και την Κεντροδεξιά σε όλη την ήπειρο να ευνοείται περισσότερο από τη συντηρητική ατζέντα που μοιάζει να απασχολεί το εκλογικό σώμα. Επιμένει, ωστόσο, πως οι τρεις παραπάνω καθαρά ελληνικοί λόγοι έκριναν τη μοίρα του πράσινου ήλιου. Υπενθυμίζοντας ότι η ΝΔ, αν κι υπόγραψε Μνημόνιο έπειτα από μια περίοδο επαναστατικής αντιμνημονιακής γυμναστικής, ουδέποτε ήρθε αντιμέτωπη με τόσο έντονα παρόμοια προβλήματα.
Η γαλάζια πλευρά, πάντως, διατυπώνει μια διαφορετική εξήγηση. Σύμφωνα με νεοδημοκράτη υπουργό – με πολλά χρόνια κοινοβουλευτικής παρουσίας – δεν ευθύνεται μόνο το τυχαίο γεγονός της έκρηξης της βόμβας. «Η ΝΔ είχε» λέει «πιο βαθιές ρίζες στους ψηφοφόρους και κάποιες από αυτές δεν ξεριζώθηκαν». Σε πρώτο επίπεδο αναφέρεται στον πυρήνα των συντηρητικών ψηφοφόρων, εκείνων που ο Αβέρωφ είχε αποκαλέσει «νοικοκυραίους». Υπονοεί πως όσα τους ένωναν με το κόμμα που ψήφιζαν δεν ήταν μόνο πολιτικής φύσης, ήταν και πολιτισμικής.
Αναλύει, βέβαια, λίγο περισσότερο την ερμηνεία του σημειώνοντας πως «η συντηρητική παράταξη δεν είχε περιποιηθεί τον κόσμο της όσο το ΠΑΣΟΚ, που τον κακόμαθε με παροχές». Κατηγορεί, δηλαδή, τον άλλοτε πολιτικό τους αντίπαλο για «μαζικοποίηση των πελατειακών σχέσεων». Και διατείνεται ότι «το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε με τη χρεοκοπία, επειδή οι ψηφοφόροι του συμπεριφέρθηκαν σαν πελάτες που εγκατέλειψαν τον παντοπώλη όταν δεν είχε πια αγαθά στα ράφια».
Σύμφωνοι. Αλλά αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι ο πελατειασμός δεν άνθησε μόνο στα πράσινα μεταπολιτευτικά χρόνια. Ευδοκίμησε και στα γαλάζια. «Ακόμη κι όταν γίναμε μπλε ΠΑΣΟΚ, στα χρόνια του Κώστα Καραμανλή, μιμούμασταν το ΠΑΣΟΚ στο να δίνουμε. Αρα εκ των πραγμάτων υπολειπόμασταν στην ανταλλακτική σχέση» απαντά η εν λόγω πηγή. Για να το πούμε με μια παρομοίωση από τη γεωπονική επιστήμη – που κι εκείνος επικαλείται – «το ρουσφέτι πιάνει μόνο όταν γίνεται κατακλυσμιαίως όχι με τη μέθοδο της σταγόνας που εφαρμόζουν στα κιμπούτς του Ισραήλ».
Δύο παράγοντες
Για έναν από τους πιο έμπειρους πολιτικούς αναλυτές πάλι οι παράγοντες που οδήγησαν τα δυο άλλοτε κραταιά κόμματα σε εκ διαμέτρου αντίθετες πορείες είναι δύο. Παράγοντας πρώτος: «Το ΠΑΣΟΚ έπεσε γιατί δίπλα του υπήρχε ένας χώρος που προσελήφθη από τη βάση του ως συγγενής, ο ΣΥΡΙΖΑ. Κι έτσι οι ψηφοφόροι μετακόμισαν» υπογραμμίζει. Και συμπληρώνει ότι «οι ψηφοφόροι της ΝΔ δεν είχαν διέξοδο, επειδή τα κόμματα που αποπειράθηκαν να αλιεύσουν από τις δεξαμενές της δεν είχαν ιστορικότητα, ούτε συνοχή εναλλακτικής λύσης. Ο Καμμένος και η ΧΑ ήταν απλά τα θραύσματα της μεγάλης έκρηξης του πολιτικού σκηνικού που προκάλεσε η οικονομική κρίση». Δεν εξελίχθηκαν, δηλαδή, σε πειστικούς εναλλακτικούς πόλους.
Παράγοντας δεύτερος: «Η Δεξιά στην Ελλάδα, την οποία εκφράζει η ΝΔ είναι μια ιστορική παράταξη που εδράζει τη συνοχή της σε μη πολιτικά στοιχεία, επομένως είναι πιο ανθεκτική σε πολιτικές κρίσεις» σημειώνει. «Η ταυτότητα των ψηφοφόρων της διαμορφώνεται περισσότερο από κοινωνικοπολιτισμικά στοιχεία απ’ ό,τι από ιδεολογικοπολιτικά». Σε απλά ελληνικά; Η Δεξιά βασίζεται στο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».
Κατά την άποψή του ένα μέρος της απάντησης στο αρχικό ερώτημα ενδεχομένως να βρίσκεται και στην πρόσφατη πολιτική ιστορία, από τον Εμφύλιο κι έπειτα. Ιστορικά ο χώρος στα αριστερά του Κέντρου είναι εκείνος που διαρκώς βιώνει ανακατατάξεις, και ανασυγκροτείται. Στη Δεξιά η συνέχεια είναι ομαλή. Ή όπως το θέτει κι ο παραπάνω γαλάζιος υπουργός χαριτολογώντας «όταν άνοιγε το ένα μαγαζί – η ΝΔ – το άλλο – η ΕΡΕ – είχε κλείσει, ενώ η φθίνουσα Ενωση Κεντρώων συνυπήρξε με το ΠΑΣΟΚ».
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις επρόκειτο, όμως, για το ίδιο μαγαζί με άλλη μαρκίζα. Μόνο που το δεξιό rebranding δεν περιελάμβανε κομματικές διασπάσεις σαν το κεντροαριστερό. Λυρικά μιλώντας, επομένως ίσως να φταίει που η ιστορία έχει φιλήσει την Κεντροαριστερά στο στόμα.