Ο σκηνοθέτης Κωνσταντίνος Μάρκελλος και η ηθοποιός Ελένη Στεργίου (This Famous Tiny Circus theater group), μετά την επιτυχία του «Καραφλομπέκατσου και της Σπυριδούλας» της Λένας Κιτσοπούλου, κι ενώ το 2019 ορίστηκε –με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού– Αφιερωματικό Έτος «Ερωτόκριτου», ενώνουν ξανά τις δυνάμεις τους στην παράσταση «Η απαγωγή της Τασούλας: μια ποιητική μυθιστορία». Η παράσταση παρουσιάζεται κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 21.00 στο Θέατρο Σταθμός (Βίκτωρος Ουγγώ 55, Μεταξουργείο, τηλ. 21 0523 0267, είσοδος 10-15 ευρώ).
Οι δυο τους δημιουργούν ένα σύγχρονο ποιητικό έργο, γραμμένο σε έμμετρο στίχο, στα πρότυπα των Τραγωδιών και των Μυθιστοριών της Κρητικής Αναγέννησης. Πηγή έμπνευσης αποτέλεσαν ένα πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα το 1950 στην Κρήτη, όπως αυτό αποτυπώνεται στο ομώνυμο βιβλίο του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη, αλλά και η προσωπική τους έρευνα σε ιστορικά αρχεία της εποχής. Την πρωτότυπη μουσική της παράστασης συνθέτει ο Νίκος Ξυδάκης.
Η υπόθεση του έργου αφορμάται μόνο από το γεγονός της απαγωγής, παίρνοντας ταυτόχρονα αποστάσεις από την πραγματικότητα, για να προσεγγίσει έννοιες όπως ο Έρωτας, η Αγάπη και η Θυσία από ιδεαλιστική σκοπιά, εντάσσοντας στην ποιητική του φόρμα το μεταφυσικό στοιχείο, όπως όλα τα πρότυπα έργα του είδους του.
Η δραματουργία παρακολουθεί την βαθμιαία αναγωγή της περιπέτειας δυο νέων, του Κώστα και της Τασούλας στο ύψος μιας μυθιστορίας σαν κι αυτή του Ερωτόκριτου, ή μιας τραγωδίας όπως το «Ρωμαίος και Ιουλιέττα», εστιάζοντας στην καταφανέστατη ανάγκη του μετεμφυλιακού συλλογικού πνεύματος να κατασκευάσει, έστω και με τα πλέον συμβατικά υλικά, μια νέα ηρωϊκή μυθολογία και να γίνει μέρος της.
Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Δημήτρης Καπετανάκος, Ελένη Στεργίου, Ελένη Βλάχου, Νικολής Αβραμάκης, Κωνσταντίνος Μάρκελλος.
Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος μιλάει στα «Νέα» για την νέα του καλλιτεχνική πρόκληση, τον έμμετρο στίχο και τον έρωτα.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;
Με την συνεργάτη μου Ελένη Στεργίου συναντήσαμε την πραγματική ιστορία του Κώστα και της Τασούλας για πρώτη φορά πριν από 3,5 χρόνια. Ενώ η αρχική σκέψη ήταν να επικεντρωθούμε στις πολιτικές προεκτάσεις της και να γράψουμε ένα έργο-ντοκουμέντο, όσο δουλεύαμε πάνω στην ιδέα ενός καινούριου έργου, άρχισε να αναδύεται η ανάγκη να απομακρυνθούμε από τα πραγματικά γεγονότα και να εστιάσουμε στον τρόπο με τον οποίον η κοινωνία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αντιμετώπισαν το γεγονός. Ερευνώντας στα ιστορικά αρχεία της εποχής και προετοιμάζοντας μια δεύτερη γραφή, βρεθήκαμε και πάλι μπροστά στον κίνδυνο να παράξουμε ένα έργο βασισμένο αποκλειστικά σε δημοσιεύματα και να καταφύγουμε σε λύσεις που, στην καλύτερη περίπτωση, θα μας επέτρεπαν να θεωρητικολογήσουμε αφηγούμενοι ή έστω να αφηγηθούμε μια αρκετά ενδιαφέρουσα σε πλοκή ιστορία.
Είχαμε, όμως, την ανάγκη να φτιάξουμε ένα καθαρό θεατρικό έργο με ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Το ζήτημα ήταν πώς θα επιτυγχάνετο η αφαίρεση, αφού τα γεγονότα ήταν πάρα πολλά, και πώς αυτά θα μετατρέπονταν σε υλικά μιας στέρεης δραματουργίας.
Μια συνάντηση με τον ποιητή Γιώργο Μπλάνα μας έφερε την απάντηση. Όσο αναλύαμε τις σκέψεις μας για την δραματουργία, η συζήτηση «εξώκειλε» σε ένα στιγμιότυπο από τον Ερωτόκριτο του Βιντσέντζου Κορνάρου: Η Αρετούσα σε μια επίσκεψη στο σπίτι του Συμβούλου του βασιλιά-πατέρα της, μόνη μέσα στην κάμαρα του –αυτοεξόριστου εκείνο τον καιρό– γιού του Συμβούλου, Ερωτόκριτου, ανακαλύπτει στο κρυφό ερμάρι του νέου, εκτός από τους στίχους που είχε ακούσει να τραγουδιούνται κάτω απ’ το παράθυρό της, μια ζωγραφιά που απεικόνιζε την ίδια. Κοιτάζοντας το πρόσωπό της ζωγραφισμένο στο χαρτί και συνδυάζοντας τα γεγονότα, φτάνει στο συμπέρασμα πως ο Ερωτόκρτος την είχε ερωτευτεί. Σπεύδει, λοιπόν, να δηλώσει στην παραμάνα της πως είναι κι εκείνη ερωτευμένη. Ναι, αλλά με ποιόν; Με τον Ερωτόκριτο; Με τον Έρωτα του Ερωτόκριτου; Με τον Έρωτα ως ιδέα; Μήπως με το είδωλό της; Μήπως με την ίδια της την εικόνα ως αντικείμενο του πόθου κάποιου άλλου;
Η –χρήσιμη για την δραματουργία– αναλογία ήταν προφανής και ο συσχετισμός αναπόφευκτος: Στην θέση της Αρετούσας θα τοποθετούσαμε το ζευγάρι (Κώστας και Τασούλα) και την θέση της ζωγραφιάς θα έπαιρναν τα χιλιάδες δημοσιεύματα που τους παρουσίασαν σαν λαϊκούς ήρωες. Τα πρόσωπα της ιστορίας αυτής, δυο άνθρωποι που βρέθηκαν για πρώτη φορά μαζί μόνο μετά την απαγωγή κι εξ αιτίας της έγιναν λαϊκός μύθος εν μια νυκτί, πριν καλά-καλά προλάβουν να εκφράσουν ο ένας στον άλλον τα αισθήματά του, δέχθηκαν τον ακραίο θαυμασμό και την λατρεία της κοινής γνώμης. Και αυτό που ερωτεύτηκαν πάνω απ’ όλα ήταν η εικόνα που οι άλλοι έφτιαξαν γι’ αυτούς και λάτρεψαν.
Ο έμμετρος στίχος στο πλαίσιο της κρητικής αναγέννησης, πόσο νόημα μπορεί να έχει στο σήμερα;
Χωρίς καμία διάθεση παρελθοντολαγνίας, «Η Απαγωγή της Τασούλας», ένα πρωτότυπο έργο σε έμμετρο στίχο γραμμένο το 2019, υπενθυμίζει την ομορφιά, την μαγεία και την ξεχασμένη μουσικότητα μιας γλώσσας αλλοτριωμένης, όπως η ελληνική. Πέρα από τα ποιητικά σχήματα και τις εικόνες που υπάρχουν μέσα στο έργο, σ’ αυτό συμβάλλει και η ισχυρή παρουσία του κρητικού ιδιώματος, το οποίο προσλαμβάνεται, ιδιαιτέρως από τους νεότερους σε ηλικία θεατές μας ως ένα στοιχείο –ας μου επιτραπεί η έκφραση– «εξωτικό». Η υποδοχή ενός όχι και τόσο «εύκολου» κειμένου από το κοινό (όλων των ηλικιών) στις παραστάσεις που έχουμε δώσει ως σήμερα είναι ιδιαιτέρως θερμή, και δικαιώνει την επιλογή μας.
Αυτή η αναφορά στην τέχνη (ο πρωταγωνιστής γράφει ποιήματα) μέσα στη δική σας θεατρική τέχνη, πώς λειτουργεί;
Θελήσαμε να κρατήσουμε μεγάλη απόσταση από τα πραγματικά γεγονότα και να γράψουμε ένα πρωτότυπο έργο που θα αναφέρεται υφολογικά και μορφολογικά στην Αναγεννησιακή Μυθιστορία ή/και Τραγωδία. Ένα έργο που θα βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο με τα πρότυπά του, με διάθεση να εκσυγχρονίσει ή να ανανεώσει, όσο μπορεί, την σκληρή τους φόρμα. Η δισυπόστατη παρουσία του Ποιητή, λοιπόν, ως αφηγητή (όπως στον Ερωτόκριτο) αλλά και ως εμπλεκόμενου προσώπου, κρίθηκε απαραίτητη. Δεν πρόκειται για μια απλή αυτό-αναφορική συνθήκη. Λειτουργεί μέσα στο έργο περισσότερο σαν μια γέφυρα με την παράδοση, σαν ένα όχημα-άλλοθι για την εσκεμμένη διακειμενικότητά του, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τον εσωτερικό διάλογο του κειμένου με τις πρότυπες ερωτικές τραγωδίες και μυθιστορίες της Κρητικής Αναγέννησης (Ερωφίλη, Ερωτόκριτος), του Ελισαβετιανού Θεάτρου (Ρωμαίος και Ιουλιέττα), αλλά και την Λόγια και Δημοτική μας Ποίηση. Και παρά τις αρχικές αμφιβολίες (τις οποίες προκαλούσε μια αδιόρατη προδιάθεση για «απόλυτη πρωτοτυπία»), πιστεύουμε πως το έργο ωφελήθηκε σημαντικά. Η διακειμενικότητα αυτή αποδείχτηκε πως δικαιώνει και υποστηρίζει την επιλογή της έμμετρης και ποιητικής φόρμας σε ένα σύγχρονο κείμενο: Προσφέρει το απαιτούμενο βάθος νοημάτων, χαρίζει πλούτο εικόνων, γίνεται γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθεί ο -αναγκαίος για ένα ερωτικό δράμα- λυρισμός, ενώ συμπυκνώνει (ή υπαινίσσεται) με αναπάντεχη ευγλωττία τον δραματουργικό πυρήνα του έργου.
Ο έρωτας, η θυσία και η αγάπη πώς αναδεικνύονται επί σκηνής;
Οι πρωταγωνιστές του έργου εξωθούνται σε ακραίες συμπεριφορές. Σχεδιάζουν και υλοποιούν παράτολμα σχέδια, δίνουν βαρυσήμαντες υποσχέσεις και όρκους, υποκινημένοι από τα πάθη ή τις ανάγκες τους. Όσο αυξάνει ο ηρωϊκός χαρακτήρας των πράξεών τους, τόσο ψηλώνει ο πήχυς των προσδοκιών των «τρίτων», αλλά και των ίδιων των ηρώων απ΄τους εαυτούς τους. Αποδέχονται με γνήσια τραγικότητα το προφίλ του «Ήρωα», για να ανακαλύψουν πολύ γρήγορα (κι εμείς μαζί τους), πως ο ιδεαλισμός συντρίβεται αναπόφευκτα από την σκληρή πραγματικότητα. Ο Έρωτας και η Αγάπη γίνεται γι’ αυτούς ταυτόχρονα κινητήριος δύναμη και πηγή βάσανου, ενώ η θυσία παραμένει ανεκπλήρωτη υπόσχεση.
Η νέα ηρωική μυθολογία, τελικά μπορεί να είναι κατασκευασμένη για ν’ αντέξει ή πρέπει να είναι γνήσιο τέκνο του λαϊκού θυμικού;
Είναι απαίτηση κάθε εποχής να φτιάξει τις δικές της Μυθολογίες, να κατασκευάσει τους δικούς της Ήρωες. Η κοινωνία αντλεί από το αποθεματικό του συλλογικού πνεύματος όποια και όσα «υλικά» βρει πρόσφορα και προχωρεί στη σύνθεση, πολλές φορές χωρίς να υπολογίζει ή να εκτιμά την πραγματική αξία τους, η οποία για να είμαστε και δίκαιοι, εξαρτάται απολύτως από την ιστορική συγκυρία.
Το, όχι πολύ μακρινό, 1950 και τα χρόνια που ακολούθησαν τον εμφύλιο η κοινωνία προσπαθούσε, όπως ήταν φυσιολογικό, να αναγεννηθεί από τις στάχτες της. Σχεδόν 70 χρόνια αργότερα οι πληγές του εμφυλίου χάσκουν ακόμη ανοιχτές και η ανθρωπιστική κρίση έχει βαθύνει. Υπάρχει καθαρή αναλογία των δυο εποχών στον τρόπο και στον βαθμό στον οποίο φανατιζόμαστε, στον μεσαιωνισμό που χαρακτηρίζει τον δημόσιο διάλογο, όπως αυτός διεξάγεται στο κοινοβούλιο, σε τηλεοπτικές εκπομπές και μέσα «κοινωνικής» δικτύωσης. Υπάρχει αναλογία, τέλος, στην ευκολία και στην συμβατικότητα με την οποία διαλέγουμε ήρωες, πρωταγωνιστές, σωτήρες.
Στο έργο μας, η διαλεκτική που αναδεικνύει τις παραπάνω θέσεις, αναπτύσσεται χάρις στην παρουσία του Ποιητή (στο πρόσωπο του οποίου συμπυκνώνεται η κοινή γνώμη) και των δύο έμπιστων φίλων του ζευγαριού, που φέρουν τα συμβολικά ονόματα Νικηφόρος και Φερενίκη, οι οποίοι λειτουργούν αντιστικτικά στο πρωταγωνιστικό ζεύγος, απέχοντας από κάθε ηρωϊκή πράξη, αλλά φωτίζοντας με την δράση τους πτυχές και αξίες περισσότερο ανθρωπιστικές.