Η Κάρι Λαμ είχε δεσμευτεί να γεφυρώσει τις διαφωνίες και να ακούσει την νεολαία του Χονγκ Κονγκ, όταν τέθηκε επικεφαλής του, υποσχέσεις που όμως τις πήρε ο αέρας μαζί με τα δακρυγόνα και το σπρέι πιπεριού, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν εναντίον των νέων που τόλμησαν να υψώσουν την φωνή τους.

Η 62χρονη πιστή Καθολική ορίστηκε τον Μάρτιο 2017 επικεφαλής της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ από μια εκλογική επιτροπή, της οποίας τα περισσότερα μέλη ελέγχονται από την Κίνα. Η εκλεκτή του Πεκίνου έγινε έτσι η πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει το ανώτατο αξίωμα στην πρώην βρετανική αποικία.

Η Λαμ κλήθηκε τότε να ενώσει μια βαθιά διαιρεμένη πόλη με πολλούς νέους να έχουν χάσει την ελπίδα τους στο πολιτικό σύστημα.

Οι μισθοί είναι πολύ χαμηλοί και οι κάτοικοι του Χονγκ Κονγκ δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ακίνητη περιουσία. Η αγορά ακινήτων κινείται χάρη στα εκατομμύρια δολάρια που έρχονται από την ηπειρωτική χώρα και η τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο είναι υπερβολικά υψηλή.

Οι αντίπαλοί της την κατηγόρησαν ότι θέλει να αποφεύγει ενοχλητικά πολιτικά ζητήματα προκειμένου να ευχαριστεί το Πεκίνο, το οποίο, έλεγαν, θα αυξήσει τον έλεγχο που ασκεί στο Χονγκ Κονγκ.

Οι φόβοι τους ενισχύονταν από μια σειρά περιστατικών που κλόνισαν την κοινή γνώμη. Το 2015, πέντε βιβλιοπώλες του Χονγκ Κονγκ, γνωστοί για την έκδοση βιβλίων για την πολιτική τάξη στην Κίνα, «εξαφανίστηκαν» πριν εντοπιστούν ξανά να τελούν υπό κράτηση στην ηπειρωτική Κίνα.

Το 2016, το Κοινοβούλιο της Κίνας απέκλεισε δύο βουλευτές του Χονγκ Κονγκ που τάσσονταν υπέρ της ανεξαρτησίας του εδάφους, έπειτα από την άρνησή τους να ορκιστούν πίστη στο Πεκίνο.

Η Λαμ διαβεβαίωνε τότε ότι θα επικεντρωθεί σε κοινωνικά ζητήματα, όπως η φτώχεια και η στέγαση. Ότι θα ανταποκρινόταν στα αιτήματα της νεολαίας που ζητούσε μεγαλύτερες δημοκρατικές ελευθερίες και μέτρα για την καταπολέμηση της αυξανόμενης ανισότητας.

“Το Χονγκ Κονγκ, το σπίτι μας, υποφέρει από μια αρκετά σοβαρή πόλωση και έχει προκαλέσει μεγάλη απογοήτευση. Προτεραιότητά μου είναι να γεφυρώσω το χάσμα”, έλεγε στην ομιλία που εκφώνησε μετά την εκλογή της.

Δύο χρόνια έχουν περάσει και το Χονγκ Κονγκ κλονίζεται από τις μαζικότερες διαδηλώσεις και τη χειρότερη πολιτική βία των τελευταίων δεκαετιών, που ήδη έχει προκαλέσει 22 τραυματίες.

Η σπίθα που προκάλεσε αυτή την πυρκαγιά ήταν οι πιέσεις της κυβέρνησης της Λαμ να προωθήσει ένα αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο έκδοσης υπόπτων στην κινεζική ενδοχώρα.

Και χθες, Σάββατο, η Κάρι Λαμ, αντιμέτωπη με τις μαζικές κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας, υποχρεώθηκε να ανακοινώσει την αναστολή της διαδικασίας για την υιοθέτησή του νομοσχεδίου. Πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές υποχωρήσεις που έχει κάνει η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ από το 1997 που το Χονγκ Κονγκ πέρασε σε κινεζική κυριαρχία.

Αλλά οι διαδηλώσεις αυτές είναι και μια έκρηξη οργής που σοβεί εδώ και χρόνια για τον τρόπο που η πόλη κυβερνάται από την φιλοκινεζική της ηγεσία.

Όταν ανέλαβε την εξουσία, η Λαμ ήταν ήδη ένα μισητό πρόσωπο στο φιλοδημοκρατικό στρατόπεδο της πόλης επειδή βρισκόταν στην κυβέρνηση του εξαιρετικά μισητού στον λαό προκατόχου της, του κυβερνήτη Λεούνγκ Τσουνγκ-Γινγκ, στη διάρκεια του κινήματος διαμαρτυρίας που έγινε γνωστό ως “Εξέγερση της Ομπρέλας”, το 2014.

Επειδή ήταν η εκλεκτή υποψήφια του Πεκίνου για να αντικαταστήσει τον Λεούνγκ, απέκλεισε εύκολα τους αντιπάλους της.

Χαμηλά ποσοστά αποδοχής

Το χαμηλό ποσοστό δημοτικότητας την ακολουθούσε από την αρχή. Μια πρόσφατη δημοσκόπηση που διενήργησε το πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ πριν από τα βίαια επεισόδια και τις διαδηλώσεις, έδειξε ότι το 32% των κατοίκων έχουν θετική γνώμη για την Λαμ και το 57% αρνητική.

Κανένας από τους τρεις προκατόχους της, μετά την παράδοση της πόλης από τη Βρετανία στο Πεκίνο το 1997, δεν είχε τόσο χαμηλά ποσοστά αποδοχής δύο χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας.

Γεννημένη σε μια φτωχή οικογένεια, η Λαμ ξεχώρισε από νωρίς στο Καθολικό σχολείο όπου φοίτησε και στη συνέχεια πήρε υποτροφία για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ.

Ξεκίνησε ως δημόσιος υπάλληλος της τότε αποικίας και ανέβηκε στην ιεραρχία κατά την περίοδο μετά την παράδοση αποκτώντας τη φήμη της μαχητικής πολιτικού, αλλά και της πιστής στο Πεκίνο.

Στη διάρκεια των φιλοδημοκρατικών διαδηλώσεων το 2014 εκπροσώπησε πολλές φορές την κυβέρνηση συνομιλώντας με τους ηγέτες των φοιτητών και επιμένοντας ότι το αίτημά τους για απευθείας εκλογή του ηγέτη τους δεν θα ικανοποιηθεί.

Όταν εξελέγη στο ανώτατο αξίωμα τρία χρόνια αργότερα, θεώρησε ότι θα μπορούσε να αφήσει πίσω της εκείνη την περίοδο.

Παρότι δεν φημίζεται για την εκδήλωση των συναισθημάτων της, σε μια πρόσφατη συνέντευξή της, λίγο πριν ξεσπάσουν τα επεισόδια βίας, ξέσπασε σε κλάματα όταν μίλησε για το κόστος του να ηγείσαι μιας χώρας.

“Η αγάπη μου γι’ αυτόν τον τόπο με έχει οδηγήσει σε πολλές θυσίες”, είπε με τα δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό της απορρίπτοντας τις κατηγορίες ότι “πούλησε” την πόλη της.

Αργότερα όμως, καθώς μαίνονταν οι συγκρούσεις των αστυνομικών με τους διαδηλωτές, το γραφείο της ανέβασε μια βιντεοσκοπημένη δήλωσή της, στην οποία είχε αποκτήσει το παλιό της ψυχρό ύφος.

“Είναι προφανές ότι αυτές δεν είναι ειρηνικές διαμαρτυρίες αλλά οργανωμένα επεισόδια”, έλεγε.

Πηγή ΑΠΕ-ΜΠΕ