Κώδωνα κινδύνου για τον δημοσιονομικό αντίκτυπο (που εκτιμούν σε πάνω από 1% του ΑΕΠ) των θετικών μέτρων στην επίτευξη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα κρούει το Συμβούλιο της ΕΕ, στο πλαίσιο των συστάσεων που απευθύνει κατά τη διαδικασία του ευρωπαϊκού εξαμήνου, σε κάθε κράτος – μέλος ξεχωριστά.
Στοίχημα αποτελεί για την Ελλάδα σύμφωνα με το Συμβούλιο, η υλοποίηση και ολοκλήρωση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων και η προσέλκυση επενδύσεων με στόχο την ενίσχυση βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
Σε συνδυασμό με το χθεσινό αυστηρό μήνυμα του Eurogroup για τα πλεονάσματα, οι Βρυξέλλες ψαλιδίζουν τα φτερά -τουλάχιστον προς το παρόν- της νέας κυβέρνησης για επαναδιαπραγμάτευση των στόχων των πλεονασμάτων.
Οι ελαφρύνσεις απειλούν τους στόχους
Ειδικότερα, τις συστάσεις του για τις εργασιακές και δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών-μελών για το 2019 δημοσίευσε σήμερα Τρίτη 9/7 το Συμβούλιο της ΕΕ, στο πλαίσιο της διαδικασίας του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
Μετά την έξοδό της από το μνημόνιο η Ελλάδα συμμετέχει για πρώτη χρονιά στην εν λόγω διαδικασία που στόχο έχει το συντονισμό της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών.
Σύμφωνα με την σχετική ανακοίνωση, «παρά την παγκόσμια αβεβαιότητα και τις αντίξοες συνθήκες, για το 2020 προβλέπεται οικονομική ανάπτυξη σε όλα τα κράτη μέλη ενώ το επίπεδο ανεργίας δεν ήταν ποτέ τόσο χαμηλό».
«Στο πλαίσιο αυτό, οι συστάσεις ανά χώρα αφορούν κυρίως την εφαρμογή ουσιαστικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την προώθηση επενδυτικών στρατηγικών και υπεύθυνων δημοσιονομικών πολιτικών», σημειώνεται.
Η γνώμη που δημοσίευσε σήμερα το Συμβούλιο σχετικά με το πρόγραμμα σταθερότητας της Ελλάδας για το 2019, αναφέρεται και στον αντίκτυπο των πρόσφατων μέτρων της προηγούμενης κυβέρνησης κυρίως σε ό,τι αφορά την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%.
Όπως σημειώνεται «το πρόγραμμα σταθερότητας και οι εαρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2019 δεν περιλαμβάνουν τα νέα μόνιμα μέτρα που ανακοινώθηκαν και εγκρίθηκαν λίγο μετά την ημερομηνία υποβολής και την καταληκτική ημερομηνία, αντιστοίχως. Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο δημοσιονομικός αντίκτυπος των εν λόγω μέτρων θα υπερβεί το 1,0 % του ΑΕΠ το 2019 και τα επόμενα έτη».
Επιπλέον, περιλαμβάνεται η εκτίμηση ότι «η έγκριση αυτών των νέων μέτρων θέτει σε κίνδυνο την επίτευξη του συμφωνηθέντος στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα, όπως παρακολουθείται βάσει του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας».
«Τα νέα μέτρα αναμένεται να μειώσουν το διαρθρωτικό ισοζύγιο, εγείροντας ανησυχίες ως προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου το 2020», υπογραμμίζει η σύσταση.
Επαναξιολόγηση το φθινόπωρο
Ωστόσο, καταγράφεται πως «το φθινόπωρο του 2019, θα πραγματοποιηθεί επαναξιολόγηση που θα περιλαμβάνει αναθεώρηση του εφαρμοστέου δείκτη αναφοράς για τον ρυθμό αύξησης των καθαρών δαπανών το 2020».
Σε ό,τι αφορά το χρέος, σημειώνεται πως «παρότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να παραμείνει σε καθοδική πορεία, ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο η συμμόρφωση με την τιμή αναφοράς για τη μείωση του χρέους».
«Αυτό θα πρέπει να επαναξιολογηθεί το φθινόπωρο ως αποτέλεσμα των εν λόγω νεοεγκριθέντων μέτρων», επισημαίνεται στο κείμενο των συστάσεων.
Οι προκλήσεις για την Ελλάδα
Το Συμβούλιο συνιστά να λάβει μέτρα το 2019 και το 2020 προκειμένου:
1. Να επιτύχει βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη και να αντιμετωπίσει τις υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, συνεχίζοντας και ολοκληρώνοντας τις μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με τις μεταπρογραμματικές δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν στο πλαίσιο τoυ Eurogroup στις 22 Ιουνίου 2018.
2. Να επικεντρώσει την επενδυτική οικονομική πολιτική στους τομείς των βιώσιμων μεταφορών και της εφοδιαστικής, της περιβαλλοντικής προστασίας, της ενεργειακής απόδοσης, των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των έργων διασύνδεσης, των ψηφιακών τεχνολογιών, της έρευνας και ανάπτυξης, της εκπαίδευσης, των δεξιοτήτων, της απασχολησιμότητας, της υγείας και της ανάπλασης των αστικών περιοχών, λαμβάνοντας υπόψη τις περιφερειακές ανισότητες και την ανάγκη διασφάλισης της κοινωνικής ένταξης.
Υπενθυμίζεται ότι η έκθεση της Επιτροπής τον περασμένο Φεβρουάριο, η οποία συνδέεται με τις σημερινές συστάσεις του Συμβουλίου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα εμφανίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Οι ανισορροπίες που εντοπίστηκαν αφορούσαν ιδίως το υψηλό δημόσιο χρέος, την αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση, το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών και το ακόμη υψηλό ποσοστό ανεργίας.