Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν πολύ σαφής στη δήλωση που έκανε μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εκλογών της 7ης Ιουλίου. Υποστήριξε ότι τα αποτελέσματα των εκλογών «μας δίνουν εντολή μετασχηματισμού σε ένα σύγχρονο προοδευτικό Κόμμα. Θα δώσω όλες μου τις δυνάμεις για να μετασχηματιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε μεγάλη προοδευτική παράταξη».
Οι λέξεις προφανώς δεν ήταν τυχαίες. Τόσο ο μετασχηματισμός παραπέμπει σε μια διαδικασία αλλαγής και τομής σε σχέση με το παρελθόν (διαφορετικά θα έλεγε απλώς «ανασυγκρότηση»), ενώ η «προοδευτική παράταξη» δεν είναι απλό πράγμα να ακούγεται από τα χείλη του προέδρου ενός κόμματος που ακόμη έχει το «ριζοσπαστικής αριστεράς» στον τίτλο του, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι ιστορικά ήταν το ΠΑΣΟΚ αυτό που διεκδίκησε να εκπροσωπεί ακριβώς την «προοδευτική παράταξη».
Είναι σαφές ότι ο Αλέξης Τσίπρας εκτιμά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνει ένα διαφορετικό κόμμα, πιο σωστά να αποτελέσει τμήμα ενός νέου κόμματος, με αναφορά όχι τόσο στην ιστορική κληρονομιά της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένων και των οργανωτικών της παραδόσεων, όσο στη διαμόρφωση μιας νέας κεντροαριστεράς. Ουσιαστικά, θέλει να προσπεράσει και να υπερβεί ένα ρήγμα την πολιτική γεωμετρία με βαθιές ιστορικές ρίζες που διεθνώς ανάγεται στην τομή ανάμεσα στα σοσιαλδημοκρατικά και τα κομμουνιστικά ρεύματα στην περίοδο της Ρωσικής Επανάστασης και που στην Ελλάδα απέκτησε ιδιαίτερες φορτίσεις αρχικά με τη στράτευση του Κέντρου στο πλευρό των «εθνικών δυνάμεων» στον Εμφύλιο και αργότερα με την αντιπαλότητα ανάμεσα στην Ένωση Κέντρου και την ΕΔΑ προδικτατορικά, το ΠΑΣΟΚ και τους σχηματισμούς της κομμουνιστικής (και από ένα σημείο και μετά κομμουνιστογενούς) αριστεράς μεταπολιτευτικά.
Προφανώς, το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία 4 χρόνια εφάρμοσε τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των μνημονίων, αποδέχτηκε την επιχειρηματικότητα και την αγορά, συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών και πρότεινε ένα προεκλογικό πρόγραμμα που μόνο ως ήπια σοσιαλδημοκρατικό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, διευκολύνει αυτή την κατεύθυνση. Όμως, οι πολιτικές κουλτούρες και ταυτότητες χαρακτηρίζονται και από μεγαλύτερη περιπλοκότητα και από αντοχή.
Τα όρια του σημερινού μοντέλου του ΣΥΡΙΖΑ
Η συζήτηση αυτή προφανώς και στον πυρήνα της αφορά ερωτήματα πολιτικής στρατηγικής. Ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει να θεωρεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ με σαφήνεια πρέπει να κινηθεί σε μια νεοσοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση και να αποτελέσει τη νέα κεντροαριστερά, με όλες τις πολιτικές και προγραμματικές μετατοπίσεις που αυτό συνεπάγεται.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι προφανές ότι διαφωνεί με όσους θα υποστήριζαν ότι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται να «επιστρέψει στις ρίζες του» και να βρει ένα μέρος από τον προηγούμενο πολιτικό του ριζοσπαστισμό, κάτι που για παράδειγμα τον φέρνει απέναντι σε εσωκομματικές τάσεις όπως αυτή των 53+ (που όμως αυτή τη στιγμή εμφανίζεται ιδιαίτερα αποδυναμωμένη σε κοινοβουλευτικό επίπεδο).
Όμως, αυτή η συζήτηση αντανακλά και τη διαπίστωση των ορίων του σημερινού οργανωτικού μοντέλου του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης παραμένει στο οργανωτικό επίπεδο ένα σχετικά μικρό κόμμα, σίγουρα πολύ μικρότερο από αυτό που θα περίμενε κανείς ότι θα αντιστοιχούσε σε ένα κόμμα που έχει το 31,5% του εκλογικού σώματος. Το φαινόμενο αυτό υπήρχε και παλαιότερα, ακόμη και όταν υπήρξε μια σημαντική αύξηση των μελών στην περίοδο 2012-2015. Μετά μάλιστα και τις αποχωρήσεις χιλιάδων μελών το καλοκαίρι του 2015, πολύ μεγάλο μέρος του «κομματικού» ΣΥΡΙΖΑ κλήθηκε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να αναλάβει θέσεις στον κρατικό μηχανισμό.
Όσο έμπειρο και εάν είναι αυτό το δυναμικό είναι προφανές ότι δεν μπορεί ένα κόμμα να διαχύσει τη γραμμή του στην κοινωνία, να τροφοδοτήσει κοινωνικές δυναμικές και να στήσεις στέρεες σχέσεις πολιτικής και εκλογικής εκπροσώπησης με έναν μηχανισμό που αναλογεί σε κόμμα του 3-4%.
Την ίδια ώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να αναμετρηθεί με αυτό το ερώτημα την ώρα που βγαίνει μέσα από μια εκλογική ήττα, έστω και εάν ήταν όντως επιτυχία μέσα στο όλο κλίμα το 31,5%, αλλά και σε μια περίοδο που σφραγίζεται από μια γενικότερη κρίση του κομματικού φαινομένου και μια δυσπιστία απέναντι στα παραδοσιακά κομματικά μοντέλα.
Οι προτάσεις για ένα νέο μοντέλο κόμμματος
Τον τόνο των αλλαγών έδωσε πρώτος ο Αντώνης Κωτσακάς, Το έμπειρο στέλεχος, με τη μεγάλη προϋπηρεσία στο ΠΑΣΟΚ, υποστήριξε σε συνέντευξή του την ανάγκη για ένα νέο οργανωτικό μοντέλο, συνδέοντας το και με τις αλλαγές του σύγχρονου καπιταλισμού.
«Tο μοντέλο που έχουμε, το “πυραμιδικό” όπως διαμορφώθηκε από τον Λένιν έχει μία δομή με οργανώσεις βάσης, ενδιάμεσες νομαρχιακές επιτροπές, κεντρικές επιτροπές [είναι] ένα μοντέλο ικανό να ανταποκριθεί στις ανάγκες της συγκυρίας όταν οι κοινωνίες ζούσαν σε περίοδο έντασης εργασίας, με το μοντέλο παραγωγής του Ford», υποστήριξε ο κ. Κοτσακάς. Όμως, πλέον «βρισκόμαστε σε φάση «έντασης γνώσης και κεφαλαίου […] στην διανόηση της παγκόσμιας Αριστεράς υπάρχει αναζήτηση και έρευνα για το νέο μοντέλο κόμματος που μπορεί να ανταποκριθεί στις πολυσύνθετες κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές αναγκαιότητες της περιόδου. Είναι μία κουβέντα που πρέπει να ανοίξει και να ανοίξει πλατιά μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ […] προφανώς σε ένα καταστατικό συνέδριο».
Σε αυτή τη βάση υποστήριξε την ανάγκη να ακολουθηθεί το πρότυπο ηγετών όπως ο Μπέρνι Σάντερς και κυρίως ο Τζέρεμι Κόρμπιν για να ανοίξει ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα ευρύτερο κοινό. «Υπάρχει το προηγούμενο του Κόρμπιν και του Σάντερς, που επιχείρησαν να εφαρμόσουν διαφορετικό, πιο ανοιχτό μοντέλο […] ο Κόρμπιν μέσα από αυτή την ιστορία κατάφερε να εγγράψει 400.000 νέους ανθρώπους μέλη του κόμματος για να αντιμετωπίσει την βαρονία», υποστήριξε χαρακτηριστικά.
Οι αντιρρήσεις στη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ
Όμως οι προτάσεις του Αλέξη Τσίπρα και της ηγετικής ομάδας για τη διαμόρφωση ενός πλατιού κόμματος, που να υπερβαίνει ποσοτικά και ποιοτικά τον ΣΥΡΙΖΑ, συναντούν και αντιρρήσεις, κυρίως ως προς την πολιτική φυσιογνωμία που αποπνέει, από όσους επιμένουν και σε μια συγκροτημένη πολιτική λειτουργία και σε μια επανασύνδεση με τον αριστερό και ριζοσπαστικό πυρήνα της ιστορικής τοποθέτησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Ενδεικτική είναι από αυτή την άποψη η τοποθέτηση του Νίκου Φίλη που υποστήριξε λίγο πριν τις εκλογές ότι «Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ούτε θα γίνει ποτέ ένας μονοφωνικός αρχηγικός σχηματισμός. Είναι το δημοκρατικά οργανωμένο κόμμα της Ανανεωτικής και Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ο πλούτος των απόψεων στο εσωτερικό του είναι στοιχείο της φυσιογνωμίας του και της δύναμής του, σε αντίθεση με τα παραδοσιακά κόμματα των αρχηγικών μονολόγων και της ανύπαρκτης εσωκομματικής δημοκρατίας.Την περίοδο της διακυβέρνησης είναι αλήθεια ότι υπήρξε μια σχετική υποβάθμιση των κομματικών λειτουργιών και μια δυσανάλογη συγκέντρωση ισχύος στα κυβερνητικά όργανα κι αυτό είχε συνέπειες και κόστος. Νομίζω ότι τη νέα περίοδο –όποιο κι αν είναι το εκλογικό αποτέλεσμα– το ζήτημα του κόμματος και της πολιτικής-συλλογικής του διεύθυνσης και λειτουργίας θα είναι καθοριστικός παράγοντας στη συνολική μας ανασυγκρότηση και στην εμβάθυνση της φυσιογνωμίας του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα διακυβέρνησης και αγώνα, είτε βρίσκεται στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση».
Οι αναφορές του σε «αρχηγικό» σχηματισμό δεν είναι τυχαίες. Η βασική κατεύθυνση της ηγετικής ομάδας κατατείνουν προς ένα πλατύ μόρφωμα χτισμένο γύρω από τη φιγούρα του αρχηγού, κατεύθυνση που δικαιολογείται και από το γεγονός ότι ήταν κυρίως ο Αλέξης Τσίπρας που έδωσε κυρίως τη μάχη των βουλευτικών εκλογών.
Απέναντι σε αυτό, τοποθετήσεις όπως του Νίκου Φίλη επιμένουν στην ανάγκη να συνεχίσει να υπάρχει ένας δημοκρατικός κομματικός μηχανισμός και η ηγεσία να παραμείνει υπόλογη σε αυτόν.
Αυτό συνδέεται και με μια στρατηγική υπεράσπιση της επιμονής σε μια αριστερή και ριζοσπαστική ταυτότητα ως αναγκαία συνθήκη για να μπορέσει να ευοδωθεί και η γραμμή της «προοδευτικής συμμαχίας». Όπως υποστήριξε χαρακτηριστικά ο κ. Φίλης, «Η αριστερή ταυτότητά μας είναι ο πυρήνας της πολιτικής μας ύπαρξης και κρίσιμος παράγοντας στη μάχη εναντίον της δεξιάς παλινόρθωσης. […] Η ταυτότητά μας είναι ο νοηματικός και βιωματικός χώρος μέσα στον οποίο διαμορφωθήκαμε. Αυτή την ταυτότητα θα την κατοχυρώσουμε ως ηγεμονική στη συνείδηση της κοινωνίας και του έθνους, επιχειρώντας την πραγματοποίηση μιας αυτονόητης πολιτικής επιλογής: τη συγκρότηση μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας, που θα εκφράσει πολυφωνικά και ισότιμα τον προοδευτικό χώρο και θα τον ανασυνθέσει σε ισχυρό πολιτικό υποκείμενο. Η στρατηγική επιλογή συγκρότησης της Προοδευτικής Συμμαχίας δεν είναι ανταγωνιστική στην πολιτική και ιδεολογική μας αυτονομία. Δεν αναιρεί τη ριζοσπαστική μας ταυτότητα. Προϋποθέτει τη διαρκή της εμβάθυνση και τη συγκεκριμένη πολιτική-προγραμματική της έκφραση».
Οι διαφορές με την περίπτωση Κόρμπιν και το παράδειγμα του Podemos
Παρότι στον ΣΥΡΙΖΑ και ιδίως στην ηγετική ομάδα γύρω από τον Αλέξη Τσίπρα δείχνουν να θέλουν να μιμηθούν το μοντέλο Κόρμπιν, υπάρχουν και ορισμένες διαφορές.
Ο Τζέρεμι Κόρμπιν προσπάθησε να κερδίσει (και με μία έννοια ακόμη προσπαθεί) ένα κόμμα, το βρετανικό Εργατικό Κόμμα, που είχε πολύ συστημικές και «δεξιές» θέσεις από αυτές που πρεσβεύει ο ίδιος. Σε αυτό το πλαίσιο, ουσιαστικά έκανε ένα ανοιχτό κάλεσμα για να γραφτούν μαζικά άνθρωποι που έλκονταν από αυτές τις αριστερές θέσεις και ήθελαν την εκλογή ενάντια στον παραδοσιακό κομματικό μηχανισμό. Και όντως ανταποκρίθηκαν πολλοί, αρκετοί από αυτούς νέοι, ενώ διαμορφώθηκε και ένα νέο εσωκομματικό ρεύμα το Momentum για να εκφράσει αυτή τη δυναμική.
Ο Αλέξης Τσίπρας πάλι επιδιώκει να κάνει ένα μαζικό πλατύ προοδευτικό κόμμα, με σκοπό να απαλλαγεί από ό,τι έχει απομείνει από την όποια ριζοσπαστική αριστερή παράδοση του ΣΥΡΙΖΑ και να μετατρέψει το κόμμα σε μια νέα σοσιαλδημοκρατία. Είναι προφανές ότι η αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που διάλεξε ο ηγέτης του Εργατικού Κόμματος.
Επίσης, ο Τζέρεμι Κόρμπιν το έκανε αυτό γιατί διεκδικούσε την ηγεσία σε ένα κόμμα που εκλέγει τον αρχηγό του με καθολική άμεση ψηφοφορία των μελών του, κάτι που στην Ελλάδα το κάνουν η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ, αλλά ουδέποτε υπήρξε παράδοση της Αριστεράς, που πάντα ήθελε την ηγεσία να εκλέγεται μέσα από συνέδριο ώστε να εκπροσωπεί και τις προγραμματικές θέσεις που ψηφίζονται εκεί.
Μάλιστα, ο κ. Κόρμπιν έπρεπε να δώσει τη μάχη των μαζικών εγγραφών μελών ακριβώς επειδή ήταν το αουτσάιντερ στην κούρσα της ηγεσίας. Όμως, ο Αλέξης Τσίπρας είναι αδιαμφισβήτητος ηγέτης, οπότε δύσκολα μπορεί να επαναληφθεί το σενάριο.
Πάντως, η κίνηση του Αλέξη Τσίπρα, όπως οι οργανωτικοί στόχοι που έχουν τεθεί για ένα κόμμα με 150.000 μέλη (το σχήμα του να είναι το 1/10 των ψηφοφόρων μέλη), θυμίζει περισσότερο την τακτική του Πάμπλο Ιγλέσιας στο Podemos, ιδίως στην πρώτη περίοδο. Μαζικό άνοιγμα του κόμματος, κύρια μέσα από απλές ηλεκτρονικές φόρμες εγγραφής και ηλεκτρονικής ψηφοφορίας που επέτρεψαν μάλιστα στην ηγετική ομάδα να πετύχει εντυπωσιακή πολιτική κυριαρχία, αν και δέχτηκε σημαντικές επικρίσεις. Και πάλι είναι ανοιχτό ερώτημα εάν ένα τέτοιο μοντέλο θα μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ.