Η συνάντηση Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου και η επανεκκίνηση του διαλόγου για θέματα που αφορούν τις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας είναι καταρχήν θετική στο μέτρο που γενικά ο διάλογος είναι χρήσιμος για τη λύση προβλημάτων. Ωστόσο, τη διαδικασία αυτή, που ξεκίνησε μ’ αυτή τη μορφή με πρωτοβουλία της προηγούμενης κυβέρνησης, πρέπει να τη διαχειρισθούν και οι δύο πλευρές με μεγάλη σύνεση και αίσθηση των διακριτών ρόλων.
Ο κλήρος σε όλες τις βαθμίδες πρέπει να ζει με εργασιακή ασφάλεια αλλά πρέπει και να λειτουργεί στο νομικό πλαίσιο ενός σύγχρονου κράτους δικαίου (διαφάνεια, λογοδοσία, αναμόρφωση της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης). Αυτό θα πρέπει να πρυτανεύει ως αρχή και στην εκκλησιαστική ιεραρχία και στην κυβέρνηση.
Η εκκλησιαστική περιουσία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν λάφυρο από κανέναν, αλλά ως παρακαταθήκη εμπιστοσύνης γενεών πιστών Χριστιανών που ήθελαν να εξασφαλίσουν την άμυνα της Εκκλησίας απέναντι στην εκκοσμίκευση. Αυτό θα πρέπει να απασχολεί πάντοτε και τις δύο πλευρές σε οποιεσδήποτε προσπάθειες αξιοποίησης ή ανταλλαγών.
Το μάθημα των Θρησκευτικών υφίσταται μια εκτεταμένη αναμόρφωση επί μια δεκαετία (και όχι επί ΣΥΡΙΖΑ, όπως γράφεται συχνά) με στόχο να απευθύνεται σε όλους τους μαθητές και να αποτρέψει τον κατακερματισμό της τάξης μεταξύ Ορθοδόξων και μη. Συμπύκνωσε την παιδαγωγική αγωνία και την προεργασία πολλών κύκλων θεολόγων εκπαιδευτικών τουλάχιστον από το 2000. Παρά τα όσα διατυμπανίζονται (κυρίως από ακραίους οπαδούς της θεολογίας ως θρησκόληπτης καταστολής), οι αποφάσεις (660/2018 και 926/2018) του ΣτΕ για το πώς πρέπει να διδάσκεται, δεν είναι οριστικές, καθώς αναμένονται νέες αποφάσεις του ΣτΕ για τις υπουργικές αποφάσεις Γαβρόγλου έπειτα από προσφυγές εναντίον τους θεολόγων, της Μητρόπολης Πειραιώς, αλλά και της Ενωσης Αθέων. Αυτές παρουσιάσθηκαν στην Ολομέλεια του Συμβουλίου τον Σεπτέμβριο του 2018 και η εκδίκασή τους ακόμα εκκρεμεί. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει λογικά να περιμένει πρώτα αυτή την απόφαση.
Σε μια πληγωμένη από την κρίση κοινωνία, που ακόμη στοιχειώνουν αντανακλαστικά απομονωτισμού, αισθήματα αγανάκτησης, ή φόβοι απέναντι σε οποιεσδήποτε αλλαγές, ο πειρασμός της καλλιέργειας μια ναρκωτικής θρησκοληψίας για να καμφθούν ενοχλητικές (είτε για την Εκκλησία είτε για την Πολιτεία) αντιδράσεις μπορεί να φέρει κάποια βραχυπρόθεσμα μικροπολιτικά οφέλη, αλλά μακροπρόθεσμα θα υπονομεύσει την οποιαδήποτε ελπίδα σοβαρής αναζήτησης νοήματος στη ζωή κάθε ανθρώπου (Χριστιανού ή μη) με ολέθριες συνέπειες και για το έργο της Εκκλησίας και την επιβίωση της κοινωνίας και της δημοκρατίας. Γι’ αυτό, ο όποιος διάλογος δεν επιτρέπεται με κανέναν τρόπο να εκφυλισθεί σε συναλλαγή εξουσιών.
Ο Δημήτρης Ν. Μόσχος είναι αναπληρωτής καθηγητής Τμήματος Θεολογίας ΕΚΠΑ