Κάθε φορά που σεισμός χτυπά την Ελλάδα, όλοι τρομάζουν. Αλλωστε, όλες οι διεθνείς μελέτες αναφέρουν ότι η χώρα μας βρίσκεται σε ιδιαίτερα σεισμογενή περιοχή.
Ποιος ξεχνά άλλωστε τον φονικό σεισμό του 1999 αλλά και τους σεισμούς που ισοπέδωσαν την Κεφαλλονιά.
Βεβαίως, όταν το χτύπημα του Εγκέλαδου αφορά στην πρωτεύουσα, όπου μένει ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας, ασφαλώς η ανησυχία μεγαλώνει.
Παλαιότερες έρευνες που δημοσιεύτηκαν, δείχνουν ότι εντός και γύρω από την Αττική υπάρχουν 25 άγνωστα ρήγματα που προκαλούν ανησυχία σε γεωλόγους και σεισμολόγους
Πρόκειται για ρήγματα τα οποία έχουν καταγραφεί μετά τον καταστροφικό σεισμό τον Σεπτέμβριο του 1999 και έχουν εντοπιστεί στον Νότιο Ευβοϊκό, το Πόρτο Ράφτη και τη Νέα Μάκρη, τον Σαρωνικό, τον Κορινθιακό, τη Βόρεια Πάρνηθα και την Κακιά Σκάλα.
Πιο αναλυτικά έχουν καταγραφεί δύο νέα ρήγματα στον υποθαλάσσιο χώρο του Νοτίου Ευβοϊκού, δύο σε Κάρυστο – Πόρτο Ράφτη, τέσσερα στον Σαρωνικό, 4-5 στον Κορινθιακό, 4-5 στη ζώνη της Βόρειας Πάρνηθας, και 4- 5 στη ζώνη της Πάρνηθας – Γερανίων και Κακιάς Σκάλας.
Ο σεισμός της Παρασκευής φαίνεται να προέρχεται από το ρήγμα της Πάρνηθας και μελετάται αν υπάρχει ενεργοποίηση του ανατολικού τμήματος του ρήγματος που έδωσε τον σεισμό του 1999 κι αν θα πρέπει να ανησυχούν οι επιστήμονες. Ο Ακης Τσελέντης είπε στο One Channel ότι είναι αδύνατον να συμβεί αυτό καθώς έχει εξαντληθεί η δραστηριότητα από το σημείο αυτό.
19 ενεργά ρήγματα
Σύμφωνα με τις μελέτες της επιστημονικής ομάδας τον καθηγητή του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτρη Παπανικολάου, ο βυθός του Αιγαίου ανάμεσα στη Σκύρο, στη Λέσβο και στον ‘Αγιο Ευστράτιο κρύβει συνολικά 19 μεγάλα ενεργά ρήγματα, μήκους άνω των επτά χιλιομέτρων το καθένα, τα οποία μπορούν να δώσουν ισχυρούς σεισμούς μεγέθους 6,1 έως 7,4 βαθμών.
Οκτώ από αυτά τα ρήγματα μπορούν να «δώσουν» σεισμούς, άνω των επτά βαθμών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση πριν από μερικά χρόνια στο περιοδικό «Marine Geology» (Θαλάσσια Γεωλογία), εκτός από το ρήγμα του Αγίου Ευστρατίου που “έδρασε” με σεισμό μεγέθους 7,1 βαθμών, προκαλώντας 20 θανάτους το 1968 και το οποίο χρειάζεται κάποιους αιώνες για να ενεργοποιηθεί ξανά, καθώς, επίσης, τρία ακόμη ρήγματα που «έδωσαν» μικρότερους σεισμούς κατά τα τελευταία 30 χρόνια, τα υπόλοιπα ρήγματα μπορούν να δώσουν μεγάλο σεισμό μεγέθους 6,1 έως 7,3 βαθμών, χωρίς όμως να είναι δυνατό να προσδιορισθεί χρονικά εάν αυτός θα συμβεί σε μερικά χρόνια ή σε δεκάδες χρόνια.
Η σχεδόν τριγωνική Λεκάνη της Σκύρου, που κυμαίνεται σε βάθη 600 έως 1.050 μέτρων, έχει παρόμοια τεκτονική δομή με εκείνη της γειτονικής Λεκάνης του Βορείου Αιγαίου, αλλά με μικρότερες διαστάσεις και πιο αργούς ρυθμούς παραμόρφωσης. Η ενεργοποίηση των ρηγμάτων στην περιοχή της Λεκάνης της Σκύρου και η έναρξη καταβύθισης της περιοχής άρχισε πολύ πρόσφατα, πριν από λίγες εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, γι’ αυτό και στον πυθμένα της ρηχής πλατφόρμας γύρω από τη λεκάνη συναντάται απευθείας το παλιό αλπικό υπόβαθρο, με λίγα μόνο πρόσφατα ιζήματα πάχους μερικών δεκάδων μέτρων.
Οι επιστήμονες επιδιώκουν να χαρτογραφούν με μεγάλη λεπτομέρεια τα υποθαλάσσια ρήγματα, προκειμένου να γνωρίζουν το δυναμικό τους και το μέγεθος του σεισμού που μπορούν να δώσουν. Ο βυθός της Λεκάνης της Σκύρου είχε μελετηθεί με το ωκεανογραφικό πλοίο «Αιγαίο» το 2002, το 2003 και το 2013.
Μεταξύ άλλων ευρημάτων, διαπιστώθηκε ότι οι συνολικές μετατοπίσεις στα ρήγματα είναι της τάξης του ενός έως ενάμιση χιλιομέτρου, με τη δημιουργία υποθαλάσσιων κρημνών ύψους πολλών εκατοντάδων μέτρων.
«Η έρευνα αυτή συμπληρώνει παλαιότερη έρευνα της Λεκάνης του Βορείου Αιγαίου μεταξύ Βορείων Σποράδων – Λήμνου – Χαλκιδικής, που είχε δημοσιεύσει η ίδια ερευνητική ομάδα στη δεκαετία του 2000. Έτσι, τώρα υπάρχει πια μία ολοκληρωμένη εικόνα της όλης τεκτονικής δομής και του σεισμικού κινδύνου στο Βόρειο Αιγαίο, όπου και αναπτύσσεται το βόρειο όριο της Μικροπλάκας του Αιγαίου, η οποία αποχωρίζεται από την Μακεδονία – Θράκη με ταχύτητα περίπου 20-25 χιλιοστόμετρα ανά έτος», είχε δηλώσει στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η Επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του ΕΚΠΑ Παρασκευή Νομικού.
Εκτός από το σεισμό των 7,1 βαθμών στις 19 Φεβρουαρίου 1968 με επίκεντρο κοντά στον Ευστράτιο (που είχε προκαλέσει και μικρό τσουνάμι ως τη Λήμνο), οι άλλοι μεγάλοι μεταπολεμικοί σεισμοί στην περιοχή ήσαν στις 4 Μαρτίου 1967 στη Λεκάνη της Σκύρου (6,2 βαθμοί) και στις 19 Δεκεμβρίου 1981 στην ανατολική περιοχή της ίδιας λεκάνης (6,8 βαθμοί), ο οποίος προκάλεσε περισσότερες ζημιές στη Λέσβο από ό,τι στη Σκύρο, ενώ είχαν ακολουθήσει ισχυροί μετασεισμοί, με τον μεγαλύτερο 6,3 βαθμούς στις 27/12/1981. Υπήρξε επίσης στις 26 Ιουλίου 2001 ένας σεισμός 6,4 βαθμών λίγα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Σκύρου, σε βάθος 13 χλμ.
Τα ρήγματα στο Αιγαίο
Σύμφωνα με άλλες έρευνες, και στο βυθό του Αιγαίου υπάρχουν πολλά ρήγματα. Ανάμεσα σε Σαντορίνη και Αμοργό υπάρχουν συνολικά πέντε μεγάλα ρήγματα μήκους άνω των 20 χιλιομέτρων το καθένα, τα οποία μπορούν να δώσουν σεισμούς μεγέθους 6,5 έως 7,3 βαθμών.
Υπάρχουν επίσης τουλάχιστον 20 υποθαλάσσια ηφαίστεια, αλλά μόνο ο Κολούμπος κοντά στη Σαντορίνη φαίνεται να είναι ενεργός.
Αυτό προκύπτει από παλαιότερες έρευνες ξένων και Ελλήνων γεω-επιστημόνων στην περιοχή.
Η επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών Παρασκευή Νομικού, βασικό μέλος της ερευνητικής ομάδας είχε μιλήσει στο ΑΠΕ για το θέμα τονίζοντας ότι εκτός από το ρήγμα της Αμοργού που ‘έδρασε’ πριν περίπου 60 χρόνια και το οποίο χρειάζεται κάποιους αιώνες για να ξαναενεργοποιηθεί, τα υπόλοιπα ρήγματα μπορούν να δώσουν σεισμό, χωρίς όμως να είναι δυνατό να προσδιορισθεί χρονικά αν αυτός θα συμβεί σε μερικά χρόνια ή σε δεκάδες χρόνια.
Οσον αφορά τον κίνδυνο ενός μελλοντικού τσουνάμι, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η περιοχή έχει το σεισμικό δυναμικό που χρειάζεται (μέγεθος σεισμού περίπου 7), καθώς και πολλά απότομα ασταθή πρανή με μεγάλες μορφολογικές κλίσεις κατά μήκος των ρηξιγενών υποθαλάσσιων κρημνών, που μπορούν να δώσουν τσουνάμι, εφόσον ενεργοποιηθούν, όπως έγινε το 1956 με το μεγαλύτερο τσουνάμι του 20ου αιώνα στη Μεσόγειο.
Είχε προηγηθεί ο σεισμός του 1956, που προκάλεσε 53 θανάτους και πολλές καταστροφές στο νησί της Σαντορίνης και στη συνέχεια δημιουργήθηκε ένα τσουνάμι που είχε ύψος κύματος έως 30 μέτρων στην Αμοργό, 20 μέτρων στην Αστυπάλαια και δέκα μέτρων στη Φολέγανδρο.
Στην περιοχή αυτή του Αιγαίου υπάρχουν αρκετά υποθαλάσσια ηφαίστεια εκτός από το γνωστό Κολούμπο κοντά στη Σαντορίνη. Συγκεκριμένα, έχουν εντοπισθεί περίπου 23 υποθαλάσσιοι ηφαιστειακοί κώνοι ευθυγραμμισμένοι στα βορειοανατολικά του Κολούμπου.
Οι ερευνητές παρουσίασαν τη νέα εργασία στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό «Τεκτονοφυσική» (Tectonophysics) με θέμα «Επεκτεινόμενος εφελκυσμός, βύθιση και πλευρική κατάτμηση στις λεκάνες Σαντορίνης – Αμοργού κατά το Τεταρτογενές : Επιπτώσεις στα γεγονότα της Αμοργού του 1956».
Σε αυτήν παρουσιάζονται επεξεργασμένα νέα ψηφιακά στοιχεία, που αποκτήθηκαν από τις ωκεανογραφικές έρευνες, τόσο για την βαθυμετρία και την ανάλυση του αναγλύφου του θαλάσσιου πυθμένα. Αναλύονται επίσης δεδομένα σεισμικής ανάκλασης για την ανίχνευση των γεωλογικών στρωμάτων και των τεκτονικών δομών, κυρίως των ρηγμάτων στο υπόβαθρο κάτω από τον θαλάσσιο πυθμένα, σε βάθος πολλών εκατοντάδων μέτρων, κατά μήκος της ενεργής Τεκτονικής Ζώνης Σαντορίνης-Αμοργού, η οποία έχει συνολικό μήκος 60-70 χλμ και πλάτος 20-25 χλμ.
Μεταξύ άλλων ευρημάτων, διαπιστώθηκε ότι οι συνολικές μετατοπίσεις στα ρήγματα είναι της τάξης του ενός έως 2,5 χιλιομέτρων, με τη δημιουργία υποθαλάσσιων κρημνών ύψους πολλών εκατοντάδων μέτρων.
«Εντοπίσθηκαν πρόσφατοι ρηξικρημνοί με ‘άλματα’ της τάξης των επτά έως εννέα μέτρων κατά μήκος της βάσης του ρήγματος της Αμοργού, αμέσως πάνω από τον σημερινό υποθαλάσσιο πυθμένα, που μαρτυρούν την ενεργοποίηση του ρήγματος κατά τον τελευταίο σεισμό μεγέθους 7,5 της κλίμακας Ρίχτερ το 1956», είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κα Νομικού.