Το καλοκαίρι του 1974, στις 20 Ιουλίου, η κωδική ονομασία για την έναρξη της τουρκικής εισβολής ήταν «Η Αϊσέ (Aishe) πάει διακοπές». Οι τεράστιες εκτελέσεις άμαχων Ελληνοκυπρίων από τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα είναι ένα από τα πολλά εγκλήματα πολέμου που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου και που έμειναν 45 χρόνια μετά ατιμώρητα…
Λίγες ημέρες πριν, στις 15 Ιουλίου του 1974, μια ζεστή μέρα στην Κύπρο, το (κρατικό) ΡΙΚ έπαιζε στις 8.20 το πρωί μουσική με ελληνικά τραγούδια: «Το πουκάμισο το θαλασσί / μια φορούσα εγώ και μια εσύ / χρυσή κλωστή και βελονιά / ποιος θα δικάσει τον φονιά…». Ξαφνικά το τραγούδι διεκόπη στη λέξη «φονιά…», ο ανατριχιαστικός ήχος της ερπύστριας του ρωσικής κατασκευής τανκ Τ-34 ακούστηκε τότε στους δρόμους της Λευκωσίας. Αλλα άρματα κατευθύνονταν προς την Αγλαντζιά (αρχηγείο Αστυνομίας, Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς και ΡΙΚ) και άλλα προς τους Αγίους Ομολογητές, όπου βρισκόταν το Προεδρικό Μέγαρο, το παλαιό βρετανικό κυβερνείο από την αγγλοκρατία με τους σκαλιστούς λέοντες, το εθνόσημο δηλαδή των Εγγλέζων, στην πρόσοψη.
Το πραξικόπημα
Μέσα, εκείνη την ώρα, ήταν ο νόμιμα εκλεγμένος Πρόεδρος της Κύπρου Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο οποίος συνομιλούσε με παιδιά από την Αίγυπτο. Οι πραξικοπηματίες δεν σεβάστηκαν ούτε τον Αρχιεπίσκοπο ούτε τα παιδιά και έβαλαν με τον βαρύ οπλισμό τους εναντίον του Προεδρικού, με σκοπό να σκοτώσουν όλους όσοι βρίσκονταν μέσα και πρωτίστως τον Μακάριο, τον «Κάστρο της Μεσογείου», όπως τον ονόμαζαν οι πραξικοπηματίες, η χούντα των Αθηνών και ο (πολύς) Χένρι Κίσινγκερ. Το ημερολόγιο έγραφε 15 Ιουλίου του 1974. Η χούντα των Αθηνών διά των οργάνων της ανατρέπει τον Πρόεδρο της Κύπρου και εγκαθιστά κυβέρνηση υπό τον εθνικιστή και υποστηρικτή της ΕΟΚΑ Β’ Νίκο Σαμψών.
Ηταν αυτό το πραξικόπημα η αρχή της τραγωδίας της Κύπρου, των χιλιάδων δολοφονημένων και αγνοουμένων, της διαίρεσης του νησιού.
Η εισβολή
Λίγες ημέρες αργότερα, ήταν και πάλι πρωί Ιουλίου, με ζέστη που έφθανε τους 38 βαθμούς, όταν «η Αϊσέ αποφάσισε να πάει διακοπές», με μεταγωγικά σκάφη στην Κερύνεια, με αλεξιπτωτιστές που έπεφταν κοντά στον Πενταδάκτυλο, με τα μαχητικά αεροπλάνα να ρίχνουν βόμβες ναπάλμ στη Λευκωσία, στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, στην Κερύνεια, στην Αμμόχωστο και στου Μόρφου. «Barbarians» χαρακτήρισε τους εισβολείς η βρετανική «Sun». Και διαμαρτυρήθηκε τότε στην εφημερίδα κοτζάμ πρωθυπουργός της Τουρκίας, ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, ο επονομαζόμενος και «Ο Πρωθυπουργός του Αττίλα».
Η προδοσία ήταν εμφανής. Οι Τούρκοι έριχναν αλεξιπτωτιστές στη Λευκωσία (κοντά στον τουρκικό θύλακο Κιόνελι – κάτω από τον Πενταδάκτυλο) και οι πραξικοπηματίες κυβερνήτες της Κύπρου έλεγαν ότι οι Τούρκοι κάνουν άσκηση. Οταν το κατάλαβαν, άρχισαν τους… ηρωισμούς: «Θα τους ρίξουμε στη θάλασσα, τους ρίχνουμε στη θάλασσα» μετέδιδε το χουντικό ΡΙΚ. Αλλά ελάχιστοι τους πίστευαν, ακόμα και οι Τουρκοκύπριοι τους έκαναν πλάκα. Ο παράνομος τουρκοκυπριακός ραδιοσταθμός Μπαϊράκ (που σημαίνει σημαία) μετέδιδε στα ελληνικά: «Εδώ Μπαϊράκ, εδώ Μπαϊράκ, σας μιλάμε από τον βυθό της θάλασσας, γλου γλου γλου».
Η προδοσία ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Ο αρχιπραξικοπηματίας Ιωαννίδης στην Αθήνα που ανέτρεψε τον άλλο αρχιπραξικοπηματία Παπαδόπουλο, έλεγε πως οι Αμερικανοί τού είχαν υποσχεθεί την Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα, φτάνει να φύγει από τη μέση ο Μακάριος. Οτι είχε έναν μυστικό αμερικανό πράκτορα της CIA που του έλεγε τέτοια πράγματα. Και τους πίστεψε. Ηταν η μεγαλύτερη προδοσία στη νεότερη ελληνική Ιστορία.
Δύο παιδιά μπροστά στον Αττίλα
Αλλά η Αϊσέ συνέχιζε τις διακοπές της στην εύφορη πεδιάδα της Μεσσαορίας, στα χωριά της επαρχίας Αμμοχώστου, παρέα με τους βάρβαρους Αττίλες. Σ’ ένα από τα χωριά αυτά, την Ασσια, σταμάτησε. Μπήκαν οι Αττίλες πάνοπλοι σ’ ένα σπίτι φτωχικό και άρχισαν να πυροβολούν τους πάντες. Φονιάδες κανονικοί. Σκότωσαν γονείς, γιαγιά, παππού και θείους δύο παιδιών.
Στη θέα του Αττίλα τα δύο ανήλικα παιδιά, αδέλφια, προσπάθησαν να διαφύγουν από ένα παράθυρο. Ο Αττίλας τα σημάδευσε μ’ ένα αυτόματο τύπου Τόμσον. Οπλισε και έριξε μια ριπή εναντίον τους. Το ένα παιδί ήταν τεσσάρων ετών, το άλλο πιο μεγάλο, γύρω στα έξι. Νόμιζαν ότι τα σκότωσαν και εγκατέλειψαν το σπίτι. Ομως τα δύο παιδιά, βαριά τραυματισμένα, ζούσαν και τα βρήκαν άνδρες εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού. Τα μετέφεραν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας σε μια εκεχειρία λίγες ημέρες αργότερα.
Εναν χρόνο μετά, στην Αθήνα, ο (τότε) διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» Γιάννης Μαρίνος ζητεί ραντεβού με τον Μακάριο. Ηταν δύσκολη ακόμα η πρόσβαση στην Κύπρο.
Το αεροδρόμιο Λευκωσίας ήταν βομβαρδισμένο, το νέο αεροδρόμιο της Λάρνακας είχε ακόμα στενούς διαδρόμους. Υπήρχε μία πτήση μ’ ένα τετρακινητήριο ελικοφόρο αεροπλάνο τύπου Viscount και ο Μαρίνος έκλεισε θέση. Βρέθηκε πολύ πρωί στο γραφείο του Μακαρίου (που προσωρινά στεγαζόταν στο PIO, στο γραφείο Δημόσιων Πληροφοριών). Ζήτησε την παρέμβαση του Μακαρίου για να «υιοθετήσει» τα δύο αυτά παιδιά που η ζωή τους κρεμόταν από μια κλωστή: «Γιατί θέλετε να τα υιοθετήσετε;» ρώτησε ο Μακαριότατος.
Και εκείνος απάντησε: «Για να τα σώσω, θα τα πάω στην Ελβετία να τα σώσω». Ομως δεν μπορούσε να τα υιοθετήσει επίσημα διότι δεν ήταν έγγαμος και ο κυπριακός νόμος απαγόρευε την υιοθεσία σε μη έγγαμους. Ο Μακάριος συγκινήθηκε από τα λόγια του Μαρίνου. Φώναξε τον υφυπουργό παρά τω Προέδρω Πάτροκλο Σταύρου και του είπε να αλλάξει τον νόμο. Ο Μαρίνος ανέλαβε τη φροντίδα τους, τα παιδιά πήγαν σε νοσοκομεία στην Ελβετία και σώθηκαν. Σήμερα ο ένας είναι πιλότος και ο άλλος υπεύθυνος των ηλεκτρονικών υπολογιστών της Κυπριακής Αστυνομίας.