Στις 23 Ιουλίου του 2018 η αντίστροφη μέτρηση για 101 ανθρώπινες ζωές είχε μόλις ξεκινήσει. Τα νήματα που τους κρατούσαν σε αυτόν τον κόσμο κόπηκαν αναίτια. Ηταν αθώα θύματα δραματικών λαθών και παραλείψεων που όρισαν τη μοίρα εκατοντάδων οικογενειών. Μαζί τους, την ίδια ημέρα, περισσότεροι από 100 άνθρωποι μεταφέρονταν σε νοσοκομεία της Αττικής τραυματισμένοι από τη φωτιά. Δύο ημέρες μετά, 52 νοσηλεύονταν ακόμη.
Οι 31 από αυτούς εξακολουθούν να δίνουν επί 12 μήνες, έναν σκληρό, καθημερινό και αθόρυβο αγώνα για να επανέλθουν στους φυσιολογικούς ρυθμούς της ζωής. Εναν αγώνα μοναχικό, με ψυχές βαριά λαβωμένες, χωρίς καμία κρατική βοήθεια, χωρίς χρηματική ενίσχυση, όντας ανήμποροι να εργαστούν, έχοντας χάσει τα σπίτια τους και κάποιοι θρηνώντας μέλη της οικογένειάς τους. Είναι οι εγκαυματίες από το Μάτι. Τα τρομερά θύματα που σχεδόν κανείς δεν μνημονεύει έναν χρόνο μετά, παρότι είναι εκείνοι που κουβαλούν καθημερινά επάνω τους την τραγωδία που γράφτηκε στην Ανατολική Αττική.
Πέντε από αυτούς δεν έχουν λάβει ακόμη το βοήθημα των 6.000 ευρώ που δόθηκε για τις πρώτες ανάγκες σε όσους νοσηλεύτηκαν επί τουλάχιστον 48 ώρες. Δεν έχουν λάβει ούτε καν μια απάντηση, επίσημη ή ανεπίσημη, από τις αρμόδιες υπηρεσίες για τον λόγο μη χορήγησης του επιδόματος. Γραφειοκρατία – για ανθρώπους που δεν μπορούν να περπατήσουν ή να βγουν από το σπίτι -, έλλειψη κρατικών δομών για την περίθαλψή τους, αφόρητοι πόνοι και πανάκριβα ιατροφαρμακευτικά υλικά στα οποία μπορούν να έχουν πρόσβαση μόνο με τη συνδρομή δωρεών από ιδιώτες. Και παράλληλα έλλειψη χρηματοδότησης στα δημόσια νοσοκομεία που καθυστέρησε περαιτέρω τις αναγκαίες επεμβάσεις. Αυτά είναι μερικά από όσα αντιμετωπίζουν.
Μαρτυρία – σοκ
«Ανάμεσά τους βρίσκεται ένα 7χρονο παιδί. Επίσης, μία 65χρονη γυναίκα, η οποία νοσηλεύεται ακόμη και έχει χάσει και τα δυο της νεφρά από λοιμώξεις. Ενας άλλος κύριος βγήκε πριν από λίγες εβδομάδες όμως δεν μπορεί ακόμη να περπατήσει», λέει στα «ΝΕΑ» η Ματίνα Καρύδα. Είναι ο άνθρωπος που μαζί με τον Αλέξη Ανδρονόπουλο είναι οι αδελφές ψυχές των εγκαυματιών, δύο εθελοντές που στέκονται πεισματικά στο πλάι τους διεκδικώντας μαζί τους όσα δικαιούνται, πηγαίνοντας σε υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες, διοργανώνοντας εκδηλώσεις με τις οποίες προσπαθούν να συγκεντρώσουν χρήματα. «Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τα χειρουργεία το κράτος δεν καλύπτει τίποτα. Ο καθένας πήρε τον δρόμο του ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα. Χρειάζονται κρέμες, οι οποίες είναι πολύ ακριβές, φυσικοθεραπείες, ειδικά πιεστικά ενδύματα που συνήθως έρχονται με ειδική παραγγελία από το εξωτερικό. Για να καταλάβετε, ακόμη και οι λίστες που μας έδωσαν από το υπουργείο Υγείας για το πού μπορούν να απευθυνθούν οι εγκαυματίες για τις αναγκαίες φυσικοθεραπείες ήταν οι λίστες των πρώην ΙΚΑ. Τηλεφώνησα σε όλα τα παραρτήματα εκ μέρους αυτών των ανθρώπων. Και αυτό που μου είπαν ήταν ότι κατ’ αρχάς δεν έχουν προσωπικό για να αντεπεξέλθουν και δεύτερον ότι δεν έχουν την εμπειρία να το κάνουν. Σκεφτείτε ότι απευθυνόμαστε σε ανθρώπους που ακόμη και οι μετακινήσεις τους είναι δύσκολες. Δεν κυκλοφορούν την ημέρα λόγω των εγκαυμάτων, κάποιοι δεν μπορούν να περπατήσουν», λέει η κ. Καρύδα.
«Οι περισσότεροι δεν μπορούν να δουλέψουν, ένας πέρασε από επιτροπή και του έβγαλαν ποσοστό αναπηρίας 65% ενώ κάποιοι υποφέρουν από κατάθλιψη. Είναι ενδεικτικό ότι ενώ κάποιοι δικαιούνται διορισμό στο Δημόσιο, δεν θέλουν να πάνε. Διότι αισθάνονται ότι δεν μπορούν να δουλέψουν, διότι κάποιοι δεν μπορούν αντικειμενικά να δουλέψουν και γιατί για εκείνους δεν σημαίνει τίποτα το Δημόσιο· μέχρι τις 22 Ιουλίου είχαν τις ζωές τους…».
Οι εγκαυματίες επισημαίνουν πως αν δεν υπήρχαν ιδιώτες που βοηθούν -μεταξύ των οποίων το Ιδρυμα Λάτση που έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου τις φυσικοθεραπείες και το ιατροφαρμακευτικό υλικό – απλά θα βρίσκονταν στο απόλυτο κενό. Και περιγράφουν μια κόλαση στην οποία πορεύονται ξεχασμένοι από το επίσημο κράτος…
Ελβετοί
«Αυτές τις ημέρες εξετάζουμε όλους τους εγκαυματίες από το Μάτι μαζί με μια ομάδα εξειδικευμένων ελβετών γιατρών», λέει στα «ΝΕΑ» η Εβελιν Μπέτση πλαστική χειρουργός με μεγάλη εμπειρία στα εγκαύματα η οποία έχει εργαστεί ως επιμελήτρια στην Πανεπιστημιακή Κλινική της Λωζάννης (CHUV) επί 11 χρόνια. «Οι περισσότεροι έχουν σοβαρά προβλήματα και αναπηρίες, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους ή τα πόδια τους, έχουν μεγάλες ουλές, σε πολλά σημεία δεν έχουν πλέον ιδρωτοποιούς αδένες, αντιμετωπίζουν πόνους. Εχουν τρομερή αίσθηση κνησμού και τραβήγματα που επηρεάζουν την ψυχολογία και φυσικά κάθε δραστηριότητά τους», εξηγεί.
Στην κ. Μπέτση και στην ομάδα των Ελβετών απευθύνθηκε η εθελόντρια Ματίνα Καρύδα όταν αναζητώντας τρόπους περαιτέρω βοήθειας των εγκαυματιών ανακάλυψε το πρότυπο κέντρο εγκαυμάτων που λειτουργεί στην Πανεπιστημιακή Κκλινική της Λωζάννης. Επικοινώνησε μαζί τους και οι γιατροί, ευαισθητοποιημένοι από την τραγωδία, δέχτηκαν πρόθυμα να έρθουν στην Ελλάδα για να δουν από κοντά τους εγκαυματίες και να προτείνουν εξατομικευμένες λύσεις. Την πρόσκληση στην ομάδα της Λωζάννης απηύθυνε επισήμως η κ. Μπέτση.
Οπως εξηγεί η ίδια, το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση του εγκαύματος. «Η αντιμετώπιση του εγκαύματος έχει στάδια: Το πρώτο είναι η άμεση αντιμετώπιση, το δεύτερο είναι η αποκατάσταση σε ειδικά κέντρα όπου αναλαμβάνουν παραϊατρικές ειδικότητες – εργοθεραπευτές, φυσιοθεραπευτές, ψυχολόγοι. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το πιο σημαντικό καθώς αυτοί οι επιστήμονες θα βελτιώσουν σημαντικά την ποιότητα ζωής του εγκαυματία. Εκεί είναι που πάσχουμε στην Ελλάδα. Εδώ όλα γίνονται μεμονωμένα και το κυριότερο, δεν υπάρχουν δομές για το επείγον», λέει. «Στην Ελβετία έχω δει άνθρωπο με 90% εγκαύματα – μόνο το περίνεο δεν είχε καεί – και αυτός ο άνθρωπος επανήλθε στο 100% και εργάζεται. Χρειάζεται, όμως, οργανωμένο σχέδιο αντιμετώπισης για κάτι τέτοιο. Σκεφτείτε ότι στη Λωζάννη έχω δει να εκπονείται σχέδιο αντιμετώπισης μαζικών περιστατικών εγκαυμάτων από δασική πυρκαγιά και αυτό σε μία χώρα που δεν έχει δασικές πυρκαγιές…».
Κάλλι Αναγνώστου
«Δεν νιώθω ότι είμαστε τυχεροί που σωθήκαμε
Μέχρι τις 22 Ιουλίου του 2018 ζούσε στο Ντουμπάι μαζί με την οικογένειά της όπου είχαν μετακομίσει για μια καλύτερη ζωή. Είχε ετοιμάσει τα πάντα για μια start-up επιχείρηση που θα ξεκινούσε τον Σεπτέμβριο ενώ ο σύζυγός της εργαζόταν ήδη. Στο Μάτι βρέθηκε μαζί με τον τότε 6χρονο γιο της δύο εβδομάδες πριν από τη μεγάλη φωτιά για καλοκαιρινές διακοπές στην Ελλάδα. Σήμερα οι δύο τους, όπως και ο πεθερός της, περιλαμβάνονται στη λίστα εκείνων που αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα με τα εγκαύματά τους, τους φρικτούς πόνους, τα χειρουργεία και μια ζωή που ανατράπηκε πλήρως. Η Κάλλι Αναγνώστου είναι ένα από τα πιο σοβαρά περιστατικά εγκαυματιών. «Μέσα σε 10 λεπτά κάηκε το 40% του σώματός μου. Τα εγκαύματα ήταν 4ου και 5ου βαθμού. Στα πέντε χειρουργεία που έκανα χρησιμοποιήθηκαν μοσχεύματα από το υπόλοιπο κορμί. Οπως καταλαβαίνετε πλέον έχει πληγεί το 80% του σώματός μου», λέει στα «ΝΕΑ». «Ο άνδρας μου μέσα σε μία μέρα παραιτήθηκε από τη δουλειά του. Ηρθε εδώ χωρίς δουλειά, το σπίτι των πεθερικών μου κάηκε και τα χρήματα με τα οποία ήρθαμε έφυγαν όλα πολύ γρήγορα. Ουσιαστικά επί μήνες δύο οικογένειες ζούσαμε με μία σύνταξη», προσθέτει.
«Την ημέρα της φωτιάς μεταφέρθηκα στο Σισμανόγλειο και από εκεί στο Νοσοκομείο Γ. Γεννηματάς. Εμεινα στην Εντατική μέχρι τις 27 Ιουλίου και ύστερα από μια ένα μικρή νοσηλεία στο Θριάσιο επέστρεψα στο Γ. Γεννηματάς από όπου τελικά πήρα εξιτήριο στα τέλη Σεπτεμβρίου. Οι γιατροί μου είπαν «δεν είσαι έτοιμη για να φύγεις, όμως εδώ είναι επικίνδυνο να κολλήσεις πάλι λοίμωξη», είχα ήδη πάθει μία, και έτσι έφυγα. Εφυγα με ανοιχτές πληγές και δότριες στα χέρια και στα πόδια και με εγκαύματα στο πρόσωπο. Ξεκίνησα να περπατώ με δυσκολία τον Γενάρη»…
Τον ίδιο Γολγοθά ανεβαίνει και το παιδί της που σχεδόν 2 μήνες μετά την καταστροφή πήγε στην Α’ Δημοτικού. «Εχει ακόμη ανοιχτές πληγές και καθημερινά ανοίγει νέες λόγω της φαγούρας. Φορά ειδικά ελαστικά ενδύματα και σύμφωνα με την πρόγνωση θα χρειαστεί τουλάχιστον 5 χρόνια για να δούμε την εξέλιξη και να αποφασίσουμε το πώς πρέπει να επέμβουμε..», λέει η Κάλλι Αναγνώστου.
Η ίδια είναι ένας από τους πιο θετικούς και δυναμικούς ανθρώπους που επλήγησαν στο Μάτι. Εξοργίζεται, όμως, ακόμη με την προσπάθεια της προηγούμενης κυβέρνησης να επιρρίψει τις ευθύνες της καταστροφής στα θύματα. «Το σπίτι των πεθερικών μου κάηκε ολοσχερώς. Ηταν καθ’ όλα νόμιμο, στην οδό Κυανής Ακτής, τον κεντρικότερο δρόμο του Ματιού, καθαρό από δέντρα κι όμως…». Και επειδή το ακούω συχνά «όχι, δεν νιώθω ότι είμαστε τυχεροί που σωθήκαμε», λέει. «Στο νοσοκομείο ευχόμουν να είχα πεθάνει. Οι πόνοι ήταν φρικτοί – σκεφτείτε μόνο ότι έβγαλαν 300 συρραπτικά από το σώμα μου χωρίς αναισθησία. Νιώθεις ότι είσαι τυχερός όταν ζεις μια φυσιολογική ζωή. Οταν 12 μήνες υποφέρεις, όταν έχεις κυριολεκτικά ένα χρόνο να κοιμηθείς και αποκοιμιέσαι το πρωί από την εξάντληση, όταν το πρωί πρέπει να κάνω ασκήσεις για να μπορέσω να σηκωθώ από το κρεβάτι, όταν δεν ανοίγουν τα χέρια μου, όταν κάνω μπάνιο μετά δυσκολίας, όταν οι πόνοι μου ξεπερνάνε το 15 με κλίμακα από 0-10, πώς να νιώθω;»…
Κώστας Ζορμαλιάς
Χωρίς τις δωρεές δεν θα είχα περπατήσει ούτε σε 10 χρόνια
«Από τις 24 Ιουλίου μέχρι την 1η Οκτωβρίου έκανα πέντε χειρουργεία. Τα τρία από αυτά κράτησαν περισσότερες από επτά ώρες το καθένα. Την 1η Οκτωβρίου βγήκα και ύστερα από μία επιπλοκή έμεινα ανάπηρος. Εμεινα ανάπηρος για τεσσεράμισι μήνες. Στις 5 Φεβρουαρίου του 2019 μπήκα στο Λάτσειο ξανά για χειρουργείο ώστε να μου ανοίξουν τα πόδια. Τον Απρίλιο πήγα στον Θησέα με έξοδα του Ιδρύματος Λάτση. Εκεί έκανα τρεις μήνες φυσικοθεραπείες και πλέον, εδώ και δύο εβδομάδες ξεκίνησα να περπατάω. Ομως δεν είμαι όπως πριν. Σε κάθε μου βήμα πονάω. Είχαν καεί και τα δύο χέρια και τα δύο μου πόδια μέχρι τις κλειδώσεις».
Η μαρτυρία του 37χρονου Κώστα Ζορμαλιά είναι ενδεικτική του δράματος που βιώνουν μέχρι σήμερα τα θύματα της πυρκαγιάς: «Σε αυτόν τον αγώνα η προηγούμενη κυβέρνηση δεν πρόσφερε απολύτως τίποτα. Εάν δεν ήταν το ίδρυμα Λάτση, η Μαρίνα Καρύδα και ο Αλέξης Ανδρονόπουλος – οι μόνοι άνθρωποι που έχω δει να τρέχουν – εγώ θα ήμουν σε ένα χαντάκι και δεν θα είχα περπατήσει ούτε σε δέκα χρόνια. Με μια αλλαγή διάταξης που πέρασε η προηγούμενη κυβέρνηση, δεν αρκούσε ο φάκελος που είχαν συντάξει στα προηγούμενα νοσοκομεία και για τις επόμενες επεμβάσεις έπρεπε να περιμένω έναν μήνα μέχρι να περάσω από την επιτροπή, να φτιαχτεί νέος φάκελος και να χειρουργηθώ. Εμεινα έτσι σχεδόν πέντε μήνες ανάπηρος και όταν ήρθε η ώρα, χρειάστηκε να περιμένω και πάλι επειδή είχε τελειώσει ο προϋπολογισμός του νοσοκομείου…», λέει. «Οι λογαριασμοί του ρεύματος συνεχίζουν να έρχονται, το ΤΕΒΕ έρχεται, δεν ασχολήθηκα ποτέ και ούτε θα ασχοληθώ. Αυτοί που υποτίθεται ότι κυβερνούσαν όχι μόνο δεν έκαναν τίποτα εκείνη την ημέρα αλλά δεν έκαναν τίποτε γενικότερα…», προσθέτει.
Ο Κώστας Ζορμαλιάς κάηκε στην αυλή του σπιτιού του. Στα 30 μέτρα από τη Λεωφόρο Μαραθώνος. «Και η ειρωνεία είναι ότι το σπίτι μου δεν κάηκε επειδή τα είχα όλα κλειστά – αλουμίνιο και τσιμέντο – έγινε μόνο μία έκρηξη στην κουζίνα», εξηγεί. «Δούλευα ως προγραμματιστής. Πλέον είναι αδύνατον να δουλέψω, όχι μόνο εξαιτίας του προβλήματος στα χέρια αλλά κυρίως λόγω έλλειψης συγκέντρωσης», λέει ο ίδιος. «Εκείνη την ημέρα εργαζόμουν μέσα στο σπίτι μέχρι που με ειδοποίησαν για τη φωτιά στον Βουτζά. Με έπιασε ανησυχία και έβγαινα έξω για να παρακολουθώ την κατάσταση. Η φωτιά δεν είχε περάσει ακόμη τη Μαραθώνος και μέχρι να πάρω το πορτοφόλι, το κινητό και να κλείσω το ένα παράθυρο εγκλωβίστηκα στο οικόπεδο. Πρέπει να είχαν περάσει μόνο τρία λεπτά», διηγείται. «Δεν νομίζω να ξεχάσω ποτέ αυτές τις εικόνες. Είναι όλο το άδικο, δεν υπάρχουν λέξεις. Αν και μάλλον ήμουν τυχερός γιατί δεν είδα το σκυλί μου να καίγεται, γιατί δεν είδα τον άνθρωπο που καιγόταν στο παρακάτω σπίτι. Δεν τον είδα γιατί το σπίτι ήταν τόσο τυλιγμένο στις φλόγες που δεν φαινόταν παρά μόνο η φωτιά. Τον άκουσα μόνο να φωνάζει. Τώρα συνειδητοποιώ ότι ήταν οι τελευταίες του κραυγές…».