Αγγελος Σκορδάς
Εναν χρόνο μετά την καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι μια υγειονομική βόμβα παραμένει ενεργή, με άγνωστες ακόμα συνέπειες για την επίπτωση στην υγεία όσων ζουν και αναπνέουν δίπλα του. Ο λόγος για τον αμίαντο, το καρκινογόνο υλικό που επί δεκαετίες χρησιμοποιούνταν σε κτίσματα σε ολόκληρη τη χώρα.
«Πολλές οικίες, λόγω της χρονολογίας κατασκευής τους, είχαν δομικά υλικά από αμίαντο (στέγες, μονώσεις), τα οποία με την καταστροφή των σπιτιών βρίσκονται σε ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους. Η έκτασή τους, μόνο στο Μάτι, υπολογίστηκε από τις αυτοψίες σε 5.000 τετραγωνικά μέτρα. Εξ αυτών, τα 3.000 τετραγωνικά μέτρα βρέθηκαν θρυμματισμένα και διασκορπισμένα σε διάφορα σημεία. Αυτό αποτελεί έναν ανυπολόγιστο κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Το υπουργείο Υποδομών, αρμόδιο για την καταγραφή και κατεδάφιση των κατεστραμμένων οικιών, προχώρησε σε σύμβαση με πιστοποιημένες ιδιωτικές εταιρείες περισυλλογής αμιάντου, η οποία υπεγράφη με μεγάλη καθυστέρηση, τρεις μήνες μετά την καταστροφή. Τον Ιανουάριο, οι εργασίες σταμάτησαν, ενώ την περασμένη άνοιξη υπεγράφη νέα σύμβαση και οι εργασίες επανεκκίνησαν μετά το Πάσχα. Το υλικό απομακρύνθηκε από κάποιο μικρό ποσοστό κατεδαφιστέων σπιτιών και οι εργασίες σταμάτησαν ξανά λόγω εκλογών. Στις αρχές του μήνα δόθηκε εκ νέου εντολή για κάποιες ακόμα δεκάδες σπιτιών. Αυτό σημαίνει, ωστόσο, ότι 12 μήνες μετά την καταστροφή το 50% των πληγεισών οικιών με αμίαντο δεν έχουν καθαριστεί», εξηγεί στα «ΝΕΑ» η πρόεδρος του Εξωραϊστικού Συλλόγου «Μάτι» Τίνα Κολλάρου.
Ενημέρωση
Εκτός των σημαντικότατων καθυστερήσεων, πάντως, οι πυρόπληκτοι του Ματιού καταγγέλλουν επίσης ελλιπή ενημέρωση σε ό,τι αφορά στους κινδύνους από την έκθεση σε αμίαντο και τη λανθασμένη διαχείρισή του. «Μια σελίδα στον ιστότοπο του Δήμου Μαραθώνα και μια εγκύκλιος του υπουργείου Υποδομών δεν είναι αρκετές. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2018, ζητήσαμε από τον ίδιο τον υπουργό Υποδομών Χρήστο Σπίρτζη έναν τετραψήφιο αριθμό ενημέρωσης για θέματα περιβάλλοντος / αμιάντου και μας δόθηκε ένα νούμερο του Υποδομών το οποίο δεν δίνει καμία πληροφορία. Ο Εξωραϊστικός Σύλλογος, προχώρησε στις αρχές Σεπτεμβρίου σε εκστρατεία ενημέρωσης τόσο μέσω Facebook όσο και σε τοπικό επίπεδο, ενώ τον Φεβρουάριο του 2019, μετά την πρώτη παύση των εργασιών, προχωρήσαμε στην αποστολή εξωδίκων προς το υπουργείο και τον δήμο», σημειώνει η ίδια, προσθέτοντας πως και το πρόγραμμα αποκομιδής είναι δυσλειτουργικό:
«Εχουν προτεραιότητα τα κατεδαφιστέα σπίτια, πράγμα που αφήνει εκτεθειμένο τον αμίαντο σε όλα επισκευάσιμα, η ακόμα και σε σπίτια που δεν έχουν μεν σοβαρές ζημιές, αλλά έχουν αμίαντο σε βοηθητικές κατασκευές, όπως γκαράζ και αποθήκες. Επιπλέον, η διαχείριση αμιαντούχων υλικών από τους κατοίκους, που δεν μπορούν να περιμένουν μέχρι τη συνέχιση της διαδικασίας από τα ειδικά συνεργεία λόγω των καθυστερήσεων που ανέφερα, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τους ίδιους, ενώ δεν έχει υπάρξει καμία μέριμνα για εγκαταλελειμμένα οικόπεδα με κατεστραμμένες παλαιές κατασκευές (λ.χ. μικρές αποθήκες, όπου οι στέγες ελλενίτ βρίσκονται θρυμματισμένες και διασκορπισμένες στο έδαφος) ή για αμιαντούχα υλικά που βρίσκονται σε δημόσιους χώρους και είναι στην αρμοδιότητα του δήμου».
Τεράστιες επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων
Ποιες είναι όμως οι επιπτώσεις του αμιάντου στην υγεία; Την απάντηση δίνει στα «ΝΕΑ» ο παθολόγος – κλινικός φαρμακολόγος Αναστάσιος Σπαντιδέας, ο οποίος επίσης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις καθυστερήσεις στην αποκομιδή του επικίνδυνου υλικού καθώς η παρατεταμένη έκθεση ατόμων σε αυτό μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες: «Ο αμίαντος είναι αποδεδειγμένα ένα από τα πλέον καρκινογόνα υλικά που συναντώνται στη φύση. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που έχει απαγορευτεί σε παγκόσμιο επίπεδο η χρησιμοποίησή του, παρότι είναι ένα αρκετά φθηνό και ανθεκτικό υλικό. Ειδικότερα, ο αμίαντος έχει μεγάλη ανθεκτικότητα σε υψηλές θερμοκρασίες, με αποτέλεσμα να έχει χρησιμοποιηθεί, ιδίως κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, μέχρι και στην κατασκευή στολών ή άλλων πυρίκαυστων προϊόντων», εξηγεί ο κ. Σπαντιδέας, υπογραμμίζοντας πως και στη χώρα μας η χρήση του αμιάντου έχει απαγορευτεί ήδη από το 1977 κατόπιν σχετικής κοινοτικής οδηγίας. «Εχει αποδειχθεί ότι η εισπνοή και η κατάποση ινών αμιάντου ισοδυναμεί με παραμονή τους και κατόπιν δημιουργούνται οι κατάλληλες προϋποθέσεις για τη πρόκληση πολλών μορφών καρκίνου, με συνηθέστερη αυτή του κακοήθους μεσοθηλιώματος του πνεύμονος», υπογραμμίζει ο κ. Σπαντιδέας. Ο ίδιος, εξάλλου, τονίζει ότι ο αμίαντος μπορεί να γίνει ακόμα πιο επικίνδυνος όταν συναντάται θρυμματισμένος καθώς εκατομμύρια μικροΐνες του υλικού μετακινούνται στην ατμόσφαιρα. «Η απομάκρυνσή του είναι υποχρέωση της Πολιτείας. Η αποκομιδή του είναι μια λεπτή διαδικασία που πρέπει να πραγματοποιείται αποκλειστικά από εξειδικευμένα άτομα ή συνεργεία με τον κατάλληλο εξοπλισμό. Μια μάσκα και ένα ζευγάρι γάντια δεν αρκούν», καταλήγει o διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.