Αν μιλούσαν αυτοί οι τοίχοι, δεν θα είχε μείνει τίποτα όρθιο στην ελληνική πολιτική ζωή. «Ξέρουν» περίπου τα πάντα για πλήθος από γεγονότα που σφράγισαν την ελληνική Ιστορία, από τα χρόνια του Εμφυλίου μέχρι το διαβόητο δημοψήφισμα του 2015. Οταν πάντως το 1952 το κτίριο της οδού Ηρώδου Αττικού 19 περνούσε στην ιδιοκτησία του κράτους, ο μέχρι τότε ιδιοκτήτης του δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι τριάντα χρόνια μετά το παλαιό σπίτι του θα γινόταν το Γραφείο του Πρωθυπουργού, παρά το γεγονός ότι το είχε πρώτος χρησιμοποιήσει ο ίδιος ως τέτοιο στα χρόνια του Εμφυλίου, όταν κατοικούσε εκεί.
Ηταν η περίοδος που το αντίστοιχο αγγλοσαξονικό πρότυπο ήταν πολύ ισχυρό στην Αθήνα, αλλά και που, το κυριότερο, κάθε άσκοπη μετακίνηση εγκυμονούσε κίνδυνο. Δεν το έδωσε όμως γι’ αυτόν τον σκοπό. Αυτό συνέβη το 1982 με πρωτοβουλία του Μένιου Κουτσόγιωργα. Και ο πρώτος πρωθυπουργός που εγκαταστάθηκε εκεί ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Στα χρόνια πριν από τον Ανδρέα, το Γραφείο του Πρωθυπουργού βρισκόταν στη Βουλή. Τώρα, μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, έγινε γνωστή η πρόθεση του Κυριάκου Μητσοτάκη να μεταφερθεί εκ νέου. Είναι μια σημειολογική και λειτουργική κίνηση τομής που μπορεί μεν να συστεγάσει το σύνολο του διευρυμένου Πρωθυπουργικού Γραφείου, όμως, για να γίνει, απαιτεί σύνθετη προετοιμασία.
Πάντως, όταν το εξαιρετικό αυτό κτίριο συζητήθηκε για πρώτη φορά για αυτήν τη χρήση, πρώτος υποψήφιος ένοικος δεν ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που όμως τελικά δεν δέχθηκε να το χρησιμοποιήσει. Η αείμνηστη προσωπική γραμματέας του Λένα Τριανταφύλλη έχει διηγηθεί τη σκηνή όπου η ίδια και άλλοι συνεργάτες του Καραμανλή τον οδηγούν στο κτίριο να του το παρουσιάσουν ως μελλοντικό γραφείο του: αφού τον ξενάγησαν στο ισόγειο και στον πρώτο όροφο, πίστευαν ότι είχαν εξασφαλίσει ένα Πρωθυπουργικό Γραφείο αντάξιο της εποχής στην οποία η Ελλάδα βρισκόταν πια ισότιμη μεταξύ των κρατών της τότε ΕΟΚ. Οπου θα μπορούσε να δέχεται αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων που στις πατρίδες τους διέθεταν αυτοκρατορικά, μεγαλεπήβολα γραφεία. Ο Καραμανλής, όπως έλεγε η Τριανταφύλλη, έδειχνε ευχαριστημένος, μέχρι που ρώτησε πού θα δούλευαν οι συνεργάτες του. Τότε τον οδήγησαν στους γνωστούς ημιυπόγειους χώρους του κτιρίου. «Εγώ τους συνεργάτες μου δεν τους βάζω στα υπόγεια» είπε ο Καραμανλής και αποχώρησε από το κτίριο που μόλις είχε απορρίψει. Επέστρεψε στο παλαιό του γραφείο στο κτίριο της Βουλής.
Φιλοξενία ξένων ηγετών
Ο αρχικός δημόσιος σκοπός του κτιρίου με την εντυπωσιακή «οικοσκευή» ήταν να φιλοξενεί ξένους ηγέτες με τρόπο ευπρόσωπο και με τη λογική ότι αυτοί θα διέμεναν δίπλα στον αρχηγό του ελληνικού κράτους που τους καλούσε, δίπλα στα Ανάκτορα. Αυτό συνέβη για κάποια χρόνια, αν και όχι συστηματικά. Πάντως αρκετές ήταν οι ιστορικές προσωπικότητες που πέρασαν τις αθηναϊκές τους νύχτες στο κτίριο και αρκετές οι ενδιαφέρουσες ιστορίες που έλαβαν χώρα μέσα στους πολύ παραπάνω από τέσσερις τοίχους του. Μεταξύ άλλων, ο Τίτο, ο Ντε Γκολ ή η Θάτσερ ήταν κάποιοι από τους ηγέτες που έμειναν εκεί.
Η έλευση της Αλλαγής και η συμβολική «κατάληψη» της Ηρώδου Αττικού, άρα και του κράτους, ήταν που έφεραν τη νέα χρήση του, αν και αυτό θα συνέβαινε μάλλον έτσι κι αλλιώς: οι δραματικά αυξημένες απαιτήσεις ασφαλείας από τη δεκαετία του ’70 κι έπειτα δεν επέτρεπαν άλλο την εκπλήρωση του αρχικού του σκοπού. Με κάποιο τρόπο όμως αυτή επανέρχεται σήμερα, καθώς το κτίριο, αν τελικά χάσει την πρωθυπουργική έδρα, φέρεται ότι θα αξιοποιηθεί για την υποδοχή ξένων ηγετών αλλά και παράλληλα για τις συνεδριάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Πριν από λίγα χρόνια πάντως, σε μια άλλη αυτοψία, πρωθυπουργός βρέθηκε μπροστά σε πολυπληθή αποικία από κατσαρίδες σε κλειστό, όταν παρέλαβε το κτίριο, δωμάτιο του πρώτου ορόφου.
Η θεμελίωση
Το κτίριο θεμελιώθηκε σε οικόπεδο… εκτός σχεδίου πόλεως (!) το 1912 για τον Αλέξανδρο Μιχαληνό, εφοπλιστή από τη Χίο, και σχεδιάστηκε από τον Αναστάσιο Χέλμη, για να περάσει αργότερα στα χέρια του Λεωνίδα Εμπειρίκου και στη συνέχεια, το 1921, σε εκείνα του Δημήτριου Μάξιμου, επίσης εν μέρει καταγόμενου από τη Χίο, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του ο λάτρης της τέχνης τραπεζίτης και μετέπειτα πρωθυπουργός. Στην Κατοχή το επέταξε ο γερμανός ναύαρχος διοικητής των ναυτικών δυνάμεων του Αιγαίου. Οταν η κυβέρνηση ζήτησε να το αγοράσει, η ίδια το εκτίμησε σε λίγο περισσότερο από 5 δισ. δραχμές του 1952. Ο Μάξιμος το έδωσε τελικά ζητώντας τα μισά από αυτά τα χρήματα και για να τιμηθεί η συμβολή του, το κτίριο έλαβε το όνομά του. Επιπλα και διάκοσμος παρέμειναν.
Ο Μάξιμος, μεσοπολεμικός διοικητής της Εθνικής Τράπεζας, βουλευτής και υπουργός με το Λαϊκό Κόμμα και πρωθυπουργός του κεντροδεξιού συνασπισμού το 1947, δεν πρόλαβε να δει κάτι πολύ χαρακτηριστικό των κοινωνικών και πολιτικών αναταράξεων και μεταβολών της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Εχει πεθάνει το 1955, πολύ πριν από την εκεί εγκατάσταση του Ζωιτάκη ως αντιβασιλέα της χούντας, που οι συνταγματάρχες θέλησαν να τον φέρουν όσο πιο κοντά γινόταν στο Παλάτι μετά τη σφοδρή σύγκρουση του Κωνσταντίνου μαζί τους. Τότε ήταν που, όπως λένε κάποιοι, η σύζυγος του Ζωιτάκη, Σοφία, με έντονα τα επαρχιωτικά χαρακτηριστικά της, φέρεται να είπε το μοναδικό, που πάντως δεν είναι ιστορικά πλήρως τεκμηριωμένο: «Τι τα θέλαμε τα μέγαρα; Ούτε κοτέτσι δεν μπορείς να βάλεις…». Ομως, αλήθεια: τελικά, ποιος ξέρει ποτέ;…