Σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο βρίσκονται πλέον τα ελληνικά ομόλογα με την απόδοση του δεκαετούς ομολόγου να βρίσκεται στο 2,011% και το spread να διαμορφώνεται στις 238 μονάδες βάσης και στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Ιανουάριο του 2010. Συγκριτικά, την ίδια στιγμή, η απόδοση του αμερικάνικου 10ετούς ομολόγου διαμορφώνεται στο 2,057%.
Αντίστοιχα σε ιστορικά χαμηλά είναι και η απόδοση του ελληνικού 5ετούς ομολόγου η οποία διαμορφώνεται στο 1,051%, την ώρα που το 5ετές των ΗΠΑ έχει απόδοσή 1,808%.
Για να καταλάβουμε το μέγεθος της πτώσης των αποδόσεων ας αναλογιστούμε ότι το 10ετές είχε εκδοθεί τον Μάρτιο με απόδοση 3,9% και 5ετές είχε εκδοθεί τον Ιανουάριο με απόδοση 3,6%, με τις δύο αποδόσεις να θεωρούνται από τότε ενθαρρυντικές.
Ακόμη και το επταετές ομόλογο που εκδόθηκε την προηγούμενη εβδομάδα με ιστορικά χαμηλή απόδοση 1,9% έχει ήδη υποχωρήσει στο 1,582%, ενδεικτικό της εμπιστοσύνης των επενδυτών.
Γιατί υπάρχει ζήτηση για τα ελληνικά ομόλογα;
Αυτό αποτυπώνει μια ιδιαίτερη ζήτηση για τα ελληνικά ομόλογα, που συνδυάζουν αυτή τη στιγμή το διπλό πλεονέκτημα της αξιοπιστίας αλλά και της θετικής απόδοσης, καθώς υπάρχουν πια και ομόλογα αρνητικής απόδοσης. Δηλαδή οι επενδυτές τα προτιμούν και γιατί δίνουν απόδοση (δεν είναι απλώς δηλαδή σίγουρες τοποθετήσεις) και γιατί δείχνουν αξιόπιστα και χωρίς κίνδυνο.
Τι σημαίνει το ράλι των ομολόγων για το ελληνικό χρέος;
Αυτό με τη σειρά του έχει δύο σημαντικές πλευρές. Από τη μια σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως χώρα υποψήφια για χρεωκοπία και άρα υψηλού κινδύνου (στα κρατικά ομόλογα υψηλή απόδοση και μεγάλα spread από τη χώρα αναφοράς, για την ευρωζώνη τη Γερμανία, σημαίνουν αυξημένο κίνδυνο). Από την άλλη αυτό σημαίνει μείωση του κόστους δανεισμού του δημοσίου και σαφή δυνατότητα να καλύπτει τις δανειακές ανάγκες του από τις διεθνείς χρηματαγορές. Επομένως, με τα σημερινά δεδομένα απομακρύνεται ακόμη περισσότερο το ενδεχόμενο και νέας «δανειακής σύμβασης» (δηλαδή Μνημονίου) και «πιστοληπτικής γραμμής» (που επίσης σε μνημόνιο θα κατέληγε).
Ωστόσο, είναι προφανές ότι αυτή η θετική δυναμική, που ξαναλέμε ότι στηρίζεται και στη ζήτηση σήμερα για αξιόπιστα ομόλογα με θετικές και όχι αρνητικές ή μηδενικές αποδόσεις, για να διατηρηθεί χρειάζεται άλλα σημάδια από την πλευρά της πραγματικής ελληνικής οικονομίας και κυρίως την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης που σημαίνουν μεσοπρόθεσμα και πραγματική βιωσιμότητα ως προς την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους.
Εδώ να υπογραμμίσουμε και μια ακόμη παράμετρο. Η υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και η διαμόρφωση μιας εικόνα μειωμένου ελληνικού κινδύνου, είναι και πραγματικό επιχείρημα προς τη μεριά των δανειστών για την μείωση των απαιτήσεων για υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα, καθώς αυτά προβλέφθηκαν ακριβώς ως εγγυήσεις απέναντι στην κατά την τότε εκτίμηση των δανειστών διακινδύνευση της αποπληρωμής του μνημονιακού χρέους.
Το ενδεχόμενο νέου QE
Από την άλλη μεριά, έχει ιδιαίτερη σημασία ότι όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο όπου ο Μάριο Ντράγκι μεθοδεύει μια ακόμη εκδοχή προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, την οποία θεωρείται δεδομένο ότι θα υπηρετήσει και η διάδοχός του Κριστίν Λαγκάρντ.
Σήμερα, Πέμπτη, ενδεχομένως να κάνει και ιστορικές ανακοινώσεις.
Στην προηγούμενη εκδοχή του η Ελλάδα δεν είχε συμμετάσχει και αυτό είχε αρνητικές επιπτώσεις. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα, που ουσιαστικά ήταν ένας μηχανισμός μαζικής αγοράς τίτλων από τη δευτερογενή αγορά έδωσε μια κρίσιμη ρευστότητα στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και επέτρεψε να συνεχίσουν δανειακές ροές και να τονωθεί η πραγματική οικονομία, περιορίζοντας τις επιπτώσεις των τάσεων αποπληθωρισμού που είχαν καταγραφεί.
Τυχόν επέκταση του προγράμματος τώρα με τρόπο που να συμπεριλαμβάνει και την Ελλάδα θα είχε μεγάλη σημασία γιατί ακριβώς θα έδινε μια σημαντική ανάσα και στην ελληνική οικονομία καθώς θα διαμόρφωνε χρηματοδοτικές ροές σε μια κρίσιμη στιγμή όπου η παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία είναι η βασική παράμετρος για τη διαμόρφωση αναπτυξιακής δυναμικής. Εάν μάλιστα συνδυαστεί και με την αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» αυτό σημαίνει αλλαγή εποχής συνολικά για τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Άλλωστε, η ίδια η αντιμετώπιση αυτής της ανοιχτής πληγής για το τραπεζικό σύστημα είναι αντίστοιχα και προϋπόθεση και για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που θα δώσει τυχόν νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Οι επιπτώσεις για το συνολικό κόστος δανεισμού
Προφανώς επίσης και η συνολική υποχώρηση των επιτοκίων δεν αφορά μόνο την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Αφορά και το επιτόκιο με το οποίο δανείζονται οι ελληνικές επιχειρήσεις, είτε μιλάμε για επιχειρήσεις που επιδιώκουν να αντλήσουν κεφάλαια από τις διεθνείς χρηματαγορές είτε, προοπτικά, και για το κόστος δανεισμού στο εσωτερικό της χώρας. Και φθηνότερος δανεισμός των ελληνικών επιχειρήσεων σημαίνει μεγαλύτερες δυνατότητες να κάνουν επενδύσεις, να επεκτείνουν δραστηριότητες, να ανανεώσουν τον τεχνολογικό τους εξοπλισμό και να κάνουν προσλήψεις επιπλέον προσωπικού.
Η πρόκληση της ανάπτυξης
Προφανώς και όλα αυτά δεν εξαντλούν τα ζητήματα της οικονομικής πολιτικής. Η πολιτική δανεισμού, το κόστος δανεισμού, η ρευστότητα στην αγορά, οι δυνατότητες του τραπεζικού συστήματος αποτελούν τους παράγοντες που διαμορφώνουν τμήμα της γενικότερης οικονομικής συνθήκης. Η ανάπτυξη και η αύξηση της απασχόλησης προϋποθέτουν αυτούς τους γενικούς όρους, αλλά απαιτούν και άλλες προϋποθέσεις: αναπτυξιακό σχέδιο, προσέλκυση επενδύσεων, θεσμικές παρεμβάσεις που να ενισχύουν τις αναπτυξιακές δυναμικές και ενεργοποίηση των ίδιων των φορέων της οικονομίας. Και βέβαια μια αυτοτροφοδοτούμενη αναπτυξιακή δυναμική, μαζί με την ανάλογη δημοσιονομική πολιτική, με τη σειρά της διαμορφώνει μια οικονομική συνθήκη που διευκολύνει και την διατήρηση του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους σε χαμηλά επίπεδα.