Η αποκατάσταση της αναλογικότητας στις συντάξεις, με βελτιώσεις στα ποσοστά αναπλήρωσης, για όσους έχουν πάνω από 25 συντάξιμα έτη, βρίσκεται υπό επεξεργασία από τις υπηρεσίες του υπουργείου Εργασίας. Στο τραπέζι βρίσκεται σχέδιο για αναδιάρθρωση των ποσοστών αναπλήρωσης, ώστε να «ψαλιδιστεί» η υποανταποδοτικότητα των µεσαίων και υψηλών συντάξεων και να ενισχυθεί ταυτόχρονα το κίνητρο ασφάλισης, ιδιαίτερα µετά την πρώτη 25ετία.

Ηδη έχει δοθεί εντολή στις υπηρεσίες του υπουργείου Εργασίας να υποβάλλουν προτάσεις για ένα νέο μείγμα στους συντελεστές υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης, με στόχο να είναι περισσότερο δίκαιο το σύστημα κυρίως με όσους πληρώνουν για πολλά χρόνια υψηλές εισφορές. Τονίζεται ότι το όλο θέμα αποτελεί βασική προεκλογική δέσμευση της νέας κυβέρνησης για το Ασφαλιστικό.

Σημειώνεται ότι οι μειώσεις των συντάξεων με τον νόμο 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου) φτάνουν έως 40% και μάλιστα «τιμωρούνται» με μικρότερη σύνταξη όσοι έχουν δουλέψει πολλά χρόνια. Τονίζεται ότι η ισχύουσα κλιµάκωση των ποσοστών αναπλήρωσης ξεκινάει από 0,77% ετησίως για την πρώτη 15ετία και κορυφώνεται στο 2% ετησίως για 40ετία και άνω.

Μια αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης για όσους έχουν πολύ χρόνο ασφάλισης θα οδηγούσε σε µεγαλύτερη ανταποδοτικότητα τις µεσαίες και υψηλές συντάξεις. Για παράδειγµα, µε συντάξιµες αποδοχές 1.500 ευρώ (µετράνε τα χρόνια από το 2002 και µετά) και 39 χρόνια ασφάλισης, η ανταποδοτική σύνταξη σήµερα είναι 612 ευρώ. Με µια αύξηση της αναπλήρωσης κατά δύο ποσοστιαίες µονάδες η ανταποδοτική σύνταξη διαµορφώνεται στα 642 ευρώ. Σήµερα η αναπλήρωση στη 15ετία µόνο για το τµήµα της ανταποδοτικής είναι στο 11,55%, στην 20ετία στο 15,87%, στην 25ετία στο 20,68%, στην 30ετία στο 26,37%, στην 35ετία στο 33,81% και στη 40ετία στο 42,80%. Μαζί µε την εθνική σύνταξη – που είναι για όλους όσοι έχουν 20ετία ασφάλισης και πάνω στα 384 ευρώ – η συνολική αναπλήρωση διαµορφώνεται υψηλότερα.

Προτεραιότητες

Οπως τονίζει κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Εργασίας, η άρση των αδικιών του νόμου Κατρούγκαλου σε σχέση με τα έτη εργασίας και τις εισφορές που καταβάλλονται αποτελεί μια από τις βασικές προτεραιότητές της νέας κυβέρνησης. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι από τις συνταξιοδοτήσεις μετά τον Μάιο του 2016, όπου έχει τεθεί σε εφαρμογή ο νόμος Κατρούγκαλου, καταγράφεται δραματική μείωση των νέων συντάξεων και ένα ανταποδοτικά άδικο νέο σύστημα, όπου όσοι έχουν πληρώσει περισσότερες εισφορές λαμβάνουν τελικά μικρότερες συντάξεις.

Εξάλλου σημαντική θα είναι η κυοφορούμενη αλλαγή στις επικουρικές συντάξεις, όπου θα αλλάξει ριζικά το µοντέλο προς ένα πλήρως κεφαλαιοποιητικό σύστηµα, µε αναβαθµισµένο τον ρόλο του ιδιωτικού τοµέα. Το νέο σύστηµα ασφάλισης αναµένεται να ισχύσει για όσους εισέρχονται στην αγορά εργασίας και πρωτοασφαλίζονται από 1/1/2021 και µετά. Δεν θα αφορά δηλαδή τους σηµερινούς ασφαλισµένους και συνταξιούχους. Θα είναι, όπως και σήµερα, υποχρεωτικό. Κάθε εργαζόµενος αναµένεται να µπορεί να επιλέγει να ασφαλιστεί µε ατοµική µερίδα στο ΕΤΕΑΕΠ, το δηµόσιο Ταµείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών, ή σε κάποιο επαγγελµατικό επικουρικό ταµείο που θα λειτουργεί από µη κρατικούς φορείς υπό την εποπτεία του υπουργείου Εργασίας, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος. Διαχειριστής του νέου συστήµατος αναµένεται να είναι το ΕΤΕΑΕΠ. Στο νέο σύστηµα επικουρικής θα είναι αναβαθµισµένος ο ρόλος του ιδιωτικού τοµέα (π.χ. ασφαλιστικές εταιρείες τραπεζών, ιδιωτικές ασφαλιστικές). Οι εισφορές του εκάστοτε εργαζοµένου δεν θα χρησιµοποιούνται για την πληρωµή των σηµερινών επικουρικών συντάξεων (αναδιανεµητικό σύστηµα), αλλά θα κεφαλαιοποιούνται στον ατοµικό του «κουµπαρά» και ο ασφαλισµένος θα παρακολουθεί την απόδοση των εισφορών του. Εξετάζεται να δίνεται δυνατότητα ρευστοποίησης του «κουµπαρά» µετά την πρώτη 10ετία τουλάχιστον. Αυτό σηµαίνει πως στο τέλος του ασφαλιστικού του βίου, ο εργαζόµενος θα εισπράττει το κεφάλαιο του «κουµπαρά» του µε τη µορφή εφάπαξ ή µε τη µορφή µηνιαίας επικουρικής σύνταξης. Δεν προβλέπεται να αλλάξουν τα σηµερινά επίπεδα εισφορών επικουρικής ασφάλισης, που κυµαίνονται στο 6,5% (3,25% για τον εργοδότη και 3,25% για τον εργαζόµενο).