Ηταν ένας από τους σκληρότερους πολέμους της σύγχρονης ιστορίας. Και, κατά κάποιο τρόπο, ουσιαστικά ήταν ένα είδος απομακρυσμένης από τον ευρωπαϊκό χώρο πρόβας για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου κατέληγε κάποια στιγμή να μην είναι πια ψυχρή. Ο Πόλεμος της Κορέας ξεκίνησε ακριβώς πέντε χρόνια μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τον Ιούνιο του 1950 και τερματίστηκε στις 27 Ιουλίου του 1953, με την ανακωχή να υπογράφεται λίγες ημέρες αργότερα, την 1η Αυγούστου του ίδιου έτους.
Χωρισμένη σε Βόρεια και σε Νότια, η Κορέα υπήρξε κύριο πεδίο σύγκρουσης του «δυτικού» με τον «κομμουνιστικό» κόσμο, όπως αυτός εκφραζόταν στη χώρα από τη Βόρεια Κορέα, από την Κίνα με τα άμεσα ζωτικά συμφέροντα, αλλά κυρίως από τη Μόσχα, που παρά τις κατά καιρούς εντάσεις της με το Πεκίνο, υπήρξε στρατιωτικά υποστηρικτική με διάφορους αφανείς και μη τρόπους στους Βορειοκορεάτες. Ο πανίσχυρος στρατός τους που ξεπερνούσε τους 200.000 στρατιώτες ήταν ουσιαστικά εξοπλισμένος περίπου ολοκληρωτικά από τη Σοβιετική Ενωση.
Ολα άρχισαν όταν δυνάμεις της Βόρειας Κορέας εισέβαλαν σε εδάφη της Νότιας, πετυχαίνοντας μάλιστα την πρόσκαιρη υποχώρηση του στρατού της δεύτερης. Αν και στην άλλη άκρη του κόσμου, τα γεγονότα συνδέθηκαν αμέσως με τις λίγο προγενέστερες εντάσεις στο διχοτομημένο Βερολίνο, που μόλις είχε διέλθει μία από τις πιο δραματικές περιόδους της μεταπολεμικής ιστορίας του: ο Αποκλεισμός του Βερολίνου από τους Σοβιετικούς στα τέλη του 1949, τη στιγμή της ίδρυσης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στη Βόννη, ήρθε ως απάντηση σε αυτή την εξέλιξη και λίγο έλειψε να βάλει τη σπίθα που όλος ο πλανήτης έτρεμε να μην ανάψει.
Σύγκρουση από παλιά
Οι ρίζες της διεθνούς σύγκρουσης στην Κορέα είναι πάντως ακόμα πιο βαθιές στον χρόνο. Η σύγκρουση Ιαπωνίας – Κίνας για την κορεατική χερσόνησο ξεκινά από τα τέλη του 19ου αιώνα με την άγρια ιαπωνική κατοχή. Στον 20ο αιώνα σημείο καμπής είναι η ιαπωνική συνθηκολόγηση το 1945, όταν μετά την επικράτηση των Αμερικανών στην Ιαπωνία οι Σοβιετικοί μπαίνουν στην Κορέα προκειμένου να αποκτήσουν προγεφυρώματα σε μία κρίσιμη περιοχή του κόσμου που βρισκόταν πια σε πλήρη γεωπολιτική μεταβολή. Τελικά, ο 38ος παράλληλος ήταν το σημείο που Ουάσιγκτον και Μόσχα συμφώνησαν ότι συνορεύουν οι ζώνες επιρροής τους, καθώς και το σύνορο των δύο κορεατικών κρατών, αλλά και εκείνο που έγιναν οι επιχειρήσεις του 1950 απειλώντας έτσι την παγκόσμια μεταπολεμική ισορροπία δυνάμεων.”’ Οι Αμερικανοί δεν θεωρούσαν την Κίνα σοβαρή απειλή, μέχρι που εκείνη πραγματοποίησε μαζική εισβολή με δυνάμεις σχεδόν 500.000 ανδρών στη Βόρεια Κορέα αιτιολογώντας την με την προστασία των δικών της εθνικών ζωτικών συμφερόντων. Οι Κινέζοι δεν είχαν ακόμα προηγμένα οπλικά συστήματα. Οι Σοβιετικοί όμως είχαν. Και αυτά χρησιμοποιήθηκαν και στην ξηρά και στον αέρα.
Ο πόλεμος πήρε διάφορες τροπές στη διάρκειά του. Πάντως, για τους Αμερικανούς ένα μεγάλο πρόβλημα ήταν ότι ο στρατός τους, μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου είχε πλέον ήδη εισέλθει σε περίοδο εκτεταμένης ανανέωσης του προσωπικού του. Οι πιο ετοιμοπόλεμες δυνάμεις τους είχαν συγκεντρωθεί στο κύριο ευρωπαϊκό θέατρο όπου η ανησυχία για σύγκρουση ήταν ζωτική. Κάπως έτσι ήταν που βρέθηκαν τελικά και ελληνικά στρατεύματα στην Κορέα: όταν ο αμερικανός στρατηγός Βαν Φλιτ επέστρεψε στη χώρα του μετά το τέλος του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, εισηγήθηκε την άμεση συμμετοχή ελληνικών δυνάμεων που μόλις είχαν πολεμήσει, αναφέροντας ότι κατά την κρίση του ήταν, εκείνη τη στιγμή, ίσως οι καλύτερες και πιο προετοιμασμένες του κόσμου. Πολλοί είναι εκείνοι που στην Ελλάδα απορούν ακόμα για το πώς βρέθηκαν ελληνικά στρατεύματα στην άλλη άκρη της γης. Αυτός ήταν ο λόγος.
Τα σύνορα στον 38ο παράλληλο παραμένουν ακόμα και σήμερα. Και τόσες δεκαετίες αργότερα, αν και ο Ψυχρός Πόλεμος έχει παρέλθει ήδη εδώ και δύο δεκαετίες, το ζήτημα της Κορέας κάθε άλλο παρά έχει επιλυθεί. Και δεν είναι λίγες οι φορές που τα τελευταία χρόνια έχει προκαλέσει παγκόσμιο συναγερμό.