Νέο βιβλίο κυκλοφόρησε ο Κώστας Κουτσουρέλης με τίτλο «Η τέχνη που αυτοκτονεί. Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας», από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος.
Στην αφετηρία αυτού του βιβλίου βρίσκονται μια διαπίστωση και μια απορία. Η διαπίστωση: η ποίηση στον καιρό μας έχει ξεπέσει εντυπωσιακά. Από κορυφαίο λογοτεχνικό είδος έχει γίνει ενασχόληση του περιθωρίου που ενδιαφέρει μόνο ελάχιστους, στην ουσία: τους ποιητές που τη γράφουν. Όλα τα διαθέσιμα δεδομένα, ποιοτικά και ποσοτικά, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, επ’ αυτού ομοφωνούν. Η απορία: το οφθαλμοφανές αυτό γεγονός οι ίδιοι οι ποιητές το αρνούνται, το υποβαθμίζουν ή, πολλές φορές, το απωθούν. Αντί να το θέσουν δημοσίως και να αναρωτηθούν για τους λόγους του, το αντιπαρέρχονται ή το εξωραΐζουν κατασκευάζοντας μύθους. Μύθους όπως λ.χ. ότι η ποίηση ήταν πάντα στο περιθώριο. Ή ότι, μάλιστα, οφείλει να είναι.
Κατ’ αντιστοιχία, στην Τέχνη που αυτοκτονεί ο αναγνώστης θα βρει δύο πράγματα. Αφενός μεν, την τεκμηρίωση της διαπίστωσης: μια αντικειμενική περιγραφή της κοινωνικής ασημαντότητας της σημερινής ποίησης βασισμένη σε δείκτες άλλους μετρήσιμους (μερίδια αγοράς, ποσοστά πωλήσεων, κύκλος εργασιών του ποιητικού βιβλίου κ.ά.) και άλλους μη (λ.χ. την έκλειψη της κριτικής). Αφετέρου δε την απόπειρα να απαντηθεί η απορία: μια εκτενή σκιαγράφηση των αιτίων (κοινωνικών, ψυχολογικών, ιδεολογικών κ.ά.) που κάνουν τους σημερινούς ποιητές να μην αντιδρούν στην απαξίωση της τέχνης τους ή να την δέχονται ως φυσική και επόμενη.
Προφανώς, η διάγνωση μιας παθολογίας από μόνη της λίγο ωφελεί αν δεν υπηρετεί την αποκατάσταση του πάσχοντος. Ο συγγραφέας τη θεωρεί υπόθεση πολύ δύσκολη, όχι όμως και όλως διόλου αδύνατη. Οι αναλογισμοί του πάνω στο ζήτημα αναπτύσσονται στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, ιδίως σ’ εκείνο που φέρει τον τίτλο «Προσανατολισμοί. Ένα αντιμανιφέστο».
Ο Κώστας Κουτσουρέλης μιλάει στα «Νέα» για το βιβλίο, την έμπνευση πίσω απ’ αυτό και την ποίηση.
Πώς προέκυψε η ιδέα για το βιβλίο;
Στο βιβλίο αυτό με οδήγησαν μια διαπίστωση και μια απορία. Η διαπίστωση ήταν ότι η ποίηση στον καιρό μας έχει ξεπέσει θεαματικά. Ότι από κορυφαίο λογοτεχνικό είδος που ήταν, έχει γίνει ενασχόληση του περιθωρίου που ενδιαφέρει ελάχιστους, στην ουσία μόνο τους ποιητές που την γράφουν. Η απορία πάλι ήταν ότι το γεγονός αυτό, το προφανές σε όλους όσοι δεν ανήκουν στο ποιητικό σινάφι, τα ίδια τα μέλη του το αρνούνται, το υποβαθμίζουν ή, πολλές φορές, το απωθούν. Αντί να το θέσουν δημοσίως και να αναρωτηθούν για τους λόγους του, το αντιπαρέρχονται ή το εξωραΐζουν κατασκευάζοντας μύθους. Μύθους όπως λ.χ. ότι η ποίηση ήταν πάντα στο περιθώριο. Ή, μάλιστα, ότι οφείλει να είναι!
Γιατί θεωρείτε πως η ποίηση στις ημέρες μας έχει ξεπέσει;
Πάνω σ’ αυτό, όλα τα διαθέσιμα δεδομένα από την Ελλάδα και το εξωτερικό ομοφωνούν. Στο βιβλίο παραθέτω στοιχεία και νούμερα για την απογοητευτική κυκλοφορία και τη διάδοση του ποιητικού βιβλίου σε μια σειρά από χώρες. Όμως δεν είναι μόνο ούτε κυρίως ποσοτικό το πρόβλημα. Γενικά η αίγλη της ποίησης έχει κατακρημνιστεί. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια μόλις ένας ποιητής τιμήθηκε με το Βραβείο Νομπέλ. Την αμέσως προηγούμενη εικοσαετία όμως, ο ένας στους δύο νομπελίστες της λογοτεχνίας ήταν ποιητής. Την στιγμή αυτή που μιλάμε δεν βρίσκεται εν ζωή ούτε ένας ποιητής νομπελίστας, γεγονός πρωτοφανές στην ιστορία του θεσμού. Ποτέ τους τελευταίους αιώνες, η ποίηση δεν ήταν τόσο ασήμαντη κοινωνικά, τόσο αμελητέα στη δημόσια σφαίρα.
Γιατί οι ποιητές αρνούνται να παραδεχτούν την αλήθεια για τη μείωση της δημοφιλίας τους;
Λειτουργούν εδώ οι τυπικοί αμυντικοί μηχανισμοί. Η άρνηση της πραγματικότητας λ.χ., ή η προσπάθεια να μετατεθούν οι ευθύνες σε άλλους: στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το οικονομικό σύστημα, τον εκδοτικό κόσμο, τα ΜΜΕ κ.ο.κ. που υποβαθμίζουν υποτίθεται την ποίηση. Πολύ συνηθισμένος είναι ο ισχυρισμός ότι η ποίηση ποτέ δεν είχε μεγάλο ακροατήριο, κι ας μας διδάσκει η ιστορία το αντίθετο. Γενικά, οι ποιητές έχουν αναπτύξει μια ολόκληρη ψευδοϊστορική ιδεολογία, ότι είναι “καταραμένοι”, διωκόμενοι, αναξιοπαθείς κ.τ.τ. Τους αρέσει να φαντάζονται τον εαυτό τους παρία. Ίσως γιατί έτσι δεν χρειάζεται να αλλάξουν το παραμικρό τη γραφή τους. Την ίδια στιγμή όμως βλέπουν τον εαυτό τους ως μεσσία, ως φορέα μιας αποκλειστικής βαθύτερης αλήθειας, μιας “αποστολής” που τους ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο. Η αντίφαση είναι εξόφθαλμη ασφαλώς. Όμως και εδώ η ψυχολογία εξηγεί πειστικά πως ένα σύνδρομο μειονεξίας μπορεί να μετατραπεί σε φαντασίωση ανωτερότητας.
Πώς μπορεί κατά τη γνώμη σας η ποίηση να ανακάμψει;
Οι ποιητές πρέπει να αναζωογονήσουν τους δεσμούς τους με το ευρύ ακροατήριο, με τους αναγνώστες και τους ακροατές τους. Να ξαναρχίσουν λ.χ. να καλλιεργούν τα δημοφιλή είδη της τέχνης τους που ο 20ος αιώνας τα λησμόνησε και τα παραμέρισε. Ας αναλογιστούμε: ποιος θα διάβαζε σήμερα μυθιστορήματα αν δεν υπήρχαν συγγραφείς πρόθυμοι και ικανοί να γράψουν ιστορίες με κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον, συναρπαστικές ψυχογραφίες ή περιπέτειες, βιβλία για νέους και για παιδιά; Όμως αυτό ακριβώς συνέβη με την ποίηση. Υπό την επιρροή του ιδεολογήματος ότι η ποίηση πρέπει να είναι “καθαρή”, οι ποιητές έπαψαν να γράφουν αφηγηματικά, δραματικά, σατιρικά έργα. Από σνομπισμό έπαψαν να γράφουν τραγούδια ή παιδικά ποιήματα. Έπαψαν να κάνουν θέμα του έργου τους την ζωή και τον κόσμο που μας περιβάλλει. Τους απορρόφησε πλήρως η εσωστρέφεια, η αυτοαναφορικότητα, ο ναρκισσισμός. Είναι πρόδηλο ότι χωρίς ριζική αλλαγή στάσης από μέρους τους, η σημερινή περιθωριοποίησή τους τους δεν μπορεί να αρθεί.
Στο “αντιμανιφέστο” σας, πώς καταφέρνετε να προσφέρετε μια ίαση στην παθολογία που διαπιστώσατε νωρίτερα;
“Αντιμανιφέστο” τιτλοφορώ ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου μου. Και το ονομάζω έτσι, διότι δεν προτείνω τίποτε επιδεικτικά καινοφανές ή πρωτάκουστο. Το αντίθετο, η σπουδαία ποίηση όλων των εποχών είχε ορισμένα σταθερά και πάγια γνωρίσματα που η εποχή μας τα ξέχασε. Ήταν τέχνη προσιτή, λ.χ., απευθυνόταν δυνητικά σε όλους και όχι μόνο σε μια κάστα ειδημόνων. Ήταν ταπεινή, δεν δοξολογούσε ούτε παραέπαιρνε τον εαυτό της στα σοβαρά. Ήταν ακριβής, δεν της άρεσαν οι θολές εκφράσεις, οι γρίφοι και οι βαθυστόχαστες δήθεν ρητορείες. Ήταν τέχνη δημόσια, την έτρεφε η έγνοια για την πολιτική και την ιστορία. Προπάντων ήταν τέχνη χρήσιμη: έτερπε και δίδασκε, καθοδηγούσε και παρηγορούσε τους θιασώτες της, όπως κάθε άξιος συγγραφέας και δημιουργός κάνει. Σ’ αυτά τα απλά και στοιχειώδη πρέπει και πάλι να γυρίσουμε