Ο Εντμουντ Κήλυ (Edmund Keeley), νεοελληνιστής, δοκιμιογράφος, μυθιστοριογράφος και μεταφραστής, γεννήθηκε το 1928 στη Δαµασκό από αμερικανούς γονείς. Απόφοιτος των πανεπιστημίων του Πρίνστον και της Οξφόρδης, επί σαράντα χρόνια δίδαξε αγγλικά, δημιουργική γραφή και νέα ελληνική λογοτεχνία. Ιδρυτικό µέλος της Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών και δύο φορές πρόεδρός της, χρημάτισε επίσης πρόεδρος του αµερικανικού ΡΕΝ (1991-1993). Εχει γράψει µυθιστορήµατα, δοκίµια (σηµαντικό µέρος των οποίων ασχολείται µε κορυφαίους έλληνες ποιητές) και έχει µεταφράσει πλήθος ποιητικών και πεζών έργων (µεταξύ άλλων, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Καβάφη, του Ελύτη και του Σικελιανού). Εχει επανειληµµένως βραβευτεί ως συγγραφέας και ως µεταφραστής (Rome Prize της Αµερικανικής Ακαδηµίας Γραµµάτων και Τεχνών, Columbia Translation Center/PEN Award, Harold Morton Landon Award της Ακαδηµίας Αµερικανών Ποιητών, Πρώτο Ευρωπαϊκό Βραβείο για τη Μετάφραση Ποίησης). Το 2001, του απονεμήθηκε το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Δηµοκρατίας, για τη συμβολή του στη μελέτη και στη διάδοση του ελληνικού πολιτισµού, ενώ, το 2008, το Βραβείο «Διδώ Σωτηρίου» από την Εταιρεία Συγγραφέων.
Ο Κήλυ έχει τάξει εαυτόν στη μελέτη της νεοελληνικής ιστορίας, αλλά παράλληλα μοιάζει ο ίδιος με μυθιστορηματική φιγούρα του αγγλοσαξονικού κόσμου, από εκείνες με τις πολλές ζωές που αγάπησαν, έζησαν και δραστηριοποιήθηκαν στην Ανατολική Μεσόγειο και, ειδικότερα, στην Ελλάδα. Συγκροτούν μάλιστα μια ιδιότυπη γενεαλογία, στην οποία εντάσσονται ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, ο Λώρενς Ντάρελ, ο Κήλυ, ο Φίλιπ Σέραρντ και ο Τζον Πεντελμπέρι (με άλλη αφορμή έχουμε αναφερθεί σε εκδόσεις που τους αφορούν στο «Βιβλιοδρόμιο»). Όλοι τους κινήθηκαν σε πολλά και διαφορετικά πεδία από το στρατιωτικό μέχρι και το κατασκοπικό, αλλά και σε ένα τεράστιο φάσμα καλλιτεχνικών και πνευματικών δραστηριοτήτων: από τη μετάφραση στην αρχαιολογία, από τη μελέτη του αρχαίου κόσμου στη κατανόηση της συγκρότησης της σύγχρονης Ελλάδας. Κατά κάποιον τρόπο, η δική τους ζωή έγινε ξεχωριστό πεδίο έρευνας όντας κομμάτι της νεοελληνικής ιστορίας, καθώς πρόσφερε πολύτιμες ματιές στην «ιδιοτυπία» του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Στο «Αναπλάθοντας τον παράδεισο» ο Κήλυ αναφέρεται καταχρηστικά σε ένα δεκαετές οδοιπορικό του στην Ελλάδα από το 1937 ως το 1947. Αν και ο ίδιος την επισκέφθηκε μόλις το 1939, επιλέγει την αναφορά σε μια περίοδο πυκνή σε γεγονότα και εναλλαγές, μια δεκαετία που άφησε χιλιάδες νεκρούς και πολλές πληγές στην Ελλάδα. με όρους συμπύκνωσης, ο Κήλυ αντικρίζει μπροστά του όχι την Ελλάδα, αλλά την Ελλάδα της Δικτατορίας Μεταξά, της Κατοχής και του Εμφυλίου. Σε αυτή την τόσο έντονη περίοδο για τη χώρα ο Κήλυ παραδίδει ένα ιστορικό και ταξιδιωτικό οδοιπορικό όπου εμπλέκονται η ταξιδιωτική αφήγηση, η ανάμνηση, η λογοτεχνική κριτική, αλλά και στοιχεία της κοινωνικής και καθημερινής ζωής όπως τα αντλεί παρακολουθώντας τους έλληνες και ξένους διανοουμένους, με τους οποίους σχετιζόταν.
Ρεαλισμός
Ο «Κολοσσός του Αμαρουσίου» του Χένρι Μίλερ αποτελεί την κύρια έμπνευσή του σε αυτό το ταξίδι κυρίως στην Αττική της εποχής όπου βίωμα, ανάγνωση, εντυπώσεις άλλων αναμειγνύονται σε μια σύνθεση πρωτότυπη και κριτική. Ο Κήλυ δεν διαπνέεται τόσο από τον ρομαντισμό ή τον οριενταλισμό άλλων αφηγητών, όπως ο Μάικλ Χάαγκ για την Αλεξάνδρεια (βλ. και σχετική παρουσίαση στο «Βιβλιοδρόμιο», 13 Ιουλίου 2019) ή του Λακαριέρ για το ελληνικό καλοκαίρι. Οι περιγραφές του εκκινούν από την πραγματικότητα και τον ρεαλισμό. Παρά τους συχνά λυρικούς τίτλους στα επιμέρους κεφάλαιά του και την ανάγνωση της Ελλάδας μέσα από τον κύκλο (αναπόφευκτα ως ένα σημείο και τον «τρόπο») του Σεφέρη, του Κατσίμπαλη, του Μίλερ, του Ντάρελ, του Ελύτη και του Ρίτσου, οι περιγραφές του παραμένουν ισορροπημένες. Δεν διστάζει μάλιστα να παρέμβει κριτικά ή ερμηνευτικά στα κείμενα και στις περιγραφές των Ελλήνων και ξένων λογοτεχνών για την εποχή, ενώ παρεμβάλλει αυτοβιογραφικά στοιχεία που «φωτίζουν» αίφνης τις αφηγήσεις του. Το γεγονός ότι ο Κήλυ γνωρίζει σε βάθος τον κύκλο από τον οποίο αντλεί τα στοιχεία της περιόδου τον οδηγεί με άνεση να διαχειριστεί τα γεγονότα και να διαβάσει συχνά πίσω από τις γραμμές.
Η επανέκδοση ενός βιβλίου από έναν κορυφαίο νεοελληνιστή (ο τίτλος είχε κυκλοφορήσει το 1999 από τον «Εξάντα» και είχε αποσπάσει το βραβείο John Criticos) παρουσιάζει προφανώς ξεχωριστό ενδιαφέρον για την απεύθυνση στη νεότερη γενιά. Η απουσία όμως μιας εισαγωγής ή ενός επιμέτρου που θα έθετε το ιστορικό αλλά και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής καθιστά δύσκολη την παρακολούθησή του για έναν ανυποψίαστο αναγνώστη που κινδυνεύει να χαθεί ανάμεσα στην πραγματικότητα, τη λογοτεχνία, την αφήγηση, το βίωμα και την παρέμβαση του ίδιου του συγγραφέα.
Απόσπασμα
Ο Χένρι Μίλερ και ο Γιώργος Σεφέρης
Ο Μίλερ πλησιάζει περισσότερο στην προσηνή πραγματικότητα του Σεφέρη περιγράφοντας πώς ο ποιητής – ένας εύσωμος άντρας με αργές, αλλά δυνατές χειρονομίες – τον έπιανε από το μπράτσο αναγκάζοντάς τον να βηματίσει μαζί του στο σούρουπο, «τυλίγοντας όλο του το είναι γύρω από τούτο το μπράτσο με θέρμη και τρυφερότητα». Και δεν αρκούνταν μόνο σ’ αυτό, αλλά τον συνόδευε και ως το ξενοδοχείο σε μια «χειρονομία φιλίας, μια απόδειξη της πιστής του αγάπης»… «Οπου κι αν πας στην Ελλάδα, οι άνθρωποι ανοίγουν σα λουλούδια», κάτι που οι «κυνικοί» πιστεύουν ότι συμβαίνει επειδή η Ελλάδα είναι χώρα μικρή. Ομως ο Μίλερ επιμένει ότι η Ελλάδα δεν είναι μικρή: …«έχει μια εντυπωσιακή απεραντοσύνη… Κανένας από τους τόπους που γνώρισα δεν μου έκανε μια τέτοια εντύπωση μεγαλοσύνης… Η Ελλάδα είναι λιγάκι σαν την Κίνα ή τις Ινδίες. Ενας κόσμος φρεναπάτης».
INFO:
Edmund Keeley{1BSYG}{CR}{2BTIT}Αναπλάθοντας τον παράδεισο: ένα ελληνικό ταξίδι 1937 – 1947{2BTIT}{CR}{3BEKD}Μτφ. Χρύσα Τσαλικίδη{CR}Εκδ. Πατάκη, {LF}σελ. 378{3BEKD}{CR}{4BTIM}Τιμή 18,80 ευρ{4BTIM}ώ