Είναι σαφές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει σκοπό απλώς να προεδρεύσει του υπουργικού συμβουλίου, να κρατήσει την ώρα του πρωθυπουργού και τις επισκέψεις ξένων ηγετών και να αφήσει τους υπουργούς να κάνουν πολιτική.
Αντίθετα, ήδη από την πρώτη στιγμή έδειξε ότι θέλει να έχει λόγο, συμμετοχή και παρέμβαση σε όλα τα επίπεδα του κυβερνητικού έργου.
Αυτό φαίνεται και από τον τρόπο των επισκέψεων που κάνει στα επιμέρους υπουργεία, επισκέψεις που δεν κανένα βαθμό δεν είναι εθιμοτυπικές ή απλώς επικοινωνιακές, εφόσον σε κάθε επίσκεψη προκύπτουν και κρίσιμες ανακοινώσεις για το κυβερνητικό έργο.
Μάλιστα, ο πρωθυπουργός προτιμά να κάνει ο ίδιος μια σειρά από τις ανακοινώσεις που κανονικά αφορούν το έργο των υπουργών, όπως για παράδειγμα τα σχετικά με τον μειωμένο ΦΠΑ στα κράνη μοτοσικλετιστών.
Κυρίως, όμως, το έδειξε με το όλο σχέδιο για το «επιτελικό κράτος», στο κέντρο του οποίου είναι ουσιαστικά το γραφείο του πρωθυπουργού, οι υπουργοί και υφυπουργοί επικρατείας που αναφέρονται σε αυτόν, όπως και η μεταφορά κρίσιμων τομέων ώστε να υπάγονται άμεσα στον πρωθυπουργό, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα και τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης για υπέρμετρο συγκεντρωτισμό ως προς την άσκηση της εξουσία.
Η διαφορά με το παρελθόν
Είναι αλήθεια ότι το μοντέλο αυτό είναι αρκετά διαφορετικό από αυτό που είχαμε συνηθίσει. Το κλασικό μοντέλο άσκησης της πρωθυπουργίας στη χώρα μας είναι ο πρωθυπουργός να εξαγγέλλει τις γενικές γραμμές της κυβερνητικής πολιτικής, αρχικά στις προγραμματικές δηλώσεις και αργότερα στις συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου, να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή παρουσία της χώρας, να υπογραμμίζει τις πιο κρίσιμες κυβερνητικές πρωτοβουλίες και προφανώς να έχει τον ηγετικό και πρωταγωνιστικό ρόλο στις κορυφαίες κοινοβουλευτικές διαδικασίες όπως είναι η ψήφος εμπιστοσύνης ή οι συζητήσεις προ ημερησίας διάταξης.
Από εκεί και πέρα το κυβερνητικό έργο, τόσο με την έννοια της επεξεργασίας, κατάθεσης και φροντίδας για υπερψήφιση των νομοσχεδίων, όσο και με την έννοια της υπεράσπισης του κυβερνητικού έργου είτε έναντι των φορέων της κοινωνίας των πολιτών είτε έναντι της αντιπολίτευσης εντός κοινοβουλίου, το αναλαμβάνουν οι υπουργοί.
Αυτό είχε πάντοτε και έναν ορισμένο πολιτικό υπολογισμό. Η σχετική αυτονομία των υπουργών έναντι του πρωθυπουργού αλλά και της κυβέρνησης εν συνόλω, σήμαινε ότι σε περίπτωση που μια πολιτική αποδεικνυόταν αντιδημοφιλής, το κόστος το αναλάμβανε κυρίως ο υπουργός και όχι ο πρωθυπουργός. Αντίθετα, εάν η πολιτική ήταν πετυχημένη, η θετική προβολή αφορούσε το σύνολο της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου και του πρωθυπουργού.
Αυτό εκτός των άλλων σήμαινε ότι ο εκάστοτε υπουργός ήταν και πολιτικά αναλώσιμος εάν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά και ήταν συχνό φαινόμενο οι αποπομπές υπουργών για να κατευναστούν οι αντιδράσεις της κοινωνίας αλλά και να δείξει ο εκάστοτε πρωθυπουργός ότι πραγματικά «ηγείται». Άλλωστε, ξεκινώντας από τον Αντρέα Παπανδρέου οι ανασχηματισμοί, άρχισαν να θεωρούνται βασική τεχνική για να δίνεται η εντύπωση ότι η κυβέρνηση «αλλάζει σελίδα» και έχει «καινούρια ατζέντα.
Βέβαια στην πραγματικότητα, η πραγματική λειτουργία των κυβερνήσεων ήταν διαφορετική. Οι πρωθυπουργοί συχνά παρενέβαιναν στο έργο των υπουργών και απαιτούσαν την επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου ή διαμαρτύρονταν και συχνά έντονα στους υπουργούς για τον ολιγωρία τους. Επιπλέον, σε όλες τις κυβερνήσεις υπήρχαν γύρω από τον εκάστοτε πρωθυπουργό είτε σύμβουλοι είτε ακόμη και οι υπουργοί επικρατείας που πέραν όλων των άλλων καθηκόντων τους έπρεπε και να χειρίζονται τα διάφορα προβλήματα προέκυπταν συμπεριλαμβανομένων και των συγκρούσεων ή αντιπαραθέσεων μεταξύ των υπουργών.
Το μοντέλο αυτό σίγουρα είχε διάφορα πλεονεκτήματα, κυρίως με τη μορφή της ευελιξίας και της δυνατότητας που έδινε στους υπουργούς να παίρνουν πρωτοβουλίες, ενώ μπορούσε υπό προϋποθέσεις να εκμεταλλευθεί θετικά και τη φιλοδοξία τους, εφόσον τους ωθούσε να «παράγουν έργο», ώστε να το χρεωθούν πολιτικά και ει δυνατόν να το εξαργυρώσουν και εκλογικά.
Όμως, την ίδια στιγμή το μοντέλο αυτό δεν προσέφερε κάτι στο συντονισμό του κυβερνητικού έργου, ούτε διευκόλυνε τη χάραξη σχεδιασμού. Αντίθετα, τα υπουργεία απλώς συνυπήρχαν με το μέγιστο της συνεννόησης να είναι το να έχουν από ένα κεφάλαιο σε κάποιο πολυνομοσχέδιο.
Το στοίχημα του Κυριάκου Μητσοτάκη
Σε αυτό το πλαίσιο είναι προφανές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης προκρίνει ένα διαφορετικό μοντέλο. Η προσπάθεια είναι όχι απλώς ο πρωθυπουργός να κάνει πολύ περισσότερες παρεμβάσεις και να έχει έναν αυξημένο ρόλο στη λειτουργία και των υπουργείων, αλλά και επί της ουσίας ο κυβερνητικός σχεδιασμός να περνάει και από το πρωθυπουργικό γραφείο με τυπικούς θεσμικούς όρους.
Αυτό λίγο πολύ αποτυπώνει η προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα επιτελικό κέντρο γύρω από το πρωθυπουργικό γραφείο, τους υπουργούς Επικρατείας και τις γραμματείες που αναφέρονται στον πρωθυπουργικό. Αυτό δείχνει η επιλογή να υπάρχει ειδικό πληροφοριακό σύστημα το οποίο σε πραγματικό χρόνο θα παρακολουθεί βήμα βήμα και με βάση μετρήσιμους στόχους το κυβερνητικό έργο. Σε αυτό παραπέμπει και η αναβάθμιση του υπουργικού συμβουλίου άρα και της συζήτησης και παρακολούθησης του κυβερνητικού έργου από ένα όργανο στο οποίο προεδρεύει ο πρωθυπουργός. Και αυτό βέβαια εκφράζουν, σε συμβολικό επίπεδο, οι συσκέψεις υπό την προεδρία του πρωθυπουργού.
Αν κάναμε μια αναλογία με το χώρο των επιχειρήσεων, που άλλωστε είναι προσφιλής στην κυβέρνηση, έχουμε ένα πρότυπο «προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου» που έχει διαρκή και συνεχή παρακολούθηση όλων των τομέων και των πτυχών μιας επιχείρησης και δεν περιορίζεται απλώς στης «επίσημες» ενημερώσεις που φτάνουν σε αυτόν, αλλά επιδιώκει να αποκτήσει και άμεση γνώση των ζητημάτων και των προβλημάτων.
Στόχος προφανώς να δοθεί η εικόνα ότι η κυβέρνηση έχει κέντρο και ότι οι υπουργοί δεν είναι συνεργαζόμενοι φεουδάρχες αλλά τμήματα μιας συνολικής πολιτικής διαδικασίας.
Ο κίνδυνος του συγκεντρωτισμού
Όλες οι σύγχρονες θεωρία για τη λειτουργία σύνθετων οργανισμών επιμένουν στην ανάγκη να συνδυάζεται ο συντονισμός, η παρακολούθηση και ο σχεδιασμός με την ευελιξία και την πρωτοβουλία.
Αυτό αφορά πολύ περισσότερο μια σύνθετη διαδικασία όπως η διακυβέρνηση που σε τελική ανάλυση αφορά κάθε όψη της κοινωνικής ζωής. Με αυτή την έννοια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι μια κυβέρνηση αναγκαστικά είναι μια συλλογική διαδικασία. Δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει μια «πρωθυπουργοκεντρική» διακυβέρνηση. Άλλωστε, ο βαθμός της περιπλοκότητας, του θεσμικού πλαισίου, των απαιτήσεων κάθε τομέα δεν μπορεί πάντα εύκολα να σχηματοποιηθεί. Επιτρέπει σίγουρα τη διατύπωση στόχων, όμως η εφαρμογή απαιτεί συγκεκριμένη εξειδίκευση και αυτό ακριβώς είναι το καθήκον των υπουργών.
Με αυτή την έννοια ο επιτελικός χαρακτήρας του κράτους και της κυβέρνησης πρέπει να αντιμετωπιστεί πολύ περισσότερο ως ανάγκη οριζόντιων συνεργασιών, δικτυώσεων, και συνεχών συνεργειών παρά ως μια πυραμιδωτή δομή όπου ένα κεντρικό «σχέδιο» απλώς θα εξειδικεύεται.
Τα υπουργεία και οι υπουργοί πρέπει να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της στρατηγικής στον τομέα ευθύνη τους και με αυτή την έννοια να τροφοδοτούν και τον κεντρικό σχεδιασμό.
Η διαδικασία αυτή προφανώς και δεν μπορεί να είναι διάχυτη ή έκκεντρη. Χρειάζεται κέντρο, κατεύθυνση και προφανώς ηγεσία και αυτή είναι η δουλειά του πρωθυπουργού, που όμως πρέπει να ωθεί τα υπουργεία να παράγουν έργο και όχι να τα υποκαθιστά.
Αντίστοιχα, ο πρωθυπουργός οφείλει να είναι ο κόμβος στο σχεδιασμό και το συντονισμό και για αυτό τον λόγο και δεν πρέπει να έχει ο κόστος της φθοράς από τα όσα συμβαίνουν στα επιμέρους υπουργεία. Άρα μια ορισμένη απόσταση – που δεν αναιρεί τη συστηματική παρακολούθηση με βάση μετρήσιμους στόχους – είναι πάντα αναγκαία.
Διαφορετικά ένας υπέρμετρος συγκεντρωτισμός μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα, να περιορίσει τις πρωτοβουλίες των υπουργείων, να δώσει έδαφος για προστριβές και τελικά ακριβώς εξαιτίας της υπέρμετρης εμπλοκής στα καθημερινά και άμεσα των υπουργείων να κάνει τον πρωθυπουργό να χάσει τη μεσοπρόθεσμη οπτική και το στοιχείο του σχεδιασμού που όμως ακριβώς το κατεξοχήν σημάδι της αποτελεσματικής ηγεσίας μιας κυβέρνησης.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι πολίτες εκλέγουν πρωθυπουργό, αλλά διαλέγουν και κόμμα διακυβέρνησης και προκρίνουν μια δυνάμει κυβερνητικό έργο.
Επομένως, θέλουν να δουν τον πρωθυπουργό, αλλά θέλουν να δουν και κυβερνητική ομάδα να δουλεύει συντονισμένα αλλά και ευέλικτα, με σχέδιο αλλά και ικανότητα πρωτοβουλιών, με κέντρο αλλά και πραγματικό βάθος.