«Με το ΠαΣοΚ δεν θα πλήξεις ποτέ». Η «ιστορική» αυτή φράση, ισχύει και για το Κίνημα Αλλαγής. Μπορεί να απορείς. Μπορεί να εκπλήσσεσαι, συνήθως δυσάρεστα. Αλλά δεν πλήττεις. Διότι και στο Κίνημα Αλλαγής αποθεώνεται η νοοτροπία «σε δουλειά να βρισκόμαστε». Να φτιάχνουμε σενάρια που αν και ξεκινάνε από μια υπαρκτή βάση καταλήγουν σε …δράκους, δείχνοντας ότι αγνοούν τις λεπτές ισορροπίες που υπάρχουν στη βάση, στα κομματικά στελέχη, τους βουλευτές, στο ηγετικό επίπεδο. Τα σενάρια αυτά έχουν ένα κοινό παρονομαστή στον οποίο καταλήγουν σχεδόν όλες οι off the record συζητήσεις: Υπάρχει η όχι θέμα ηγεσίας;
Η Φώφη Γεννηματά έριξε, προεκλογικά, μια ριψοκίνδυνη ζαριά για το μέλλον αλλά και την πολιτική κατεύθυνση του Κινήματος Αλλαγής, απομακρύνοντας τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Δημιούργησε με τον τρόπο αυτό λάθος εντυπώσεις για τον πολιτικό προσανατολισμό της παράταξης και ένα ακόμα «ψυχικό τραύμα» στη βάση του.
Και όλα αυτά πριν ακόμα επουλωθούν, πλήρως, τα παλιά εσωκομματικά τραύματα από τη διάσπαση του 2015, που είχε την υπογραφή του Γιώργου Παπανδρέου.
Η κυρία Γεννηματά γνώριζε ότι έπαιρνε ένα ρίσκο που αφορούσε και το προσωπικό της μέλλον. Αν το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν το 6,5% που έδειχναν αρχικά τα exit poll, θα έμπαινε στο τραπέζι θέμα ηγεσίας. Στον κατάλογο της εκδίωξης του Ευάγγελου Βενιζέλου, είχε προστεθεί η ακατανόητη, κατά πολλούς, προεκλογική στρατηγική που εξέπεμπε συγκεχυμένα και αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα.
Το νέο σκηνικό στ0 ΚΙΝΑΛ μετά τις εκλογές
Το 8,2% δημιούργησε ένα νέο σκηνικό. Δεν ικανοποιεί την πλειοψηφία της βάσης που το συγκρίνει το με το 31,5% του ΣΥΡΙΖΑ που δημιουργεί νέα, υπέρ του Αλέξη Τσίπρα, δεδομένα στη μάχη της κεντροαριστεράς. Παράλληλα, όμως, δεν επιτρέπει να εκδηλωθεί, ευθέως, η υποβόσκουσα αμφισβήτηση που υπάρχει για το πρόσωπο της κυρίας Γεννηματά. Λέγεται, ότι «όποιος αμφισβητεί σηκώνει χέρι». Αυτό το χέρι δεν έχει σηκωθεί. Και είναι απίθανο να υπάρχει κάποιος η κάποια που θα θελήσει να το επιχειρήσει. Σε αυτή τη φάση, το χέρι αυτού που θα το σηκώσει θα βγάλει το μάτι του.
Εσχάτως, καλλιεργείται και ένα άλλο σενάριο. Η αμφισβήτηση να εκδηλωθεί στο εξαγγελθέν συνέδριο του ΠαΣοΚ και μέσω των καταστατικών του διαδικασιών, που προβλέπουν την εκλογή προέδρου από τη βάση.
Δύσκολο, και για πολλούς πολιτικά καταστροφικό. Και εδώ χρειάζεται μνηστήρας και σήκωμα χεριού. Σε κάθε περίπτωση το σενάριο του ΠαΣοΚ εμφανίζει αξεπέραστες δυσκολίες. Γιατί, εκτός των άλλων, διαδικασίες στο εσωτερικό του ΠαΣοΚ που θα επηρεάσουν την πορεία και την κατεύθυνση του Κινήματος Αλλαγής, είναι βέβαιο ότι δεν θα αφήσουν ασυγκίνητο το ΚΙΔΗΣΟ και τους άλλους εταίρους στο ΚΙΝΑΛ. Το πράγματα λοιπόν δεν είναι τόσο απλά, όσο παρουσιάζονται, σε επίπεδο συσχετισμών.
Παράλληλα, εισερχόμαστε σε μια πυκνή πολιτική περίοδο δύσκολη και για τον ΣΥΡΙΖΑ που ψάχνει αντιπολιτευτικό βηματισμό και αναμένεται να δοκιμαστεί από τις δρομολογημένες διαδικασίες για την μετεξέλιξη του. Η μπίλια, ακόμη, γυρνάει. Θεωρείται, λοιπόν, αδιανόητο σε μια τέτοια περίοδο, το πρώτο μέλημα ενός χώρου που παλεύει για να κατακτήσει μια διακριτή θέση στο πολιτικό σκηνικό να είναι οι διαδικασίες που θα νεκραναστήσουν το, εκτός των άλλων, χρεοκοπημένο οικονομικά ΠαΣοΚ.
Τι θα κάνει η Φώφη
Η Φώφη Γεννηματά έχει πλήρη επίγνωση του σκηνικού που διαμορφώνεται. Γνωρίζει ότι το επόμενο διάστημα θα βρεθεί αντιμέτωπη με πιέσεις από τρείς κατευθύνσεις. Η πρώτη έρχεται από την πλευρά του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ο πρωθυπουργός στα λόγια είναι υπέρ της συναίνεσης αλλά με τη στάση του στο ζήτημα του ασύλου έστειλε ένα σαφές μήνυμα: προέχει η εφαρμογή του προγράμματος μου, η τήρηση των δεσμεύσεων μου απέναντι στους ψηφοφόρους μου, οπότε αν χρειαστεί προχωράω και μόνος μου. Η δεύτερη από την πλευρά του Αλέξη Τσίπρα. Η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κεντροαριστερό κόμμα, παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζει, δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την τελική έφοδο του κ. Τσίπρα για την οριστική κατάληψη του κεντροαριστερού χώρου.
Η επιτυχής ή μη αντιμετώπιση αυτών των δύο πιέσεων, που συνδέεται με την αποσαφήνιση του πολιτικού στίγματος και της στρατηγικής του Κινήματος Αλλαγής, θα κρίνει και το εύρος της τρίτης πίεσης, της εσωκομματικής, τον χρόνο και τον τρόπο που θα εκδηλωθεί. Θα κρίνει όμως, πρωτίστως, τη δυνατότητα ύπαρξης του ίδιου του κεντροαριστερού χώρου ως αυτόνομου πόλου και όχι ως «παρακολούθημα της ΝΔ» ή συνιστώσας του «μεγάλου ΣΥΡΙΖΑ».