Σε δίκη παραπέμπονται οι δολοφόνοι της Ελένης Τοπαλούδη, σχεδόν δέκα μήνες μετά το αποτρόπαιο έγκλημα.
Ο 21χρονος Ροδίτης και ο 19χρονος Αλβανός, κατηγορούνται για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συναυτουργία, αλλά και για το βιασμό της άτυχης φοιτήτριας.
«Οι κατηγορούμενοι, αποδεχόμενοι πλήρως ο ένας τη συμπεριφορά του άλλου και επιδιώκοντας να εξοντώσουν την παθούσα, κατάφεραν αλλεπάλληλα πλήγματα με γροθιές και σίδερο σιδερώματος στην κεφαλή αυτής, προκαλώντας της έντονη αιμορραγική διήθηση ενώ επιπλέον επιχείρησαν να την θανατώσουν και δια στραγγαλισμού».
Η δικογραφία για την υπόθεση έχει εμπλουτιστεί με σημαντικά στοιχεία που προέκυψαν από την άρση απορρήτου των κινητών τηλεφώνων των δύο κατηγορουμένων αλλά και το άνοιγμα των ηλεκτρονικών τους υπολογιστών.
«Να καθίσουν στο εδώλιο και οι γονείς τους»
Ο πατέρας της άτυχης φοιτήτριας, μιλώντας στον ΑΝΤ1 κάνει λόγο για βοήθεια των κατηγορουμένων από το συγγενικό τους περιβάλλον και ζητεί να καθίσουν στο εδώλιο και οι γονείς τους.
Είμαι σίγουρος ότι από μόνοι τους δεν μπορούσαν να σβήσουν τα ίχνη από τους υπολογιστές και τις κλήσεις τους. Την επόμενη ημέρα μιλούσαν για πολλές ώρες με έναν δικηγόρο. άρα υπήρχε σίγουρα βοήθεια από το συγγενικό τους περιβάλλον για να σβηστούν κάποια ενοχοποιητικά στοιχεία είπε συγκεκριμένα ο πατέρας της άτυχης φοιτήτριας.
Ο Γιάννης Τοπαλούδης ζήτησε μάλιστα την αυστηροποίηση των ποινών για τους δολοφόνους και τους βιαστές και πρόσθεσε ότι όλοι οι γονείς πρέπει να μάθουν για την φρικαλεότητα με την οποία συμπεριφέρθηκαν οι δράστες στο παιδί τους.
Η συνάντηση μετά τη δολοφονία
Ο πατέρας του 21χρονου Ροδίτη, κατέθεσε πως ο 19χρονος ήρθε στο σπίτι τους δυο μέρες μετά τη δολοφονία. «Πήγε στο δωμάτιο του γιου μου και ούτε πέντε λεπτά δεν έκατσε μέσα.»
«Όταν τους συνέλαβαν φαντάστηκα ότι εκείνη τη μέρα, ο Αλβανός ήρθε να τσεκάρει αν ο γιος μου είχε πει τίποτα. Ο γιος μου είναι ένα παιδί ανώριμο πνευματικά και οι άλλοι το εκμεταλλεύονταν» ανέφερε στην κατάθεσή του.
Σύμφωνα με το Star, την ώρα του εγκλήματος, στο σπίτι στους Πεύκους η γιαγιά του Έλληνα βρισκόταν στο από κάτω διαμέρισμα και ο θείος του στο διπλανό. Η γυναίκα κατέθεσε στις αρχές πως άκουσε τους νεαρούς και την κοπέλα να μπαίνουν στο σπίτι και απόρησε με την ώρα… Δεν άκουσε φωνές ούτε φασαρία μέχρι και τα ξημερώματα που έφυγαν από το σπίτι.
Οι κατηγορούμενοι έχουν ομολογήσει ότι επέστρεψαν για να καθαρίσουν και να εξαφανίσουν τα στοιχεία του εγκλήματος…
Το χρονικό του εγκλήματος
Η Ελένη Τοπαλούδη είχε βρεθεί νεκρή το μεσημέρι της 28ης Νοεμβρίου 2018, όταν εντοπίστηκε το πτώμα της πεταμένο στη βραχώδη περιοχή «Φώκια», στους Πεύκους Λίνδου. Για μέρες η ταυτότητα της παρέμενε άγνωστη, καθώς το μόνο χαρακτηριστικό στοιχείο που είχαν οι άντρες της αστυνομίας ήταν ένα τατουάζ τριαντάφυλλο στο πόδι της.
Μετά από έρευνες οι Αρχές κατέληξαν σε έναν 21χρονο Ροδίτη και στον 19χρονο Αλβανό φίλο του, οι οποίοι κατά την ανάκρισή τους έπεσαν σε αντιφάσεις και στη συνέχεια ομολόγησαν ρίχνοντας ο ένας τις κατηγορίες στον άλλο. Οι δύο νεαροί κατηγορούμενοι έχουν προφυλακιστεί.
Οι δύο κατηγορούμενοι παρέσυραν την άτυχη φοιτήτρια σε εξοχική κατοικία που ανήκει στην οικογένεια του 21χρονου Ρόδιτη και επειδή αυτή αρνήθηκε να δεχθεί τις ερωτικές τους προτάσεις τη χτύπησαν βάναυσα και ημιθανή τη μετέφεραν σε ερημική βραχώδη παραλία και την πέταξαν στην θάλασσα όπου και βρέθηκε.
Έδινε μάχη να μείνει ζωντανή
Στη συνέχεια κι ενώ η παθούσα έδινε μάχη να κρατηθεί στη ζωή, υπομένοντας τις συνεχιζόμενες προσπάθειες των κατηγορουμένων να της κόψουν το νήμα της ζωής, εκείνοι ευρισκόμενοι σε απολύτως ήρεμη ψυχική κατάσταση και παρά τις σχετικές έντονες παρακλήσεις της να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο, επέδειξαν εμμονή στον εγκληματικό τους σχεδιασμό και μετέφεραν αυτήν γυμνή (ακριβέστερα φορώντας μόνο το στηθόδεσμό της) στο ανωτέρω όχημα, προκειμένου να ολοκληρώσουν το προαποφασισμένο από αυτούς κακούργημα της ανθρωποκτονίας.
Ακολούθως, λοιπόν, κάνοντας χρήση του ανωτέρω οχήματος, μετέφεραν την παθούσα σε απόκρημνη βραχώδη περιοχή στον όρμο «Φώκια», περιοχή γνωστή σε ελάχιστους και κυρίως σε κατοίκους της ευρύτερης περιοχής της Λίνδου, την οποία γνώριζε ο δεύτερος κατηγορούμενος.
Εκεί οι κατηγορούμενοι, ενεργώντας από κοινού και βάσει σχεδίου, σήκωσαν με τα χέρια τους και οι δύο το σώμα της παθούσας (που βρισκόταν πλέον σε ημιλιπόθυμη κατάσταση) και έριψαν αυτό από ύψος περίπου 10 μ. στη θάλασσα. Από την ενέργειά τους αυτή σε συνδυασμό με τις ήδη προκληθείσες στην παθούσα σωματικές βλάβες (κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, διάχυτη εγκεφαλική αιμορραγία και οίδημα που είχαν προκληθεί από τα χτυπήματα στο κεφάλι της), οι οποίες καθιστούσαν αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια της παθούσας να κινηθεί αποτελεσματικά ώστε να επιπλεύσει, επήλθε ο θάνατός της συνεπεία πνιγμού.