Η οδήγηση το φθινόπωρο κρύβει πολλές παγίδες , εξαιτίας του βρεγμένου οδοστρώματος, που επιτάσσει την προσοχή του οδηγού και θα πρέπει να τηρεί κάποιους βασικούς κανόνες. Η μειωμένη πρόσφυση λόγω του γλιστερού δρόμου σημαίνει ταυτόχρονα μείωση της ταχύτητας, ομαλές κινήσεις στην οδήγηση και τεράστια προσοχή. Η αμυντική οδήγηση, οι μεγαλύτερες αποστάσεις και ο έλεγχος μερικών καίριων σημείων – όπως των ελαστικών που έχουν τον κύριο λόγο στην πρόσφυση – είναι μερικά από τα πρώτα πράγματα που θα πρέπει να τηρεί ο οδηγός.
Εξαιρετικά επικίνδυνο είναι φαινόμενο της υδρολίσθησης. Είναι το φαινόμενο αυτό, που η πρόσφυση των ελαστικών μειώνετε αισθητά, όταν ανάμεσα στο ελαστικό και το δρόμο δημιουργηθεί ένα «φιλμ» νερού, που ο έλεγχος απώλειας του αυτοκινήτου είναι πλέον γεγονός. Οι ειδικοί αναφέρουν ότι σε περίπτωση υδρολίσθησης θα πρέπει να μειώσουμε την ταχύτητα, ώστε να ανακτηθεί η πρόσφυση. Κατά μέσο όρο ένα ελαστικό ενός μικρομεσαίου ΙΧ καλείται να αποβάλει έως και 25 λίτρα νερού το δευτερόλεπτο. Αν αυτό «παραβιαστεί», όπως σε περίπτωση υψηλών ταχυτήτων, τότε, χάνεται κάθε επαφή του ελαστικού με τον δρόμο.
Εξίσου σημαντικό, η κατάσταση των ελαστικών. Τα φθαρμένα ελαστικά αυξάνουν την απόσταση ακινητοποίησής σας έως και 10 μέτρα με ταχύτητα 80 χιλιόμετρα την ώρα σε βρεγμένο δρόμο σε σχέση με ένα καινούργιο ελαστικό.
Έτσι, αν ένα καινούργιο ελαστικό απαιτεί 29,5 μέτρα για να ακινητοποιηθεί, τότε, ένα φθαρμένο ελαστικό ( με βάθος πέλματος 1,6 χιλιοστά, δηλαδή το πιο ελάχιστο) απαιτεί 39, 5 μέτρα. Σε περίπτωση βροχής αυτομάτως θα πρέπει να αυξήσουμε και την απόσταση από τα προπορευόμενα οχήματα αφού η απόσταση ακινητοποίησης σε περίπτωση φρεναρίσματος αυξάνεται και σχεδόν διπλασιάζεται. Αν ένα “Χ” αυτοκίνητο φρενάρει αιφνιδίως σε στεγνό οδόστρωμα και η απόσταση ακινητοποίησης είναι 30 μέτρα, τότε, σε περίπτωση ολισθηρού οδοστρώματος, η απόσταση ακινητοποίησης μπορεί να ξεπεράσει – με το ίδιο αυτοκίνητο – τα 50 μέτρα ( σχεδόν διπλασιάζεται!).