Ο Θανάσης Παπαγεωργίου, μετά από μια επιτυχημένη διετία στο Θέατρο Στοά, όπου απέσπασε καλές κριτικές και μετά από τις συγκινητικές παραστάσεις στη Σύρο, τη γενέτειρα του Μάρκου, θεώρησε απαραίτητη την παρουσίαση του μονολόγου «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης» ως φόρο τιμής – στην πόλη που λάτρεψε και τον λάτρεψε – τον Πειραιά
Έτσι, η παράσταση από τις 24 Σεπτεμβρίου και για έξι μοναδικές παραστάσεις θα παιχθεί στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Ήταν μια υπόσχεση που είχε δώσει από την αρχή στα παιδιά του Μάρκου, να παρουσιάσει την παράστασή του οπωσδήποτε στη Σύρο, στον τόπο που τον γέννησε, αλλά και στον Πειραιά, εκεί που ουσιαστικά μεγάλωσε, εργάστηκε, έζησε τα περισσότερα και πιο δύσκολα χρόνια της ζωής του και κυρίως δημιούργησε αυτό το τεράστιο καλλιτεχνικό μέγεθος που ονομάστηκε ‘’Πατριάρχης’’ του ρεμπέτικου.
Tο έργο της Νάνσης Τουμπακάρη βασισμένο πάνω στην αυτοβιογραφία του Μάρκου, έτσι όπως την κατέγραψε η Αγγελική Βέλλου-Κάϊλ, είναι η φωτογράφηση μιας από τις σκληρότερες περιόδους της Ελλάδας, με τρεις δικτατορίες, δύο παγκόσμιους πολέμους, τους Βαλκανικούς, τη Μικρασιατική καταστροφή, την Κατοχή, την Απελευθέρωση, τα Δεκεμβριανά, τον Εμφύλιο…
Μέσα σ’ αυτό το άστατο πολιτικό σκηνικό ο Μάρκος γράφει στίχους και μουσικές και χωρίς να το ξέρει, γίνεται αυτός που θα σφραγίσει από τότε και για πάντα το ελληνικό λαϊκό τραγούδι.Περνάει απ’ όλα τα στάδια. Σε μια περίοδο απαγόρευσης του μπουζουκιού, ζει τον ανηλεή πόλεμο όλων των μπουζουξήδων και φυσικά του δικού του, περνάει στη δειλή καθιέρωσή του ανάμεσα στους ‘μυημένους’, φτάνει στον κολοφώνα της δόξας του, αρρωσταίνει, παραγκωνίζεται, αλλά επιστρέφει πανηγυρικά για να καθίσει πάνω στον θρόνο που του στήσανε οι άξιοι που τον είχανε δάσκαλο.
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Πειραιά.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;
Εντελώς συμπτωματικά. Γνώρισα τυχαία την Νάση Τουμπακάρη, την ρώτησα με τι ασχολείται εκτός από μουσική, μου ανέφερε μεταξύ άλλων ότι έχει γράψει πριν από χρόνια κι έναν μονόλογο για τον Μάρκο Βαμβακάρη, την ‘μάλωσα’ γιατί δεν μου τον έχει δώσει τόσον καιρό, μου τον έστειλε ηλεκτρονικά το ίδιο βράδυ και το άλλο πρωί κλείσαμε συμφωνία να το ανεβάσω. Τόσο απλά.
Υποδύεστε μια μεγάλη προσωπικότητα της μουσικής. Πώς την προσεγγίζετε;
Από την αρχή ενδιαφέρθηκα για τον άνθρωπο Βαμβακάρη, αλλά τοποθετημένο μέσα στην εποχή που έζησε και έδρασε, επειδή οι εποχές, οι περίοδοι, οι κοινωνικοοικονομικές συγκυρίες διαμορφώνουν τον χαρακτήρα μας και καθορίζουν τη στάση μιας ολόκληρης ζωής. Νομίζω ότι αυτόν τον ίδιο Βαμβακάρη, γεννημένο κάπου αλλού, σε άλλες, πιο ευχάριστες εποχές, με λιγότερα προβλήματα, με περισσότερη άνεση και μέσα σε άλλον κοινωνικό περίγυρο, δεν θα τον ήξερε κανείς σήμερα.
Πώς προετοιμαστήκατε για το ρόλο;
Διάβασα πολύ για την εποχή, τη Σύρο του 1905, τον Πειραιά του 1917, για το επάγγελμα του χαμάλη, του εκδορέα, γι’ αυτούς που ανθρακεύανε τα καράβια, για τους πρόσφυγες και τις επιδράσεις τους στους ντόπιους, για τους χασικλήδες και τους τεκέδες, για την καταδίωξη του μπουζουκιού, για τις φτωχογειτονιές του Πειραιά και τις μάζες που τον κατοικούσαν, είδα άφθονο φωτογραφικό υλικό της εποχής και άκουσα-ξαναθυμήθηκα εκατοντάδες ρεμπέτικα – και όχι μόνο – τραγούδια του 1900 – 1950 και μέσα σ’ όλα αυτά τοποθετούσα έναν άνθρωπο που τα έζησε με όλο του το είναι. Φυσικά σημαντικό ρόλο έπαιξε και η προσωπική μου πορεία στη ζωή.
Τι προκλήσεις αντιμετωπίζετε;
Η σημαντικότερη ήτανε να δω την κοινωνία της εποχής μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που πρωτογνώρισε τον υπόκοσμο στα 8 του και φόρεσε για πρώτη φορά παπούτσια στα 14 του. Να καταλάβω με ποια μάτια έβλεπε αυτή την κοινωνία.
Πώς η περιπέτεια της ελληνικής ιστορίας περνάει επί σκηνής μαζί με τη ζωή του Βαμβακάρη;
Η περίοδος της ζωής του περιλαμβάνει δύο παγκόσμιους πολέμους, τους Βαλκανικούς, τη Μικρασιατική καταστροφή, το κύμα των προσφύγων της Μικρασίας, δύο δικτατορίες, μια Κατοχή και έναν εμφύλιο. Όλα αυτά μέσα σε ένα διάστημα 67 ετών!
Ο Πειραιάς, το λιμάνι του, πώς σκιαγραφείται μέσα από τα λόγια του;
ΤΟ(!) λιμάνι, με κεφαλαία, σε όλο του το αρνητικό και θετικό μεγαλείο. Με τη μίζερη ζωή των εργατών του, τα Βούρλα(συμπυκνωμένη περιοχή οίκων ανοχής), τα κουτσαβάκια και τους νταβατζήδες, τους μαχαιροβγάλτες και τους νταήδες, τους τεκέδες και το κυνηγητό της αστυνομίας, με λίγα λόγια όλο το στερέωμα του υπόκοσμου.
Είναι διαφορετική η παρουσίαση ενός έργου για τον Βαμβακάρη στον Πειραιά, τον τόπο που αγάπησε; Τι συναισθηματική φόρτιση κουβαλάει;
Έπαιξα το έργο στη Σύρο πριν δύο μήνες. Ήταν ιδιαίτερα συγκινητικό να περπατάω όλη μέρα στα στενά και τα σκαλοπάτια που περπάτησε κι εκείνος μικρό παιδί και το βράδυ να διηγούμαι την ιστορία του, μπροστά σ’ ένα κόσμο που καμαρώνει γι’ αυτόν. Στον Πειραιά όμως μεγάλωσε, ανδρώθηκε, ερωτεύτηκε, φουμάρισε, δούλεψε σκληρά, παντρεύτηκε, χώρισε, έκανε παιδιά, άνοιξε ρεμπετάδικο, κυνηγήθηκε, τσακώθηκε, χώθηκε μέσα στα μπορντέλα κι έγινε προστάτης, φυλακίστηκε… Τι άλλο; Όλα εκεί τα έκανε. Πόση φόρτιση ακόμη; Θα είναι σαν να τον έχεις δίπλα σου και σε κοιτάζει…
Μετά από δύο χρόνια αναμέτρησης με το ρόλο, ποια στοιχεία του έχουν φωλιάσει μέσα σας;
Η ντομπροσύνη του, το αίσθημα φιλίας που είχε γι’ αυτούς που θεωρούσε αληθινούς φίλους και το ακόρεστο ερωτικό του πάθος.
Είναι αυτή η παράσταση μια προσπάθεια, κατά κάποιο τρόπο, αποκατάστασης των αδικιών που αντιμετώπισε ο Βαμβακάρης, πριν γίνει πατριάρχης του ρεμπέτικου;
Αυτό που θέλησα, ανεβάζοντας αυτό το έργο, ήταν να απενοχοποιήσω τους ανθρώπους που, ελαφρά τη καρδία, ονομάζουμε χασικλήδες και περιθωριακούς. Να επισημανθεί ότι ο μάγκας, ο ρεμπέτης, ο γυναικάς, ο ‘αλήτης’, είναι εύκολες ταμπέλες για να μην εμβαθύνουμε και δούμε το βάσανό του. Αυτό που τον αναγκάζει να ζει έτσι. Και που δεν είναι άλλο από τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες κάθε εποχής. Συνήθως εστιάζουμε στο αποτέλεσμα των συνθηκών και βάζουμε στο αρχείο τις ίδιες τις συνθήκες. Μιλάμε για τα θύματα και ποτέ για τους θύτες.
Στην παράσταση τελικά επικρατεί ο Μάρκος ή ο Βαμβακάρης, ο πατριάρχης του ρεμπέτικου;
Νομίζω ο Μάρκος. Ο άνθρωπος, ο εραστής, ο σύζυγος, ο εργάτης και ο φίλος. Νομίζω ότι κι εκείνος αυτό θα ήθελε.