Είναι νέα στο Ευρωκοινοβούλιο, αλλά έχει όραμα και συγκεκριμένο στόχο. Η 46χρονη Πολωνή Μαγκνταλένα Αντάμοβιτς , ευρωβουλευτής, (μέλος της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού και της αντιπροσωπείας του Ευρωκοινοβουλίου για τις σχέσεις με τη Νότια Αφρική), είναι η χήρα του Πάβελ Αντάμοβιτς, του δημάρχου του Γκντανσκ, ο οποίος δολοφονήθηκε στις αρχές του χρόνου από έναν 27χρονο, στη διάρκεια φιλανθρωπικής εκδήλωσης.
Ο 53χρονος πολιτικός, ο οποίος εκλεγόταν στον δημαρχιακό θώκο από το 1998, ήταν θύμα ενός εγκλήματος μίσους, όπως προέκυψε. Ο Πάβελ Αντάμοβιτς ήταν ένας από τους επικριτές της κυβέρνησης των δεξιών λαϊκιστών και υπέρμαχος της ανεκτικότητας.
Για εκείνον οι πρόσφυγες στο Γκντάνσκ ήταν καλοδεχούμενοι ενώ υποστήριζε το κίνημα διαμαρτυρίας ενάντια στις κυβερνητικές προσπάθειες ελέγχου της δικαιοσύνης. Η δολοφονία του επανέφερε στο προσκήνιο, μεταξύ άλλων, και τη συζήτηση για τη ρητορική του μίσους στην πολιτική ζωή της χώρας.
Η χήρα του θέτει ως στόχο της την χάραξη νέας ευρωπαϊκής νομοθεσίας κατά της ρητορικής μίσους και έχει μεγαλύτερη εξουσία να το απαιτήσει από οποιονδήποτε άλλον συνάδελφό της.
«Είναι αποστολή μου και υποχρέωσή μου να το πράξω. Δεν θέλω ο θάνατος του συζύγου μου να είναι μάταιος», είχε δηλώσει πρόσφατα σε συνέντευξή της η Μαγκνταλένα, η οποία είναι δικηγόρος και εξελέγη στις ευρωεκλογές του Μαϊου με την κεντροαριστερή Ευρωπαϊκή Συμμαχία.
Φοράει ένα μαύρο μακό μπλουζάκι με το σλόγκαν «Φανταστείτε ότι δεν υπάρχει μίσος» και λέει ότι μια εβδομάδα μετά την δολοφονία του συζύγου της ήταν τόσο σοκαρισμένη ώστε δεν μπορούσε να συμμετέχει σε δημόσιες εκδηλώσεις ή συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Στη συνέχεια όμως το έβαλε στόχο και αποφάσισε να θέσει υποψηφιότητα στις ευρωεκλογές του Μαϊου. Κέρδισε εύκολα μια έδρα και εξηγεί ότι ο κύριος στόχος της θητείας της θα είναι να εργαστεί για τη θέσπιση πανευρωπαϊκής νομοθεσίας κατά της ρητορικής του μίσους.
«Το πρόβλημα δεν είναι μόνο στην Πολωνία, το πρόβλημα είναι παγκόσμιο. Χρειαζόμαστε νέους κανονισμούς για να ορίσουμε την ρητορική μίσους. Στην Πολωνία έχουμε κάποιους κανονισμούς, αλλά είναι περιορισμένοι και προφανώς δεν λειτουργούν. Το μίσος υπάρχει παντού».
Η πολωνική κοινωνία είναι διχασμένη ανάμεσα στους υποστηρικτές του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) και στην πιο φιλελεύθερη αντιπολίτευση. Ως υπέρμαχος των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ, των μεταναστών και άλλων μειονοτήτων, ο δολοφονηθείς σύζυγός της βρισκόταν συχνά στο στόχαστρο των μίντια που πρόσκεινται στο PiS.
Παρότι δεν υπάρχει κάποια αδιάσειστη απόδειξη που να συνδέει την αυξανόμενη ρητορική μίσους στην πολιτική σκηνή της χώρας με την επίθεση και υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι ο δράστης έπασχε από ψυχική νόσο, πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι το κλίμα αυτό συνετέλεσε στη δολοφονία και η Μαγκνταλένα συμφωνεί.
«Πιστεύω ότι ο σύζυγός μου ήταν θύμα της ρητορικής μίσους. Δεν θέλω να κατηγορήσω κανέναν προσωπικά. Δεν μισώ τον άνθρωπο που το διέπραξε…ένας άνθρωπος που βρίσκεται υπό την επήρεια της ρητορικής μίσους και την λαμβάνει στα σοβαρά υπόψη του και έπειτα διαπράττει ένα έγκλημα εξαιτίας του μίσους, είναι κατά κάποιον τρόπο θύμα και ο ίδιος», λέει.
Για κάποιο διάστημα μετά τον φόνο επικράτησε ένα είδος εκεχειρίας. «Ο φόνος του Αντάμοβιτς είναι μια τεράστια τραγωδία για όλους μας. Είναι ένα φοβερό κακό που επιβάλλει την καταδίκη και προκαλεί θλίψη», έγραψε στο Twitter ο πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι, ο οποίος ανήκει στο PiS.
Με τις βουλευτικές εκλογές να είναι προγραμματισμένες για τον Οκτώβριο και την τύχη του PiS να κρίνεται, τα ελεγχόμενα από την κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης υιοθετούν και πάλι τη ρητορική μίσους.
Η Αλεξάντρα Ντουλκίεβιτς, η αντιδήμαρχος του Γκντανσκ υπό τον Αντάμοβιτς, η οποία αναδείχτηκε τον Μάρτιο διάδοχός του, λαμβάνει καθημερινά απειλητικές επιστολές και απειλητικά τηλεφωνήματα και σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Για τον λόγο αυτόν κυκλοφορεί πλέον με δύο σωματοφύλακες.
«Αυτή η ατμόσφαιρα δεν είναι φυσιολογική. Αυτός δεν είναι ο τρόπος που πρέπει να είναι οργανωμένη μια δημοκρατική κοινωνία», λέει και προσθέτει ότι υποστηρίζει την εκστρατεία της Αντάμοβιτς για νέα νομοθεσία.
Η Μαγκνταλένα υποστηρίζει ότι μέρος του σχεδίου της είναι να υποχρεώσει εταιρείες όπως η Facebook–και όχι μόνο τους χρήστες τους– να λογοδοτούν για την ρητορική μίσους που δημοσιεύουν.
Αντιλαμβάνεται φυσικά ότι οι προτάσεις της θα συναντήσουν αντιδράσεις δεδομένου του ευαίσθητου και πολύπλοκου ζητήματος για το πού σταματάει η ελευθερία του λόγου και πού ξεκινάει η ρητορική μίσους και αναμένει ότι η όποια νομοθεσία θα χρειαστεί πολλά χρόνια για να συζητηθεί και να θεσπιστεί. Πιστεύει όμως ότι στο τέλος θα αλλάξει αυτή η νοοτροπία.